Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τον αθέατο κόσμο των "φιλάνθρωπων" μεγιστάνων


Ιδιωτικές αμαρτίες, δημόσιες αρετές
Ο επιδεικτικός αλτρουισμός μεγιστάνων ή πώς η επιχειρηματική φιλανθρωπία προβάλλει ως υποκατάστατο της κοινωνικής αλληλεγγύης
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_01/04/2012_477666)
Ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος ανέβηκε στην εξουσία το 2000 με σημαία τον «συμπονετικό συντηρητισμό».

Ο νεολογισμός συνόψιζε τη συμμαχία του νεοφιλελευθερισμού (σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές υπέρ των πλουσίων την ώρα που διαλύονταν τα τελευταία υπολείμματα κοινωνικού κράτους) με τις χριστιανικές οργανώσεις, στις φιλανθρωπικές δραστηριότητες των οποίων οι Ρεπουμπλικανοί αναζητούσαν καταπραϋντικά των κοινωνικών αντιθέσεων. Σύντομα, πολλοί Αμερικανοί, κατεστραμμένοι από τον τυφώνα «Κατρίνα» ή από τις «πυραμίδες» της Γουόλ Στριτ, και ακόμη περισσότεροι Ιρακινοί διαπίστωσαν τα όρια αυτού του ιδιόρρυθμου ανθρωπισμού.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων προκάλεσε νέα έκρηξη συμπόνιας. Αυτή τη φορά, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν όχι οι έμπειρες Εκκλησίες, αλλά κάποιοι όψιμοι αλτρουιστές: Ο πολύς Γκέιτς, ιδρυτής της Microsoft, επένδυσε 13 δισ. δολάρια σε πρωτοβουλίες για τη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση παιδιών σε όλο τον κόσμο. Γενναία συνεισφορά στο Ιδρυμα Μπιλ και Μπελίντα Γκέιτς είχε και ο πιο πετυχημένος χρηματιστής της Γουόλ Στριτ, Γουόρεν Μπάφετ. Από κοντά κι ο συνιδρυτής του ομίλου Carlyle, Γουίλιαμ Κόνγουεϊ, δώρισε 1 δισ. δολάρια για την πραγματοποίηση έργων υποδομής σε υποβαθμισμένες περιοχές. Σύμφωνα με τους New York Times, το συνολικό ποσό που διατίθεται σε ετήσια βάση από την ιδιωτική φιλανθρωπία τριπλασιάστηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια.
«Επίχρυση Εποχή»
Παρόμοιες ημέρες δόξας είχε γνωρίσει η φιλανθρωπία στην Αμερική της «Επίχρυσης Εποχής», στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ηταν χρόνια πυρετικής οικονομικής ανάπτυξης και εκρηκτικών κοινωνικών ανισοτήτων, που κάποτε έπαιρναν μορφές βιομηχανικού εμφυλίου πολέμου. Οι ήρωες της εποχής -Ροκφέλερ, Μόργκαν, Κάρνεγκι, Μέλον, Βάντερμπιλτ κ. ά. - πέρασαν στη λαϊκή γλώσσα ως «Βαρώνοι της Ληστείας». Οι ίδιοι άνθρωποι υπήρξαν πρωταθλητές της φιλανθρωπίας, ιδρυτές μεγάλων μη κερδοσκοπικών ιοδρυμάτων που ζουν και βασιλεύουν μέχρι σήμερα. Αίφνης, ο τραπεζίτης (και τρις υπουργός Οικονομικών) Αντριου Μέλον, μέγας ευεργέτης της Εθνικής Πινακοθήκης, διώχθηκε από τον πρόεδρο Ρούζβελτ ως «κακοποιός του εθνικού πλούτου». Οσο για τον Αντριου Κάρνεγκι, έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου παραβιάζοντας το οκτάωρο, υποχρεώνοντας τους χαλυβουργούς να δουλεύουν μέχρι και 12 ώρες τη μέρα, διαλύοντας τα συνδικάτα και εξαπολύοντας εναντίον τους την ιδιωτική αστυνομία του Πίνκερτον, με αποκορύφωμα το μακελειό του Πίτσμπουργκ, το 1892. Αργότερα, έφτιαξε 1.800 βιβλιοθήκες και δώρισε μεγάλα ποσά για την προώθηση της επιστημονικής έρευνας.
Η δεύτερη «Επίχρυση Εποχή», που ξεκίνησε με την άνοδο του Ρόναλντ Ρίγκαν, δημιούργησε τους δικούς της νεόπλουτους, τους δικούς της νεόπτωχους και τους δικούς της φιλανθρώπους. Μεγαλοεπιχειρηματίες που απολαμβάνουν προκλητικών φοροαπαλλαγών σε βάρος των δημοσίων οικονομικών και χρησιμοποιούν την πολιτική τους επιρροή για να επιταχύνουν την αποδόμηση των κοινωνικών υπηρεσιών, έρχονται στη συνέχεια να καλύψουν κάποιες τρύπες με φιλανθρωπικές εισφορές. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο θεαματικές χειρονομίες του ιδιωτικού τομέα είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα μεγάλης κλίμακας κοινωνικά προγράαμματα, που μόνο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή οι πολιτείες μπορούν να καλύψουν. Για παράδειγμα, Γκέιτς και Μπάφετ προσφέρουν αθροιστικά κάθε χρόνο 3,5 δισ. δολάρια, τη στιγμή που μόνο ο σχολικός προϋπολογισμός της πόλης της Νέας Υόρκης φτάνει τα 17 δισ.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Μπάφετ, ο οποίος παρουσιάζεται ως φωτισμένος επιχειρηματίας, υπέρμαχος της αυστηρότερης φορολόγησης των πλουσίων - δήλωσε μάλιστα ότι ντρέπεται που πληρώνει λιγότερο, αναλογικά, φόρο από τη γραμματέα του. Εκείνο που αποσιώπησε είναι ότι η μείωση του φορολογικού του συντελεστή από 35% σε 15% γίνεται κάθε χρόνο δυνατή με τη βοήθεια των απαλλαγών που του εξασφαλίζουν οι φιλανθρωπικές δωρεές. Ανάλογη είναι η περίπτωση του πλουσιότερου ροκ σταρ όλων των εποχών, του Μπόνο. Προτού θησαυρίσει από τις επενδύσεις του στο Facebook, ο μεγάλος φιλάνθρωπος είχε φροντίσει να μεταφέρει την έδρα του συγκροτήματός του, των U2, σε φορολογικό παράδεισο της Ολλανδίας για να μην πληρώνει φόρους στη σκληρά δοκιμαζόμενη από την οικονομική κρίση πατρίδα του, την Ιρλανδία.
Αθικτες οι αιτίες
Είναι λοιπόν προτιμότερος ο κυνισμός του «ζήσε τη ζωή σου κι άσε τους άλλους να πεθάνουν»; Δεν είναι καλό να σωθούν, έστω όσοι μπορούν να σωθούν, χάρη στον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη ορισμένων; Ασφαλώς, μόνο που μια ορισμένη φιλανθρωπία δεν είναι συνώνυμο της κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά το αντίθετό της. Απαλλοτριώνει το δημόσιο αγαθό, απαλλάσσει το κράτος από κάθε ευθύνη για τους αδύνατους, ενοχοποιεί τους φτωχούς για τη μοίρα τους και τους κλέβει την ίδια τους την αξιοπρέπεια, καθώς πρώτα τους αφαιρεί τα κοινωνικά δικαιώματα και μετά τους «ευεργετεί» με την ελεημοσύνη. Σε αντίθεση με την κοινωνική αλληλεγγύη που έχει ενεργά υποκείμενα, στόχους και εχθρούς, η φιλανθρωπία - ελεημοσύνη ασχολείται μόνο με τα συμπτώματα, αφήνοντας άθικτες της αιτίες, απαράλλακτους τους κανόνες του παιχνιδιού και τελικά αναπαράγει τη φτώχεια, αντί να την αντιμετωπίζει.
Στον «Καλό Ανθρωπο του Σετσουάν», θεατρικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τρεις θεοί έρχονται να επιθεωρήσουν την κινεζική επαρχία για να ελέγξουν αν ο κόσμος είναι ακόμη καλός. Αναγνωρίζουν την καλοσύνη στο πρόσωπο της νεαρής πόρνης Σεν Τε, η οποία, ωστόσο, σύντομα θα καταστραφεί από την αθεράπευτη αθλιότητα του κοινωνικού της περίγυρου. Για να επιβιώσει, θα αναγκαστεί να επινοήσει έναν δεύτερο εαυτό, τον κυνικό «εξάδελφο» Σούι Τα, σκληρότατο υπερασπιστή των συμφερόντων της. Ο, τι καλό κάνει σαν Σεν, το καταστρέφει σαν Σούι. Οι θεοί επιστρέφουν στα ουράνια υμνώντας τον καλό άνθρωπο του Σετσουάν, έχοντας πείσει τον εαυτό τους ότι όσο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι δεν συντρέχει λόγος να αλλάξει ο κόσμος. Για την ιστορία, η αρχική επιλογή τίτλου από τον Μπρεχτ ήταν: «Η αγάπη ως εμπόρευμα»...

«Μη κερδοσκοπικές», αλλά κερδοφόρες...
Εχοντας γνωρίσει ταχύτατη ανάπτυξη τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι μη κυβερνητικές - μη κερδοσκοπικές οργανώσεις συσπειρώνουν αλτρουιστικών προθέσεων ανθρώπους, οι οποίοι συχνά βρίσκουν σ’ αυτές υποκατάστατα παλαιότερων μορφών κοινωνικής ή πολιτικής στράτευσης. Αρκετές από αυτές έχουν να επιδείξουν αξιόλογο ανθρωπιστικό και κοινωνικό έργο. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν ότι ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις.
Σε μια συνηθισμένη, κερδοσκοπική εταιρεία, οι μέτοχοι διορίζουν και ελέγχουν τη διοίκηση, η οποία είναι υποχρεωμένη να ασκεί διαφανή διαχείριση, να καταβάλει φόρους και να μοιράζει το πλεόνασμα σε επενδύσεις και μερίσματα. Αντίθετα, στη μη κερδοσκοπική επιχείρηση, η διοίκηση έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τις εισφορές πρακτικά εν λευκώ και να επενδύει το (αφορολόγητο από το κράτος) πλεόνασμα κατά το δοκούν. Αυτή η αδιαφάνεια δημιουργεί το έδαφος για κρούσματα καταχρήσεων και απάτης, που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας.
Επιδιώκοντας να αποκαταστήσει τη διαφάνεια και να αντιμετωπίσει την καχυποψία της κοινής γνώμης, το αμερικανικό Ινστιτούτο Φιλανθρωπίας δημιούργησε το Charity Watch, ένα είδος Παρατηρητηρίου των σχετικών ΜΚΟ. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που ανακαλύπτει κανείς, ανατρέχοντας στην ιστοσελίδα του είναι οι αμοιβές των διευθυντών γνωστών «μη κερδοσκοπικών» οργανώσεων. Στην κορυφή έρχονται οι επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων αντικαρκινικών ενώσεων, με ετήσιες απολαβές της τάξης των 2,3 εκατ. δολαρίων ο καθένας. Ακολουθεί ο πρόεδρος ένωσης για την περίθαλψη βετεράνων πολέμου με 2,2 εκατ., ενώ ο γενικός διευθυντής των Αμερικανών Προσκόπων εισπράττει 1.211.500 δολάρια ετησίως και ο πρόεδρος του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού 1.032.000 δολάρια.
Εξίσου παραπλανητικός είναι συχνά και ο όρος «μη κυβερνητικός». Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα δύο Γάλλων συγγραφέων, σε διεθνή κλίμακα η δημόσια χρηματοδότηση των ΜΚΟ καλύπτει περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού τους, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 30% το 1980 και 1% το 1970. Μεγάλα είναι τα ποσά που εισπράττουν αρκετές ΜΚΟ από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Παγκόσμια Τράπεζα, ενώ πολλαπλασιάζονται οι κοινοπραξίες μεγάλων πολυεθνικών με ΜΚΟ: παρόμοιες συμβάσεις συνεργασίας δεσμεύουν τη Secours Populaire με την Coca Cola, τη FIDH (Διεθνή Ομοσπονδία Ενώσεων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) με την Carrefour και το WWF με τη Lafarge. Εξι ΜΚΟ, μεταξύ των οποίων και η πολύ γνωστή οργάνωση ανθρωπιστικής βοήθειας Oxfam, συνεργάστηκαν με επτά εταιρείες, όπως η Siemens και η Lotus, για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας. Εξάλλου, το φιλανθρωπικό Ιδρυμα Γκέιτς επένδυσε 23.1 εκ. δολάρια στην πολυεθνική Mosanto, τον μεγαλύτερο παραγωγό γενετικώς τροποποιημένων σπόρων. Οχι απροσδόκητα, το 30% των χρημάτων που αφιερώνει το Ιδρυμα Γκέιτς για προγράμματα γεωργικής ανάπτυξης πηγαίνει στους γενετικώς τροποποιημένους σπόρους.

Η αθέατη όψη κοινωφελών ιδρυμάτων
«Οταν τα μη κερδοσκοπικά Ιδρύματα μεγάλων επιχειρήσεων πρωτοεμφανίστηκαν στις ΗΠΑ», σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο της η Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι, «ξέσπασε σφοδρή διαμάχη για την προέλευση, τη νομιμότητα και την αδιαφάνειά τους. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι, αν οι εταιρείες είχαν τόσα πλεονάσματα, θα έπρεπε να αυξήσουν τους μισθούς των εργατών τους. Η ιδέα για τη δημιουργία παρόμοιων Ιδρυμάτων, που μας φαίνεται εντελώς φυσιολογική σήμερα, ήταν ένα πραγματικό άλμα της επιχειρηματικής φαντασίας. Αφορολόγητες νομικές οντότητες με τεράστιους πόρους, σε μεγάλο βαθμό αδιαφανείς και ανεξέλεγκτες - υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος μετατροπής του οικονομικού πλούτου σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, του χρήματος σε ισχύ»;
Τα παραδείγματα αφθονούν. Το 1924, τα Ιδρύματα Ροκφέλερ και Κάρνεγκι συνεργάστηκαν για να δημιουργήσουν την πιο ισχυρή ομάδα πίεσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (CFR), το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα και εκδίδει το περιοδικό Foreign Affairs. Τις επόμενες δεκαετίες, το CFR έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της CIA και είδε να περνούν από τις γραμμές του 22 υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ. Από την πλευρά του, το Ιδρυμα Ford χρηματοδότησε τη RAND, στρατιωτικό think tank με πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας.
Στους σύγχρονους συνεχιστές αυτής της παράδοσης περιλαμβάνονται οι αδελφοί Ντέιβιντ και Τσαρλς Κοχ. Με ετήσιο τζίρο γύρω στα 100 δισ. δολάρια, ο επιχειρηματικός τους όμιλος περιλαμβάνει διυλιστήρια πετρελαίου στην Αλάσκα, το Τέξας και τη Μινεσότα, δίκτυο αγωγών πετρελαίου συνολικού μήκους 6.500 χιλιομέτρων, εταιρείες ξυλείας, χάρτου κ. ά. Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, πρόκειται για τη δεύτερη σε μέγεθος ιδιωτική επιχείρηση της Αμερικής, ενώ η περιουσία των δύο αδελφών υπολείπεται μόνο εκείνων του Μπιλ Γκέιτς και του Γουόρεν Μπάφετ.
Οι αδελφοί Κοχ λογαριάζονται ανάμεσα στους σημαντικότερους εν ζωή ευεργέτες. Το 2008, δώρισαν 100 εκατ. δολάρια για να ανανεωθεί ριζικά το κτίριο του κρατικού θεάτρου της Νέας Υόρκης. Αλλα 20 εκατ. δολάρια δόθηκαν στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Ωστόσο, οι σημαντικότερες «μη κερδοσκοπικές» επενδύσεις τους αφορούν στην αγορά πολιτικής ισχύος. Από το 2005 μέχρι το 2008 δαπάνησαν πολύ περισσότερα χρήματα από τον πετρελαϊκό κολοσσό ExxonMobil ενισχύοντας «επιστημονικές έρευνες» που αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή και οργανώσεις που αντιμάχονται τη θέσπιση αυστηρότερων περιβαλλοντικών νόμων - κάτι όχι παράδοξο, αφού οι βιομηχανίες Κοχ συγκαταλέγονται στις δέκα περισσότερο ρυπογόνες της χώρας.
Σφοδροί πολέμιοι του Μπαράκ Ομπάμα, οι αδελφοί Κοχ στήριξαν γενναιόδωρα τις εκστρατείες εναντίον των σημαντικότερων μεταρρυθμίσεων του Αμερικανού προέδρου -για παράδειγμα, στον τομέα της Υγείας- και υπήρξαν οι βασικοί χρηματοδότες του υπερσυντηρητικού κινήματος Tea Party.

Το Προσωπο: Σλάβοϊ Ζίζεκ
Ο ανθρωπισμός της αγοράς
Η φιλανθρωπία ως υποκατάστατο του γνήσιου ανθρωπισμού αποτελεί προνομιακό στόχο κριτικής του Σλάβοϊ Ζίζεκ. Στο βιβλίο του «Πρώτα σαν τραγωδία, μετά σαν φάρσα», ο Σλοβένος φιλόσοφος παραθέτει διαφήμιση των Starbucks, η οποία δικαιολογεί τις «τσιμπημένες» τιμές του καφέ ως εξής: «Οταν αγοράζετε στα Starbucks, είτε το συνειδητοποιείτε είτε όχι, επενδύετε σε κάτι μεγαλύτερο από ένα κύπελλο καφέ - μια ηθική του καφέ... Βοηθάτε ώστε οι αγρότες που καλλιεργούν τον καφέ να λάβουν δίκαιη αμοιβή για τη σκληρή δουλειά τους. Επιπλέον, εμείς επενδύουμε για να βελτιώσουμε την καλλιέργεια του καφέ και να βοηθήσουμε τις κοινότητες των παραγωγών σε όλο τον κόσμο».
Και ο Ζίζεκ σημειώνει: «Ιδού λοιπόν το πολιτιστικό πλεόνασμα: Η τιμή των Starbucks είναι υψηλότερη γιατί στην πραγματικότητα αγοράζετε την “ηθική του καφέ”, που περιλαμβάνει φροντίδα για το περιβάλλον, κοινωνική ευθύνη απέναντι στους παραγωγούς, αλλά και μια θέση στην κοινοτική ζωή. Και αν αυτό δεν σας φτάνει, αν οι ηθικές σας απαιτήσεις παραμένουν ανικανοποίητες και εξακολουθείτε να νοιάζεστε για την εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου, υπάρχουν πρόσθετα προϊόντα που μπορείτε να αγοράσετε. Ιδού πώς περιγράφουν τα Starbucks το προϊόν τους “Ηθος του Νερού”:
“Το Ηθος του Νερού είναι ένα προϊόν με κοινωνική αποστολή - να βοηθήσουμε τα παιδιά όλου του κόσμου να αποκτήσουν καθαρό νερό και να ενισχύσουμε την ανησυχία για την παγκόσμια κρίση των υδάτινων αποθεμάτων. Με κάθε μπουκάλι που αγοράζετε συμβάλλετε κατά πέντε σεντς στο πρόγραμμά μας που έχει στόχο να μαζέψει 10 εκατ. δολάρια προς όφελος προγραμμάτων ύδρευσης σε Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική”».
Φυσικά, ο Ζίζεκ δεν είναι γενικά εναντίον της φιλανθρωπίας - αυτό που απεχθάνεται είναι η φτηνή αγορά ήσυχης συνείδησης. Μιλώντας πρόσφατα στην «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ», δήλωσε: «Οπως έχουμε καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ και παγωτό χωρίς λιπαρά, θα προσπαθήσουν να μας μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη ηθική διαμαρτυρία. Αλλά ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ είναι πως για μας δεν αρκεί πια ο κόσμος στον οποίο το να ανακυκλώνεις τα κουτάκια της Coca Cola, να δίνεις λίγα δολάρια για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή να αγοράζεις καπουτσίνο από τα Starbucks φτάνουν για να αισθανόμαστε καλά».