Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ιστορικό άρθρο για την κρίση Αθηνών - Βελιγραδίου το 1960-62


Η κρίση Αθηνών - Βελιγραδίου
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η κρίση των σχέσεων Αθηνών-Βελιγραδίου το 1960-62, η οποία προκλήθηκε κυρίως λόγω της συχνής ανακίνησης ζητήματος «μακεδονικής μειονότητας» από την ηγεσία των Σκοπίων με την ανοχή και την κάλυψη της ομόσπονδης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, αποτέλεσε ίσως το σοβαρότερο επεισόδιο στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Η έκπληξη της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν κατανοητή, αν ληφθούν υπόψη οι λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί που απαιτήθηκαν το 1950/51 για την αποκατάσταση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων με την παράκαμψη μειονοτικών ζητημάτων. Η Αθήνα εκτιμούσε ότι η πολύπλευρη προώθηση της ελληνογιουγκοσλαβικής συνεργασίας μετά το 1951 καθιστούσε άστοχη την ανακίνηση τέτοιων ζητημάτων, τη στιγμή που η ομοσπονδιακή γιουγκοσλαβική κυβέρνηση το 1954, στον απόηχο της υπογραφής του τριμερούς αμυντικού Βαλκανικού Συμφώνου Ελλάδος, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας (1953/54), είχε αποστασιοποιηθεί από την πολιτική των Σκοπίων και απαγορεύσει την έκδοση της εφημερίδας «Η Φωνή των Αιγαιατών», όργανο των Σλαβομακεδόνων προσφύγων. Κατά τις διμερείς συναντήσεις των πολιτικών ανδρών της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας μετά το 1953 θίγονταν ζητήματα διεθνούς πολιτικής ή διμερούς ελληνογιουγκοσλαβικής συνεργασίας. Η Γιουγκοσλαβία στήριζε την Ελλάδα στο Κυπριακό, είτε η αυτοδιάθεση ερμηνευόταν ως ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα είτε ως ανεξαρτησία της Κύπρου.
Συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας το 1959
Αθήνα και Βελιγράδι διεύρυναν τη συνεργασία τους και στις 18 Ιουνίου 1959 υπογράφτηκαν δώδεκα ελληνογιουγκοσλαβικές συμφωνίες που αφορούσαν κυρίως οικονομική και τεχνική συνεργασία. Ιδιαίτερη σημασία είχε, ωστόσο, η συμφωνία για τη μεθοριακή επικοινωνία. Με βάση τη συμφωνία αυτή καθοριζόταν μια ζώνη βάθους δέκα περίπου χιλιομέτρων από τις δύο πλευρές των συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Φλώρινας και Μοναστηρίου, στην οποία επιτρεπόταν η ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων. Επιτρεπόταν η ελεύθερη εισαγωγή και πώληση ορισμένων προϊόντων, η ελεύθερη άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, η καλλιέργεια κτημάτων στην άλλη πλευρά των συνόρων, εφόσον οι δικαιούχοι μπορούσαν να αποδείξουν την κυριότητά τους μέχρι το 1939. Η συμφωνία δεν ίσχυε για τους Σλαβομακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία από την ελληνική Μακεδονία.
Η συμφωνία για τη μεθοριακή επικοινωνία, αν και είχε σκοπό την τόνωση της παραμεθόριας οικονομικής ζωής, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε τοπικούς φορείς της Δυτικής Μακεδονίας. Με ενέργειες της τοπικής εξουσίας σε ορισμένα χωριά έγιναν τελετές ορκωμοσίας Σλαβοφώνων ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι δεν θα ξαναμιλήσουν στο σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα. Το αντισλαβικό και αντικομμουνιστικό σύνδρομο της κατοχικής και εμφυλιακής περιόδου επιβίωνε και στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν, υπό την επίδραση ψυχολογικών κυρίως παραγόντων, δημιουργούνταν η αίσθηση του εθνικού κινδύνου. Στα όμματα τοπικών εθνικιστικών κύκλων της Δυτικής Μακεδονίας, που είχαν βιώσει τις εμπειρίες του παρελθόντος, η συμφωνία για τη μεθοριακή επικοινωνία άνοιγε τις πύλες στον εχθρό της αντίπερα όχθης. Ωστόσο, αυτές οι τοπικές πρωτοβουλίες προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της κυβέρνησης Καραμανλή. Παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης (Σοφοκλής Βενιζέλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Σταμάτης Μερκούρης, Εμμ. Κοθρής) και του στρατού, η σύμβαση επικυρώθηκε από τη Βουλή στις 17 Σεπτεμβρίου 1959. Η κυβέρνηση Καραμανλή ήλπιζε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βελιγραδίου θα τιθάσευε τα Σκόπια.
Η συμφωνία για τη μεθοριακή επικοινωνία καταστρατηγήθηκε από τη γιουγκοσλαβική πλευρά, καθώς Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες (με πλαστά διαβατήρια) μετέβαιναν στη Δυτική Μακεδονία, ασκούσαν κάθε είδους προπαγάνδα και συγκέντρωναν υλικό για τη στάση των χωριών τους το 1946-49 προκειμένου να συγγράψουν την «Ιστορία του Μακεδονικού Λαού». Αυτό δεν ήταν άγνωστο στην ΚΥΠ, αλλά η Αθήνα τηρούσε μια εφεκτική στάση στον βαθμό που δεν υπήρχαν δηλώσεις επισήμων παραγόντων του Βελιγραδίου για τη «μακεδονική μειονότητα» και η ελληνική κυβέρνηση δεν επωμιζόταν το πολιτικό κόστος από την κριτική της αντιπολίτευσης.
Η αναβίωση «μειονοτικού» ζητήματος
Διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν στην εκδήλωση μια κρίσης, εκτός από το αρχικό ζήτημα των ορκωμοσιών που δεν είχε προσλάβει ωστόσο ιδιαίτερη δημοσιότητα στα Σκόπια. Στις αρχές του 1960 η βουλγαρομακεδονική οργάνωση MPO (Macedonian Patriotic Organization) είχε αναπτύξει μια έντονη δράση στην Αμερική, αρνούμενη την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους και μακεδονικής μειονότητας» και θέτοντας ζήτημα προστασίας της «βουλγαρικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Η MPO έδινε στην ελληνική πλευρά ένα επιχείρημα να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς των Σκοπίων για «μακεδονικό έθνος και μακεδονική μειονότητα». Επιπλέον, η κομμουνιστική Βουλγαρία επιδόθηκε σε μια προσπάθεια προσέλκυσης των Σλαβομακεδόνων προσφύγων από την ελληνική Μακεδονία στην Πολωνία με σκοπό τη μετοίκησή τους στη Βουλγαρία, τη χορήγηση βουλγαρικής υπηκοότητας και τη «βουλγαροποίησή» τους. Η Ελλάδα βίωνε τις παρενέργειες της βουλγαρογιουγκοσλαβικής διένεξης για το Μακεδονικό.
Τον Απρίλιο-Μάιο του 1960 διεξήχθη στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών μια πολύκροτη δίκη εναντίον μιας πολυπληθούς ομάδας Ελλήνων κομμουνιστών με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ του διεθνούς κομμουνισμού. Κατά την απολογία των κατηγορουμένων εθίχθη και η στάση του ΚΚΕ στο μακεδονικό ζήτημα και ο ρόλος της Γιουγκοσλαβίας στον εμφύλιο πόλεμο. Αρκετοί κατηγορούμενοι (Χαρίλαος Φλωράκης, Ρούλα Κουκούλου, Κώστας Λουλές) υπερασπίστηκαν τη θέση του ΚΚΕ για την ισοτιμία της «μακεδονικής» μειονότητας.
Η δίκη των Ελλήνων κομμουνιστών δεν σχολιάστηκε στον γιουγκοσλαβικό Τύπο, αλλά το Πρακτορείο Τανγιούγκ έδινε τις σχετικές πληροφορίες και η ραδιοφωνία ενημέρωνε την κοινή γνώμη στα Σκόπια. Η κυβέρνηση των Σκοπίων εκτιμούσε ότι η γιουγκοσλαβική πλευρά δεν θα έπρεπε να τηρήσει αδιάφορη και παθητική στάση, τη στιγμή που στην Αθήνα οι Ελληνες κομμουνιστές υπεραμύνονταν με κίνδυνο της ζωής τους των δικαιωμάτων της «μακεδονικής μειονότητας» και η βουλγαρική πλευρά είχε επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο στο Μακεδονικό. Στις 18 Μαΐου 1960 διεξήχθη συζήτηση με επίπεδο μελών της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας με αποκλειστικό θέμα το Μακεδονικό και τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Χαράχτηκε μια ευέλικτη τακτική με κατανεμημένους τους ρόλους μεταξύ Βελιγραδίου και Σκοπίων: ο Τύπος των Σκοπίων θα είχε μια σχετική ελευθερία στην ανακίνηση του Μακεδονικού, εκπρόσωποι του ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών θα προέβαιναν σε δηλώσεις, θα σφυγμομετρούνταν οι αντιδράσεις της Αθήνας και τελικά το ζήτημα θα θιγόταν σε επίπεδο ηγεσίας Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας ώστε να ικανοποιείται η κοινή γνώμη στα Σκόπια και να μην αποκομίζει την εντύπωση ότι το Μακεδονικό θυσιάστηκε στον βωμό της ελληνογιουγκοσλαβικής φιλίας, αφήνοντας πεδίο δράσης στη Βουλγαρία.
Στα τέλη Αυγούστου 1960 ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Ντράγκο Κουντς, σχολιάζοντας τις δίκες των Ελλήνων κομμουνιστών έθεσε ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων της «μακεδονικής μειονότητας», προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κυβέρνησης Καραμανλή. Στις 5 Οκτωβρίου 1960 στα Σκόπια ο Λάζαρ Κολισέφσκι, πρόεδρος της Βουλής των Σκοπίων, παρόντος του Εντβαρντ Κάρντελγ, καταδίκασε τη δράση της βουλγαρομακεδονικής οργάνωσης MPO στην Αμερική και αναφέρθηκε στην ανάγκη αναγνώρισης «μακεδονικής μειονότητας» από την Ελλάδα ως αντάλλαγμα και για τη γιουγκοσλαβική συμπαράσταση στο Κυπριακό. Ο λόγος του Κολισέφσκι πυροδότησε μια ένταση στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Κότσα Πόποβιτς, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, και ο Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, στον πρέσβη της Γιουγκοσλαβίας στην Αθήνα, Μίτα Μίλκοβιτς.
Η σύγκρουση Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας και η συμφωνία Αβέρωφ - Πόποβιτς
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης Καραμανλή για την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, μετά τη ρήξη Σοβιετικής Ενωσης - Αλβανίας το 1961, προκάλεσε στα Σκόπια την ανάγκη της δημοσιοποίησης ενός ανάλογου ενδιαφέροντος και για τη «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα. Η παρουσία του Τίτο στα Σκόπια με την ευκαιρία των εορταστικών εκδηλώσεων, στις 13 Νοεμβρίου 1961, για την απελευθέρωση των Σκοπίων (13.11.1944) και η επίσκεψή του στην Αχρίδα, στη Δοϊράνη και στο Μοναστήρι ενθάρρυναν την ηγεσία των Σκοπίων. Κατά την παράθεση γεύματος σε δημοσιογράφους 13 ξένων εφημερίδων, στις 14 Νοεμβρίου 1961, ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, Αλεξάνταρ Γκαρλίτσκοφ, μίλησε για κατασταλτικά μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης με στόχο τον αφανισμό της «μακεδονικής μειονότητας». Ενα μήνα αργότερα, στις 15 Δεκεμβρίου 1961, και ο εκπρόσωπος Τύπου του γιουγκοσλαβικού υπουργείου Εξωτερικών, Ντράγκο Κουντς, αναφέρθηκε στην ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα που θα μπορούσε να αποβεί σε παράγοντα εποικοδομητικών σχέσεων. Η νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση Καραμανλή δεν έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στις δηλώσεις του Γκαρλίτσκοφ για να μην παράσχει αφορμή πολιτικής εκμετάλλευσης του θέματος στην Ενωση Κέντρου που είχε αμφισβητήσει το εκλογικό αποτέλεσμα της 29ης Οκτωβρίου 1961. Αλλά, όταν και το Βελιγράδι κάλυψε τα Σκόπια, τα όρια ανοχής της κυβέρνησης Καραμανλή εξαντλήθηκαν. Τον Μάρτιο του 1962 η κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε επίσημα τη μονομερή αναστολή της συμφωνίας για τη μεθοριακή επικοινωνία, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Βελιγραδίου. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν προέβη στην κίνηση αυτή απλά για εσωτερικούς λόγους. Ανησυχούσε για την αισθητή σοβιετογιουγκοσλαβική προσέγγιση το 1961 και φοβόταν μήπως και η σοβιετική πλευρά, που αποδεχόταν την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», εμπλεκόταν στο Μακεδονικό σε βάρος της Ελλάδος. Η Ελλάδα δεν έβλεπε το Μακεδονικό μόνο ως ζήτημα διαμόρφωσης μιας νέας ταυτότητας, αλλά και ως εδαφική διεκδίκηση.
Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν σε έξαρση το 1958-1962 και σε διεθνή ζητήματα (απύραυλη Βαλκανική, τείχος Βερολίνου, καταδίκη του τυχοδιωκτισμού της Κίνας, καταδίκη του αμερικανικού κατασκοπευτικού πολέμου κατά της Σοβιετικής Ενωσης, κρίση της Κούβας) η Γιουγκοσλαβία ευθυγραμμίστηκε με τη Σοβιετική Ενωση. Σε όλη τη διάρκεια του 1962 υπήρχε μια ψύχρανση στις σχέσεις Αθήνας - Βελιγραδίου. Δεν υπήρξαν νέες δηλώσεις πολιτικών της Γιουγκοσλαβίας για τη «μακεδονική μειονότητα», αλλά με ιδιαίτερη οξύτητα ο Τύπος της Βορείου Ελλάδος και των Σκοπίων είχε υποκαταστήσει τον ρόλο των πολιτικών, κάτι που είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχολογία των πολιτών Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας. Για την αναθέρμανση των σχέσεων, με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Κότσα Πόποβιτς, δέχτηκε την υπογραφή μιας κοινής δήλωσης (Δεκέμβριος 1962) που έμεινε γνωστή ως «συμφωνία κυρίων Αβέρωφ - Πόποβιτς». Η συμφωνία προέβλεπε την αποφυγή κάθε δραστηριότητας και εκδήλωσης που θα μπορούσε να διαταράξει τις διμερείς σχέσεις. Είναι, επομένως, σαφές ότι η ομοσπονδιακή γιουγκοσλαβική κυβέρνηση επιδείκνυε ανεκτικότητα έναντι της τοπικής κυβέρνησης των Σκοπίων στην ανακίνηση του Μακεδονικού, όταν το απαιτούσε η ανάγκη της διατήρησης της ενδογιουγκοσλαβικής ισορροπίας και της αντιμετώπισης της βουλγαρικής επιθετικότητας. Σε καμιά, όμως, περίπτωση το Βελιγράδι δεν επέτρεπε την εκτράχυνση των διμερών ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων λόγω της υποτιθέμενης «μακεδονικής» μειονότητας.
Τον Μάιο του 1967 η χούντα κατήγγειλε οριστικά τη συμφωνία για τη μεθοριακή επικοινωνία λόγω της συνεχιζόμενης προπαγάνδας των Σκοπίων. Το 1975 η κυβέρνηση Καραμανλή, παρά την εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων, θεώρησε εθνικά επιζήμια την ανανέωση της συμφωνίας για τη μεθοριακή επικοινωνία.

* Ο κ. Σπυρίδων Σφέτας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.


(Στην φωτογραφία : Ο πρόεδρος Τίτο με τον υπ. Εξωτερικών Κότσα Πόποβιτς. Ο Τίτο δημιούργησε το νεόκοπο σλαβομακεδονικό κράτος, αλλά μετά τη ρήξη του με τον Στάλιν έθετε τη διατήρηση των καλών σχέσεων με την Αθήνα ως μείζονα προτεραιότητά του)