Το σύμπλεγμα της ισοπέδωσης
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Οταν ο κ. Μπαλτάς ως υπουργός Παιδείας αφόρισε την «αριστεία», μπορεί να εξόργισε πολλούς, άγγιξε όμως μία από τις λεπταίσθητες χορδές της ελληνικής κοινωνίας. Είναι η χορδή της ισοπέδωσης, αυτή που ενορχήστρωσε τη μονότονη μελωδία της μεταπολίτευσης. Κυριάρχησε σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, από την εκπαίδευση, τη διοίκηση ώς την καλλιτεχνική δημιουργία. Στην ισοπέδωση αυτή οφείλεται κατά μείζονα λόγο η τυραννία του συνδικαλισμού: ο εργαζόμενος δεν κρίνεται από την αξία του, αλλά από τον τρόπο που εντάσσεται και λειτουργεί μέσα στο σύνολο, ή τη «συλλογικότητα» όπως την λέει ο προοδευτικός λυρισμός.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μεγάλη καταστροφή που επέφερε η Μελίνα Μερκούρη στον πολιτισμό. Προκειμένου να αποφύγει να αξιολογήσει το έργο των σκηνοθετών και των ηθοποιών, προκειμένου να αποφύγει να αναλάβει τις ευθύνες της θέσης της δηλαδή, μοίρασε την πίτα σε μικρά κομμάτια ώστε να μη δυσαρεστήσει κανέναν. Το «κάθε χωριό και γυμναστήριο» της δικτατορίας μεταφράσθηκε στο πασοκικό «κάθε χωριό και Μπρεχτ». Το ίδιο ίσχυσε και στον κινηματογράφο, το ίδιο ίσχυσε ακόμη και στη λογοτεχνία όπου τα ετήσια βραβεία κατανέμονται δημοκρατικότατα βάσει επετηρίδος. Χωρίς να παραλείψω να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου κάποια κρατική υπηρεσία απονέμει λογοτεχνικά βραβεία, άρα το κράτος έχει άποψη για τη λογοτεχνία. Οπως συνέβαινε στη Βουλγαρία επί Ζίβκοφ.
Το αποτέλεσμα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: η προδικτατορική Ελλάδα παρήγε πολιτισμό, μάλλον επειδή δεν είχε υπουργείο Πολιτισμού. Η μεταδικτατορική Ελλάδα είχε μεν υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν παρήγε πολιτισμό. Τι έχει απομείνει σήμερα από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν; Τίποτε, κάτι ντουβάρια στην οδό Φρυνίχου. Και απ’ ό,τι μαθαίνω την ίδια διαδρομή της ντουβαροποίησης ακολουθεί και το Εθνικό Θέατρο. Η ισοπέδωση της αριστείας, που δεν ισχύει μόνον για την τέχνη, στηρίχθηκε στον φόβο της αξιολόγησης. Μην κρίνεις ίνα μη κριθείς. Ή το απλούστερον «μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια».
Κι έτσι φτιάξαμε την εκτρωματική δημοκρατία της ισοπέδωσης. Μια κοινωνία χωρίς ελίτ να την καθοδηγεί, έτοιμη να πέσει δακρύζοντας από συγκίνηση στην αγκαλιά του πρώτου περαστικού δημοκόπου. Ο φόβος της αξιολόγησης, στην πραγματικότητα σημαίνει φόβο της σύγκρισης.
Φοβόμαστε να συγκριθούμε με τον υπόλοιπο κόσμο, εξ ου και η μανία καταδιώξεως που μας στοιχειώνει. Φοβόμαστε να συγκριθούμε και με τον φυσικό μας χώρο, την Ευρώπη. Εξ ου και το σύμπλεγμα κατωτερότητος απέναντί της που αναζητά καταφύγιο στην ιδεολογία της ιδιαιτερότητας. Η ιδιαιτερότητα, που διακρίνει κάθε Εθνος, στα χρόνια της μεταπολίτευσης ανακηρύχθηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία που έδωσε χώρο για να φυτρώσουν πολλά πολιτικά και πνευματικά παράσιτα. Φοβόμαστε να συγκριθούμε με τους προγόνους μας. Αντί να επεξεργαστούμε τις αξίες που μας κληροδότησαν, τις έχουμε αποθηκεύσει στην ντουλάπα του υποσυνείδητου και τις χρησιμοποιούμε σαν τα κουταλοπίρουνα της γιαγιάς. Κι όμως χωρίς την έννοια του «αγώνα», της άμιλλας, κοινώς του ανταγωνισμού, ο ελληνικός πολιτισμός δεν θα είχε υπάρξει.
Κλαυθμηρίζουμε σαν υπερήλικες γέροντες που δεν θέλουν να πεθάνουν, πως η σημερινή Ελλάδα δεν παράγει τίποτε. Πώς είναι δυνατόν να παραγάγεις ακόμη και συνδετήρες αν δεν δέχεσαι να αξιολογηθείς;
Εχουμε αναρωτηθεί ποτέ μήπως το τερατώδες οικονομικό χρέος οφείλεται, εκτός των άλλων, και στην αδυναμία μας να αξιολογήσουμε εαυτούς και αλλήλους; Συμπεριφερθήκαμε σαν βάρβαροι που τους θαμπώνει ό,τι γυαλίζει. Κι όταν οι χάντρες μας αποδείχθηκαν γυάλινες και καταλάβαμε ότι κινδυνεύουμε να πεθάνουμε της πείνας στην κυριολεξία, ως πένητες και ανυπόδητοι, αδυνατώντας να διαχειρισθούμε τις τύχες μας, ζητήσαμε βοήθεια. Η τρόικα απεβιβάσθη στο αεροδρόμιο για να κάνει τη δουλειά που οι δικοί μας πολιτικοί δεν μπόρεσαν να κάνουν τόσα χρόνια.
Δεν είναι διόλου τυχαίος ο πανικός που μας καταλαμβάνει κάθε φορά που ακούγεται η λέξη αξιολόγηση. Και δεν είναι τυχαίο ότι καταναλώνουμε τόση κουτοπονηρία για να την σκηνοθετήσουμε. Πότε ζητάμε να γίνεται στο Παρίσι, σε ουδέτερο έδαφος, και πότε στο Χίλτον της Αθήνας. Οχι όμως στα υπουργεία, διότι υπάρχει και η αξιοπρέπεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τρεις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις επειδή καθησύχασε το κοινό του πως δεν πρόκειται να δεχθεί καμιά αξιολόγηση. Ούτε καν στην εκπαίδευση η οποία, αν μη τι άλλο, υπάρχει όχι για να μας μαθαίνει πότε έγινε η μάχη του Πέτα, αλλά ποιες αξίες μπορούν να οδηγήσουν τα βήματά μας στη ζωή. Πώς είναι δυνατόν να διδάξουν αξίες άνθρωποι που οι ίδιοι δεν δέχονται να αξιολογηθούν;
Η προοπτική της αξιολόγησης δημιουργεί καχυποψία. Εν πολλοίς εύλογη. Οταν η μόνη αναγνωρισμένη αξία στο Δημόσιο είναι η πελατειακή σου σχέση με τον συνδικαλιστή που δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα, τότε πώς να εμπιστεύεσαι την αξιολόγησή του; Οπως όμως έλεγε και η Ζακλίν ντε Ρομιγί, η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης. Κι αν δεν καταφέρουμε να τις αποκαταστήσουμε η δημοκρατία μας κινδυνεύει. Είναι τέτοια και τόση η δειλία της σημερινής αριστεράς που αναθέτει την αξιολόγηση της ελληνικής κοινωνίας στα ποινικά δικαστήρια. Οι φοροφυγάδες και οι λογαριασμοί στην UBS δεν είναι παρά τα συμπτώματα της ψυχικής ασθένειας της κοινωνίας μας. Η αιτία είναι το σύμπλεγμα της ισοπέδωσης.