Η κρίση στις σχέσεις Τουρκίας - Συρίας
Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/06/2012_487002)
Η πρόσφατη κατάρριψη του τουρκικού Φάντομ F-4 από πυρά του συριακού πυροβολικού στα ανοιχτά των ακτών της ανατολικής Μεσογείου δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Ηταν επακόλουθο της συνεχιζόμενης επιδεινώσεως των σχέσεων Τουρκίας και Συρίας κατά τους τελευταίους μήνες και της συγκεντρώσεως στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Πέραν της ανταλλαγής κατηγοριών περί παραβιάσεως του διεθνούς δικαίου και της διαφωνίας περί των πραγματικών περιστατικών –αν δηλαδή το αεροσκάφος εβλήθη εντός του συριακού ή του διεθνούς εναερίου χώρου– η αντίδραση της Τουρκίας είναι ενδεικτική των περιορισμών που αντιμετωπίζει η τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή.
Οι επίσημες δηλώσεις περί προσηλώσεώς της στο διεθνές δίκαιο, πέραν του ότι ακούγονται μάλλον προσχηματικές, δεδομένης της στάσεώς της στο Κυπριακό, είναι δηλωτικές και μιας δυστοκίας. Η διστακτικότητα της Τουρκίας να ενεργήσει αυτοβούλως και αυτομάτως, ώστε να επιβάλει αντίποινα στη Συρία, καταδεικνύει ότι τα περιθώρια αντιδράσεώς της είναι εξαιρετικώς περιορισμένα. Από μία κλιμάκωση της συρράξεως το καθεστώς Ασαντ, το οποίο ήδη μάχεται για την επιβίωσή του, έχει ελάχιστα να χάσει, ενώ η Τουρκία πολλά. Η ανατροπή των επί πολλά έτη θετικών δεικτών της τουρκικής οικονομίας θα μπορούσε να είναι η πρώτη και ίσως ελαφρότερη συνέπεια μιας συρράξεως μεταξύ Συρίας και Τουρκίας, έστω και χρονικώς και γεωγραφικώς περιορισμένης.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εξελίξεως θα ήταν μακροπρόθεσμες και διαβρωτικές του διπλωματικού κεφαλαίου το οποίο με κόπο έχει συσσωρεύσει στη Μέση Ανατολή η Τουρκία υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Από την άλλη, ούτε η απραξία είναι η βέλτιστη επιλογή για τον πρωθυπουργό Ερντογάν. Στο εσωτερικό, η εικόνα του ως ισχυρού και αποφασιστικού ηγέτη ήδη δέχεται σοβαρό πλήγμα, ενώ σε περιφερειακό επίπεδο θα καταδειχθεί αυτό που πολλοί ειδικοί υπογραμμίζουν, αλλά η επίσημη Τουρκία αδυνατούσε να παραδεχθεί. Οτι δηλαδή είχε δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των δυνατοτήτων της και των προσδοκιών που αυτή δημιουργούσε στους λαούς της Μέσης Ανατολής.
Με την έκρηξη της εξεγέρσεως στη Συρία, τα βλέμματα των αντιφρονούντων εστράφησαν προς την Τουρκία και τον πρωθυπουργό Ερντογάν, ελπίζοντας είτε σε αποφασιστική παρέμβαση προς το καθεστώς Ασαντ και επιβολή των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είτε σε σαφή υποστήριξη των αντιπολιτευόμενων σουνιτικών πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Η παταγώδης αποτυχία στο πρώτο οδήγησε σταδιακά προς τη δεύτερη κατεύθυνση με υψηλό κόστος όμως.
Επανειλημμένες αναφορές των διεθνών μέσων ενημερώσεως αναφέρουν τη λειτουργία δικτύου διοικητικής υποστηρίξεως των εξεγερθέντων σουνιτών στις όμορες προς τη Συρία επαρχίες της Αντιοχείας και του Αντέπ. Το χειρότερο για τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας είναι ότι πλέον η χώρα εμφανίζεται να λαμβάνει ανοικτά το μέρος των σουνιτών σε μια εμφύλια σύρραξη με θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Αυτό μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στις σχέσεις της Τουρκίας με άλλα μεσανατολικά κράτη, στα οποία η πολιτική επιρροή των σιιτών είναι αυξημένη έως ηγεμονική.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν παραμένουν ιδιαιτέρως ψυχρές μετά την έγκριση της Τουρκίας στην εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών αντιβαλλιστικών συστοιχιών πυραύλων στη Μαλάτεια (Μελιτηνή), ενώ οι σχέσεις της Τουρκίας με την κυβέρνηση του σιίτη Νούρι αλ Μαλίκι στο Ιράκ βρίσκονται και αυτές σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
Τέλος, η πιθανή παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών θα δοκιμάσει και τις σχέσεις της Τουρκίας με τους δύο ισχυρούς υποστηρικτές του καθεστώτος Ασαντ, την Κίνα και ιδιαιτέρως τη Ρωσία. Η πιθανή επαναβεβαίωση της υποστηρίξεως των δύο κρατών προς το καθεστώς Ασαντ κατά τη συζήτηση και ψηφοφορία δύναται να κλονίσει και τις σχέσεις της Τουρκίας με δύο από τους μεγαλύτερους στρατηγικούς παίκτες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με όλα αυτά η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» ηχεί πλέον μάλλον ως ευσεβής πόθος.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.