Το δίλημμα των αρχηγών, η τακτική ΣΥΡΙΖΑ και τα φυλαγμένα νώτα
Tου Σταυρου Λυγερου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_24/06/2012_448707)
Την περασμένη Κυριακή, οι Ελληνες πήγαν στις κάλπες υπό τον πέλεκυ ενός εκβιαστικού διλήμματος: από τη μία πλευρά, είχαν συνειδητοποιήσει ότι η ασκούμενη πολιτική συσσωρεύει ολοένα και περισσότερα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια.
Από την άλλη, βομβαρδίσθηκαν επικοινωνιακά με τον ισχυρισμό ότι απαγκίστρωση από το Μνημόνιο ισοδυναμεί με έξοδο από την Ευρωζώνη και δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου.
Το ανωτέρω δίλημμα διαπέρασε οριζόντια το πολιτικό φάσμα και συνλειτούργησε όχι μόνο με τις παραδοσιακές ιδεολογικές προτιμήσεις στον άξονα Αριστερά - Δεξιά, αλλά και με τη ζωτική ανάγκη να προκύψει επιτέλους κυβέρνηση. Υπό το κράτος του φόβου, η κυρίαρχη τάση στα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, που έχουν ακόμα να χάσουν, ήταν ψήφος υπέρ της Ν.Δ. και δευτερευόντως υπέρ του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Αντιθέτως, υπό το κράτος της οργής αλλά και μιας αμυδράς ελπίδας, η κυρίαρχη τάση στα μικρομεσαία στρώματα, που έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του και ως εκ τούτου έχουν ελάχιστα να χάσουν, ήταν ψήφος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως υπέρ των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής.
Αναδεικνύοντας τη Ν.Δ. πρώτο κόμμα, οι ψηφοφόροι επέλεξαν όχι την απαγκίστρωση, αλλά την παραμονή στο Μνημόνιο, με την ελπίδα ότι το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του θα επιμηκυνθεί. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Βενιζέλου να εμπλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ στον σχηματισμό κυβέρνησης και στη συνέχεια στη διαπραγμάτευση με την τρόικα, το κόμμα του Τσίπρα παρέμεινε αταλάντευτο στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι όσο εφαρμόζεται το Μνημόνιο, τόσο η οικονομία θα βυθίζεται στην ύφεση και ως εκ τούτου, τόσο θα επεκτείνονται και θα εντείνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, προβλέπουν ότι η τριμερής κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να αποτύχει, γεγονός που τους επόμενους μήνες θα εκτοξεύσει περαιτέρω το δικό τους δημοσκοπικό ποσοστό.
Δεν φαίνεται να κατανοούν επαρκώς, όμως, ότι εάν τους επόμενους μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερβεί τον εαυτό του, θα χάσει το τρένο και θα επιστρέψει σ’ αυτό που ήταν, ένα κόμμα διαμαρτυρίας με μονοψήφιο ποσοστό. Μόνο εάν μεταλλαγεί ιδεολογικοπολιτικά, θα καταφέρει να εκφράσει σε μόνιμη βάση τους κεντροαριστερούς που –υπό την πίεση της κρίσης– στρέφονται μαζικά προς το μέρος του.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην κυβερνητική όχθη. Πολλοί απ’ όσους χειροκρότησαν τη συμφωνία για τον σχηματισμό της, μετά την ανακοίνωση των ονομάτων, εμφανίζονται απαισιόδοξοι για την προοπτική της. Δεν έχουν πολύ άδικο. Σε μία συγκυρία που οι τομές στους θεσμούς, στο κράτος και στην οικονομία είναι κυριολεκτικά ζωτική ανάγκη, η κυβέρνηση σχηματίσθηκε με γνώμονα όχι την καινοτομία και τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα, αλλά μάλλον μικροκομματικούς υπολογισμούς.
Ενώ ο Σαμαράς είχε προεκλογικά δεσμευθεί ότι θα διαχώριζε την ιδιότητα του υπουργού απ’ αυτήν του βουλευτή, έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Με άλλα λόγια, συνέχισε μία πρακτική η οποία ευθύνεται καθοριστικά και για το καρκίνωμα των πελατειακών σχέσεων και για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας που οδήγησε τη χώρα στα βράχια. Οι περισσότεροι «γαλάζιοι» υπουργοί είναι βαθιά εθισμένοι σ’ αυτόν τον τρόπο και ως εκ τούτου, μάλλον ακατάλληλοι να ηγηθούν μίας νέας πορείας.
Σε αντίθεση με τον Σαμαρά, οι Βενιζέλος και Κουβέλης υπέδειξαν πρόσωπα χωρίς εμφανή κομματική ιδιότητα. Δεν το έκαναν από την ανάγκη να αξιοποιηθούν κοινωνικά στελέχη που να διαθέτουν ταυτοχρόνως και εμπειρογνωμοσύνη και αυτόφωτη παρουσία στη δημόσια σφαίρα. Υπαγορεύθηκε κυρίως από την επιδίωξη των δύο αρχηγών οι ίδιοι και τα κόμματά τους να μείνουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την κυβερνητική σκηνή, ώστε να υποστούν τη μικρότερη φθορά. Δεν είναι τυχαίο ότι για υπουργούς/υφυπουργούς οι Βενιζέλος και Κουβέλης υπέδειξαν πρόσωπα της εμπιστοσύνης τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να ασκούν έμμεσο έλεγχο στα κυβερνητικά πράγματα και ταυτοχρόνως να μην πριμοδοτήσουν με κρατική εξουσία επίδοξους διαδόχους και εσωκομματικούς ανταγωνιστές.
Για όσους πιστεύουν πως η απαγκίστρωση από το Μνημόνιο είναι τυχοδιωκτική, η παρούσα κυβέρνηση είναι η ύστατη ευκαιρία να κρατηθεί ο έλεγχος. Εάν αποτύχει, οι ψηφοφόροι αναπόφευκτα θα στραφούν μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Ελληνες, ενώ δεν αποκλείεται καθόλου η διολίσθηση των καταστρεφόμενων μικρομεσαίων στρωμάτων σε τυφλές δυναμικές αντιδράσεις.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι στην κυβέρνηση θα συμμετείχαν εκτός από τον Σαμαρά και οι Βενιζέλος και Κουβέλης ως αντιπρόεδροι και επικεφαλής κρίσιμων υπουργείων. Η συμμετοχή τους δεν θα ήταν μόνο μία απόδειξη ότι θα τα δώσουν όλα για να αποτρέψουν τη διαφαινόμενη κατάρρευση, αλλά και ένας αποτελεσματικός τρόπος να εξασφαλισθεί η γρήγορη επίλυση των διαφορών και ο καλύτερος συντονισμός. Οταν, όμως, οι αρχηγοί των δύο μικρότερων κομμάτων δείχνουν ότι «κρατούν πισινή», πώς να εμπιστευθεί την κυβέρνηση ο απλός πολίτης, που ήδη βρίσκεται στα όρια της απόγνωσης;