Υπόθεση Repsol: Η Αργεντινή επανακτεί την κυριαρχία της
(Πηγή : http://infognomonpolitics.blogspot.com/2012/04/repsol.html#.T5K-6bMZd9U)
Η πρόεδρος της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ ανακοίνωσε στις 16 Απριλίου ενώπιον ενός περιχαρούς πλήθους που είχε συγκεντρωθεί έξω από το προεδρικό μέγαρο την απόφαση της να επαν-εθνικοποιήσει την πετρελαϊκή εταιρεία YFP για να μπορέσει η χώρα να ανακτήσει την «κυριαρχία της στο τομέα των υδρογονανθράκων» και να διασφαλίσει τη μελλοντική ανάπτυξη του έθνους.
Το 51% του κεφαλαίου, ήτοι το ποσοστό που κατέχεται από την ισπανική εταιρεία Repsol, θα απαλλοτριωθεί από το κράτος της Αργεντινής. Το υπόλοιπο 49% θα παραμείνει στην ιδιοκτησία των επαρχιών. Όσον αφορά τον νέο Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας, πρόκειται για τον υπουργό Σχεδιασμού Χούλιο ντε Βίδο, έναν μεγάλο υπερασπιστή των εθνικών συμφερόντων και της πυρηνικής ενέργειας.
Τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα του Λονδίνου και των συμμάχων τους στη Μαδρίτη και στη Wall Street τρέμουν με οργή επειδή βλέπουν μια Πρόεδρο της Αργεντινής να εμμείνει σθεναρά για την εθνική κυριαρχία της χώρας της για δεύτερη φορά από το 2005, όταν ο πρόεδρος Νέστορ Κίρχνερ είχε επιβάλει στους ξένους τραπεζίτες την αναδιάταξη του χρέους κατά 75% λέγοντας «Πάρτε το, ή αφήστε το».
Από τις πολλές ιδιωτικοποιήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί από τον Κάρλος Μένεμ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, τα Βρετανικά οικονομικά συμφέροντα και οι σύμμαχοί τους είχαν πάρει τις ευκολίες τους στην Αργεντινή και αλλού στη Νότια Αμερική, αγοράζοντας κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας σε σπασμένες τιμές. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η YPF, που ιδρύθηκε το 1922, πρώτη εταιρεία πετρελαιοειδών στην Ιβηρο-Αμερική και ένας από τους πυλώνες της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, ιδιωτικοποιήθηκε το 1993 από τον Μένεμ. Αυτή η πολιτική του των λεηλασιών στους τέσσερεις ορίζοντες οδήγησε τη χώρα σε πτώχευση μια δεκαετία αργότερα.
Όπως το εμπιστεύτηκε ένας πρώην διευθυντής της Repsol σε έναν δημοσιογράφο της Financial Times του Λονδίνου, «το ‘επιχειρηματικό μοντέλο, business model’ βασιζόταν στην ιδέα να έχομε την YPF ως χρυσή αγελάδα, και να επανεπενδύσουμε τα κέρδη σε άλλες περιοχές του κόσμου» . (Αυτό δεν εμπόδισε τη βρετανική εφημερίδα να ουρλιάζει σαν λύκο κατά της απόφασης της Προέδρου Κίρχνερ.)
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Repsol αμέλησε να επενδύσει και να εξερευνήσει για νέα κοιτάσματα, ακόμη και να παράγει επί τόπου, υποχρεώνοντας τη χώρα να εισάγει το 2011, για πρώτη φορά σε 17 χρόνια, όχι λιγότερο από 9 δισεκατομμύρια δολάρια πετρελαίου. Και όμως, η Αργεντινή διαθέτει άφθονες πηγές πετρελαίου, που θα μπορούσαν εύκολα να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο των υψηλών τιμών στις παγκόσμιες αγορές. Τον Νοέμβριο του 2011 ένα μεγάλο κοίτασμα πετρελαίου ανακαλύφθηκε στην αργεντινή επαρχία Νεουκέν, σε μια περιοχή που ονομάζεται Vaca Muerta (Νεκρή Αγγελάδα), με συνολική έκταση 30.000 τετ. χλμ.
Όπως το δήλωσε η Κριστίνα Κίρχνερ, «η Αργεντινή θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται, να προχωρήσει μπροστά, και ο καθένας πρέπει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση αυτής της μεγάλης εταιρείας προς όφελος όλων των Αργεντινών».
Δεν άργησε όμως η ισπανική αντίδραση. Ο Υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τον πρέσβη της Αργεντινής στην Μαδρίτη για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της πρώην αποικιακής δύναμης. Όσον αφορά τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, φώναζε σε όποιον ήθελε ότι η «παράνομη» συμπεριφορά της Αργεντινής δεν θα γίνει ανεκτή, πριν από την πτήση του για ένα Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στην Πόλη του Μεξικού και οργανώνονται τα αντίποινα σε άλλες χώρες της Ιβηρο-Αμερικής.
Το βρετανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι η «Διεθνής υπομονή» για την Πρόεδρο της Αργεντινής άρχισε να εξαντλείται, πριν ανακοινωθεί η απαλλοτρίωση, λόγω της άρνησής της «να παίξει με τους κανόνες του παιγνιδιού»». Οι Financial Times προέβλεπαν επίσης όταν οι συνέπειες αυτής της πράξης «θα είναι τεράστιες», επειδή «οι ξένες επενδύσεις θα παραλύσουν (...) και η Αργεντινή θα αντιμετωπίσει την διπλωματική απομόνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού».
Στην πραγματικότητα, η Repsol εξέταζε μια προσφορά εξαγοράς της YPF από μια κινεζική εταιρεία για 15 δισ. δολάρια, χωρίς να είχε ενημερώσει την κυβέρνηση της Αργεντινής.
Ορισμένοι ηγέτες της ΕΕ εξέφρασαν την «απογοήτευση» τους για την απόφαση της Αργεντινής και απειλούν να ανταποκριθούν κατά τρόπο ακόμη αδιευκρίνιστο που θα επιδεικνύει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ισπανία!
Και αυτό ακριβώς τη στιγμή που η ΕΕ βάζει όλη την πίεση πάνω στην τελευταία για ενισχύσει τις τράπεζες της με αντίτιμο μια άνευ προηγουμένου λιτότητα!
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει εξάλλου να ψηφίσει σήμερα ένα ψήφισμα κατά της Μπουένος Άιρες, που παρουσιάζεται ως θέμα της «δικαιακής ασφάλειας των ευρωπαϊκών επενδύσεων εκτός ΕΕ». Τίποτα το λιγότερο!
Τελείως διαφορετική ήταν η αντίδραση της γερμανικής εφημερίδας Sueddeutsche Zeitung, η οποία κυκλοφόρησε την Τετάρτη ένα σχόλιο με τίτλο «Το γενικό συμφέρον παρά το κέρδος», εξηγώντας ότι η απόφαση της «Κριστίνας Κιρχνερ δείχνει ότι δεν πρόκειται για ζήτημα σοσιαλισμού αλλά για την επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας. Η διαφορά που προκύπτει με την Ισπανία είναι τόσο πικρή, επειδή εμφανίζεται στο όριο μεταξύ δύο αντίπαλων συστημάτων. Η φιλελεύθερη συντηρητική κυβέρνηση της Ισπανίας βρίσκεται ακριβώς στο σημείο να παραχωρήσει την οικονομική κυριαρχία της, υπό εξωτερική πίεση, αλλά και λόγω των δικών της πεποιθήσεων».
Το καταστροφικό μοντέλο ιδιωτικοποίησης του Κάρλος Μένεμ, «του καλύτερου μαθητή των Ηνωμένων Πολιτειών, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ» είναι ακριβώς αυτό που κηδεύεται σήμερα από την Κριστίνα Κίρχνερ.
Το άρθρο διευκρινίζει ότι «οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς είναι υπεύθυνοι για αυτό το θλιβερό αποτέλεσμα. Πουθενά αλλού από στη Λατινική Αμερική οι ευκαιρίες τους ήταν τόσο μεγάλες, και πουθενά αλλού κατάφεραν να δημιουργήσουν μια τέτοια κοινωνική ανισορροπία. Τώρα τιμωρούνται».
Η ρητορική διαμαρτυρίας της κυβέρνησης της Μαδρίτης «είναι δυσανάλογη» , καταλήγει ο συγγραφέας γιατί η «Repsol δεν είναι ισπανική πια, η πλειοψηφία των μετοχών της κατέχεται από Μεξικανούς και Γάλλους!».