Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Απολαυστικός Στ. Κασιμάτης ότι ανοίξαμε με Τσίπρα, κλείνουμε με Λεβέντη


Ανοίξαμε με Τσίπρα, κλείνουμε με Λεβέντη
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Δεν είμαι βέβαιος αν ο χαρακτηρισμός «χειρότερη» είναι αυτός που της αρμόζει, διότι τη χρονιά που τελειώνει ζήσαμε κάτι περισσότερο από την απλή επιδείνωση των βασικών παραμέτρων της οικονομικής κρίσης.
Η απότομη καθίζηση που βιώσαμε αφορούσε εξίσου και τα ποιοτικά στοιχεία της κρίσης, όπως και τα ποσοτικά. Δεν ήταν μόνο, θέλω να πω, η οπισθοδρόμηση στην εφαρμογή του προγράμματος και το οικονομικό κόστος που επέφερε στους περισσοτέρους μας. Δεν ήταν μόνο το παραλίγο μοιραίο (σύριζα!) δημοψήφισμα και ότι, για πρώτη φορά σε αυτά τα έξι χρόνια, ετέθη ευθέως ζήτημα εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Ηταν και ο απίστευτος βαθμός της μούρλας, που ξαφνικά εισέβαλε στον λεγόμενο δημόσιο βίο, σε όλες μάλιστα τις δυνατές παραλλαγές της: από τη σχετικά άκακη και μάλλον γραφική παλαβομάρα μέχρι μορφές ψυχασθένειας που τρομάζουν και σε κάνουν να συνειδητοποιείς ξαφνικά τι σπουδαία εφεύρεση είναι ο ζουρλομανδύας. (Με την ευκαιρία, τιμή και δόξα στον Γάλλο ταπετσιέρη ονόματι Γκιγιερέ, που επινόησε και κατασκεύασε τον ζουρλομανδύα το έτος 1790, προφανώς για τις ανάγκες της Επανάστασης...)
Υπό το πνεύμα αυτό, νομίζω δεν υπάρχει τίποτε πιο ταιριαστό με την κατάστασή μας από το γεγονός ότι η χρονιά που ξεκίνησε με τον Αλέξη Τσίπρα (έναν άνθρωπο παντελώς και επικινδύνως άσχετο με τα ζητήματα της διακυβέρνησης) στο τιμόνι της χώρας καταλήγει με τον Βασίλη Λεβέντη (τον περίγελω του εξωκοινοβουλευτικού περιθωρίου επί τριάντα χρόνια) να παριστάνει τον playmaker της πολιτικής ζωής. Το 2015 άνοιξε με Τσίπρα και μας αποχαιρετά με Λεβέντη. Πολλοί –για την ακρίβεια οι περισσότεροι, αφού σχεδόν δύο γενιές πια έχουν ανατραφεί με τον λαϊκισμό– θα πουν ότι αυτό δεν μας αξίζει. Νομίζω ότι κάνουν λάθος και παρερμηνεύουν τη λέξη «αξία», στην οποία προσδίδουν έναν μεταφυσικό χαρακτήρα. Στην πολιτική, όμως, αυτό που αξίζουμε είναι μέγεθος αντικειμενικό, συνυφασμένο με τη δυνατότητα να ελέγξουμε ή ακόμη και να διαμορφώσουμε την κοινωνική πραγματικότητα· αυτό που μπορούμε, δηλαδή, είναι αυτό που αξίζουμε.
Πίσω στον πρόεδρο Λεβέντη, λοιπόν, χωρίς περιττές τύψεις: μας αξίζει και του αξίζουμε. Πείσμων και παμπόνηρος, ο πρόεδρος κατάφερε χθες να προκαλέσει μια ωραία αναστάτωση στην πολιτική σκηνή, χρησιμοποιώντας για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν μετά τη διάσκεψη των αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) την ίδια μέθοδο: είπε, με τρόπο απλό και καθημερινό, αυτά που οι πολιτικοί δεν λένε και οι δημοσιογράφοι δεν γράφουμε.
Γιατί νομίζετε οι αντιδράσεις, από πλευράς των «θιγομένων», είχαν έναν εμφανή τόνο αγανάκτησης; Επειδή είχαν πράγματι ενοχληθεί, καθώς τα όσα είπε χθες ο Λεβέντης (ότι ο Καραμανλής βρίσκεται πίσω από τον Μεϊμαράκη, ότι ο πρώην πρωθυπουργός ευνοεί τη συνεργασία της Ν.Δ. με τον ΣΥΡΙΖΑ για λόγους εθνικής ανάγκης, ότι επηρεάζει τον Καμμένο κ.λπ.) είναι οι φήμες που κυκλοφορούν εδώ και καιρό στους πολιτικούς διαδρόμους. Πώς να τις γράψεις, όμως; Δεν γίνεται. Τις ακούς, τις σταθμίζεις και τις αφήνεις στην άκρη. Τις γράφεις κατόπιν εορτής και μόνον εφόσον ένα μεταγενέστερο γεγονός τις επαληθεύσει εν μέρει ή εν όλω. Με όλα αυτά, δεν υποστηρίζω –προς Θεού– ότι ο Λεβέντης δίνει κύρος στις φήμες, επειδή τις κάνει δηλώσεις. Από την ώρα, όμως, που τις βγάζει στη φόρα, η ζημία γίνεται αναπόφευκτη, είτε οι φήμες περιέχουν αλήθεια είτε όχι.
Είναι ατιμωτικό για το σύστημα, αλλά και δηλωτικό της ραγδαίας παρακμής του, ότι ο Λεβέντης, με το μισοκακόμοιρο ύφος της προσποιητής αθωότητας*, βγάζει στη φόρα αυτά που οι άλλοι ψιθυρίζουν ιεροκρυφίως. Το κάνει, βέβαια, επειδή έτσι ανοίγει χώρο για την αφεντιά του και την Ενωση Κεντρώων κάπου ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Ν.Δ. – αυτό κάνει. Αν προσέξατε, την πρώτη φορά που το έκανε αυτό, εξέθεσε τον Τσίπρα. Χθες, εξέθεσε τον Κώστα Καραμανλή, την ισχυρότερη προσωπικότητα στο βάθος του κήπου της Δεξιάς. (Από μια άλλη πλευρά, δε, έτσι ο Λεβέντης έκανε αβάντα στον Κυριάκο Μητσοτάκη...)
Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο Λεβέντης επιδιώκει, αν όχι να γίνει ο ίδιος υπουργός, τουλάχιστον να ασκήσει αληθινή εξουσία. Και σωστά έχει βάλει στο μάτι τους ΑΝΕΛ, διότι το κόμμα του Πάνου Καμμένου πηγαίνει από ήττα σε ήττα: είναι ο αδύναμος κρίκος στην κυβέρνηση. Ηττα, λ.χ., για τον κόσμο των ΑΝΕΛ ήταν η υπερψήφιση του συμφώνου συμβίωσης των ομοφύλων. Διαφώνησε μεν, αλλά δεν κατάφερε να το εμποδίσει. Επανήλθε με την ξεκούδουνη πρόταση της υποχρεωτικής στράτευσης των γυναικών και των στρατιωτικών λυκείων, με τον προφανή σκοπό να ικανοποιήσει τον κόσμο του. Και εκεί, όμως, έκανε πίσω – και μάλιστα με τους ΑΝΕΛ να αρνούνται, κατά τρόπο τελείως κωμικό, ότι υπήρξε ποτέ παρόμοια πρόταση. Πόσο παραπάνω θα αντέξει; Πάντως, ο Λεβέντης είναι στη γωνία και περιμένει. Η συμμετοχή του σε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού θα είναι η δικαίωση, την οποία εξάλλου έχει προβλέψει στην ιστορικότερη ομιλία του μέχρι σήμερα, τότε που πήγαιναν οι «εγκάθετοι» να του κλείσουν το κανάλι: «Κάποια ζώα δεν με πιστεύανε! Θα ’ρθει η μέρα που θα με πιστέψουν και τα ζώα!». Πολύ φοβάμαι ότι έρχεται...
Στο σημείο αυτό, κλείνοντας το σημείωμα, ακούω με τη φαντασία μου τη βαθιά και ευαίσθητη φωνή μιας κουλτουριάρας (ας πούμε, της κυρίας που εκφωνεί τις θεσπέσιες ραδιοφωνικές διαφημίσεις της Στέγης...) να κλαψουρίζει: «Μα δεν μας αξίζει αυτό». Μας αξίζει και με το παραπάνω.
* Παρεμπιπτόντως, ο πρόεδρος θα ήταν ιδεώδης για ένα πρωτοποριακό ανέβασμα του σαιξπηρικού Ριχάρδου Γ΄. Με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο, φυσικά.

(Στην φωτογραφία : Ο playmaker του πολιτικού παιγνιδιού)