Εδώ που φθάσαμε, ψηφίζω Νέα Δημοκρατία...
Tου Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_16/06/2012_447431)
Για όσους από εμάς μεγαλώσαμε όταν πια η Ελλάδα είχε σταθεί στα πόδια της είναι δύσκολο να το φαντασθούμε. Ομως στη δεκαετία του 1950, όπως ακούω από φίλους μου ώριμους στα χρόνια, ήταν υπέροχο να είσαι Ελληνας και να ταξιδεύεις στο εξωτερικό.
Παντού συναντούσες τον θαυμασμό και την εκτίμηση, γιατί η Ελλάδα είχε αντεπεξέλθει με ηρωισμό και μεγάλες θυσίες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πλευρά των Συμμάχων και, επίσης, με θυσίες ακόμη μεγαλύτερες είχε κερδίσει τον αγώνα στο μόνο πεδίο επί ευρωπαϊκού εδάφους όπου ο Ψυχρός Πόλεμος είχε γίνει θερμός. Τότε, ήταν αναμφισβήτητο ότι αυτή η χώρα δικαιωματικά είχε θέση στη νέα Ευρώπη, που χτιζόταν επάνω στα ερείπια του αιματηρότερου και καταστρεπτικότερου πολέμου της Ιστορίας. Γι’ αυτό, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής χτύπησε την πόρτα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τον Ιούλιο του 1959, η αίτηση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων έγινε δεκτή.
Η συγκεκριμένη ημερομηνία έχει σημασία για εμένα, διότι συνέβη να έλθω σε τούτο τον κόσμο έναν μήνα αργότερα. Γεννήθηκα, δηλαδή, σε μια Ελλάδα, της οποίας η πορεία είχε κατεύθυνση -παρά τα σκαμπανεβάσματα στον δρόμο- προς την ενσωμάτωση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σήμερα, πενήντα τρία χρόνια αργότερα, ένας διαπρεπής Γάλλος δημοσιογράφος, ο Frantz-Olivier Giesbert, διευθυντής του εβδομαδιαίου Le Point, προτείνει στο άρθρο του «να επιστρέψουμε την Ελλάδα στους Τούρκους». Υπερβολή και μάλιστα τερατώδης (διότι και να θέλαμε δεν γίνεται - δεν θα δεχτούν οι Τούρκοι...), χρήσιμη όμως για να καταλάβουμε την ποιότητα των αισθημάτων που προκαλούμε με την πεισματική απροθυμία μας να κάνουμε εμείς οι ίδιοι κάτι για την κατάστασή μας. Το μόνο σημείο στο οποίο επιδεικνύουμε το σθένος που κάποτε έκανε να μας θαυμάζουν εκείνοι που σήμερα μας βρίζουν είναι η άρνηση να δεχθούμε την πραγματικότητα...
Εν πάση περιπτώσει, με το τέλος της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας να δείχνει πια τόσο κοντά και με την κάλπη να περιμένει την ψήφο μας, αντιλαμβάνομαι ότι το λιγότερο που οφείλω να κάνω είναι να στηρίξω με την ψήφο μου την επιλογή για τον ρεαλισμό της οποίας είμαι βέβαιος, την ευρωπαϊκή. (Διότι έχω καταλήξει ότι η επιτήρηση της Ευρώπης είναι η μόνη ελπίδα, αν είναι αυτή τη χώρα να γλιτώσει από τα αυτοκαταστροφικά ένστικτα του λαού της - του, κατά τα άλλα εξυπνότερου λαού του κόσμου, για να μην ξεχνιόμαστε...) Για τον λόγο αυτόν, θα ψηφίσω τη Νέα Δημοκρατία.
Στους τακτικούς αναγνώστες, τόσο οι κατά καιρούς αντιρρήσεις μου με θέσεις της Ν.Δ. όσο και -για να το πω κομψά- οι επιφυλάξεις μου για πρόσωπα της Ν.Δ. είναι γνωστές και δεδομένες. Εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι κεραίας - θα ήταν τρελό να ισχυρισθώ ότι έχουν ως διά μαγείας αρθεί. Παρ’ όλα αυτά όμως, για όποιον αντιλαμβάνεται ότι ο σκοπός της σημερινής ψήφου είναι η ενίσχυση του φιλοευρωπαϊκού πόλου των πολιτικών δυνάμεων και ο σχηματισμός κυβέρνησης αύριο, η Ν.Δ. είναι σαφώς η ασφαλέστερη επιλογή. Δεν είναι βέβαια η μοναδική επιλογή προς αυτή την κατεύθυνση -προσφέρεται και στις αριστερίζουσες εκδοχές του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Είναι όμως η μεγαλύτερη ως προς το μέγεθος. (Υπό τις παρούσες συνθήκες, δε, είτε μας αρέσει είτε όχι, το μέγεθος μετράει...)
Είναι, επίσης, η συμπαγέστερη ως προς την ιδεολογική ομοιογένεια και μια στοιχειώδη αντίληψη πραγματισμού, αφότου η νεαντερτάλια εκδοχή της Λαϊκής Δεξιάς αποσχίσθηκε με τη δημιουργία του κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων, καθώς μάλιστα το τελευταίο, εφόσον δεν βγει σημαντικά αποδυναμωμένο από τις σημερινές εκλογές, ενδέχεται να εδραιωθεί ως αυτόνομη παρουσία στον πολιτικό χάρτη. Εν ολίγοις, αφήνω κατά μέρος ενστάσεις για πρόσωπα και καταστάσεις και επιλέγω να εμπιστευθώ τις κοινωνικές δυνάμεις που συναθροίζει η Ν.Δ. σε τούτες τις εκλογές. Εξηγούμαι: Τις κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες θα έχει προσελκύσει η Ν.Δ. με την ιστορία της, όχι ο Αντώνης Σαμαράς του 18%.
Μιλώντας μεταφορικά (και, ειλικρινά, απεύχομαι η μεταφορά να είναι προφητική για τα όσα μας περιμένουν...), θα έλεγα ότι, αν το πρόβλημα που έχω να λύσω είναι να ανοίξω μία κονσέρβα και τα μόνα αντικείμενα που έχω στη διάθεση μου για να το επιχειρήσω είναι ένας σουγιάς, ένα βιβλίο και ένα ανθοδοχείο, προφανώς θα επιλέξω τον σουγιά. Οι πιθανότητες να καταφέρω με αυτόν να ανοίξω την κονσέρβα είναι μάλλον περισσότερες, παρά αν το προσπαθήσω με τον «Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ». Εστω και αν η έκδοση είναι με σκληρό εξώφυλλο. (Ακόμη και αν έχει γράψει τον πρόλογο ο Ζίζεκ...)