Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης



Η προδοσία της Δημοκρατίας
Του Πασχου Mανδραβελη
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_14/04/2012_479119
Αν επισκεφθεί κάποιος το Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας στο Βερολίνο θα διαπιστώσει ότι η μαρκίζα αδικεί το περιεχόμενό του.

Στην ουσία πρόκειται για μουσείο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, μιας κι από τον 11ο μ.Χ. αιώνα και μετά ο γερμανικός χώρος είναι το επίκεντρο των εξελίξεων της Γηραιάς Ηπείρου. Από τον Καρλομάγνο, στον Λούθηρο, κι από τους Πρώσους Αυτοκράτορες μέχρι τον Χίτλερ, οτιδήποτε συνέβαινε σ’ αυτόν τον χώρο γινόταν αισθητό σε κάθε γωνιά της Ευρώπης.
Το μουσείο είναι «γερμανικά» τακτοποιημένο σε περιόδους της Ιστορίας. Εχει ένα μικρό χώρο για τις γερμανικές φυλές και τη ρωμαϊκή εισβολή, αλλά το 95% είναι αφιερωμένο στην Ιστορία από τον Καρλομάγνο και μετά. Μόνο στον Μεσοπόλεμο επισκέπτης νιώθει να χάνει το νήμα της Ιστορίας. Ειδικά την περίοδο 1918-1933, την εποχή δηλαδή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εκεί υπάρχουν όλα. Η ήττα και ο εθνικισμός, η οικονομική κρίση και η ελπίδα, κομμουνιστικές κι ακροδεξιές «επαναστάσεις», η έκρηξη του πνεύματος της δημιουργίας, της τέχνης και το φαιό τέλος.
Πολλοί συγκρίνουν τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδος με εκείνη που επικρατούσε κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (χωρίς, φυσικά, την έκρηξη των γραμμάτων και των τεχνών). Η σύγκριση είναι χοντρική: παγκόσμια οικονομική κρίση, φτώχεια και ανεργία, άνοδος των πολιτικών άκρων, υπερίσχυση του ακροδεξιού άκρου, ναζισμός, πόλεμος, καταστροφή κ.λπ. Το ερώτημα σαφές: θα επαναληφθεί η Ιστορία;
Οι κοινωνίες είναι εξαιρετικά σύνθετες και οι διεργασίες τους χαοτικές. Για να φτάσει, επί παραδείγματι, ο ναζισμός στην ακμή του και να απειλήσει όλο τον κόσμο οι Γερμανοί δούλεψαν μεθοδικά και πολύ, ενώ στην Ελλάδα και η μέθοδος και η εργασία είναι ζητούμενα. Δεύτερον: ακόμη κι αν η Ιστορία επαναληφθεί με ακρίβεια, μην μεγαλοπιανόμαστε: η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να απειλήσει τον κόσμο, όπως η ναζιστική Γερμανία· απλώς θα αυτοκαταστραφεί. Ομως, παρά το γεγονός ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται (ή στη χειρότερη των περιπτώσεων θα είναι φάρσα) υπάρχουν πτυχές της Βαϊμάρης που θυμίζουν τη σημερινή κατάσταση.
Σημάδια παρακμής
Στο λεπτομερές βιβλίο του «Βαϊμάρη. Η ανάπηρη Δημοκρατία» ο Χάινριχ Βίνκλερ αναφέρει μερικά περιστατικά της παρακμής της Δημοκρατίας (1928-1932) που μπορεί να θυμίζουν τα ελληνικά πράγματα. «Πριν από τις εκλογές για το Ράιχσταγκ (του 1930) προηγήθηκαν κάποιες προσπάθειες συσπείρωσης των αστικών δυνάμεων χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία... Στην Αριστερά, δεν είχε αλλάξει τίποτε όσον αφορά τις διάφορες οργανώσεις. Η μοναδική καινοτομία ήταν ο φλογερός εθνικισμός τον οποίο επιδείκνυε εσχάτως το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Στην “προγραμματική του διακήρυξη για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση του γερμανικού λαού” της 24ης Αυγούστου, διακήρυττε ότι οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας “δεν ήταν μόνο τσιράκια της γερμανικής μπουρζουαζίας, αλλά συγχρόνως αυτόκλητοι πράκτορες του γαλλικού και πολωνικού ιμπεριαλισμού. Ολες οι ενέργειες της προδότριας, διεφθαρμένης σοσιαλδημοκρατίας αποτελούν μια διαρκή εσχάτη προδοσία εναντίον των ζωτικών συμφερόντων του εργαζόμενου γερμανικού λαού”.
»Στις εκλογές για το Ράιχσταγκ, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1930, συμμετείχε το 82% των Γερμανών εκλογέων - ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής από το 1920 και μετά. Το πιο αξιοπρόσεκτο, βεβαίως, ήταν η επιτυχία των εθνικοσοσιαλιστών. Από τις 800.000 ψήφους που είχαν λάβει τον Μάιο του 1928, εκτοξεύθηκαν στα 6,4 εκατομμύρια, ήτοι από το 2,6% στο 18,3% και από τους 12 βουλευτές στους 107. Σημαντικά, αλλά σε μικρότερο βαθμό ήταν και τα κέρδη των κομμουνιστών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας ανέβηκε από το 10,6% στο 13,1% και από τις 54 στις 77 έδρες. Ολα τα υπόλοιπα κόμματα βγήκαν χαμένα...».
«Η εκπροσώπηση των ελεύθερων επαγγελματιών, των αγροτών, των δημοσίων υπαλλήλων, και των συνταξιούχων στις τάξεις των ψηφοφόρων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ήταν υψηλότερη σε σχέση με το ποσοστό συμμετοχής τους στον ενεργό πληθυσμό. Τέλος, οι άνεργοι (ο επίσημος αριθμός τον Σεπτέμβριο του 1930 έφτανε τα 3 εκατομμύρια), είχαν συμβάλει ελάχιστα στην αύξηση των ψήφων των εθνικοσοσιαλιστών. Οι άνεργοι εργάτες είχαν προτιμήσει να δώσουν την ψήφο τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ερνστ Τέλμαν και όχι στον Αδόλφο Χίτλερ. Η γοητεία που ασκούσε ο εθνικοσοσιαλισμός στα μεσαία στρώματα ήταν τόσο καταφανής, που την άνοιξη του 1930 ο σοσιαλδημοκράτης Theodor Geiger χαρακτήρισε την επιτυχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ως έκφραση “πανικού της μεσαίας τάξης”. Η διαπίστωση ήταν ακριβής, όμως εξηγούσε μόνο μια πλευρά του φαινομένου... Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα είχε κατορθώσει να διεισδύσει στην εργατική τάξη...».
Ναζιστική προπαγάνδα
Γι’ αυτήν τη διείσδυση, βέβαια, βοήθησε πολύ και η προπαγάνδα των Ναζί. Χαρακτηριστική είναι η ανοιχτή επιστολή του Γιόσεφ Γκέμπελς που ξεκινούσε: «Αγαπητέ φίλε της Αριστεράς». Σ’ αυτό το κείμενο του 1925, ο «μάγος της επικοινωνίας» ανέφερε σε πρώτο πρόσωπο: «Εχεις αντιληφθεί καθαρά ποιο είναι το όλο ζήτημα. Συμφωνούμε πάνω στα αίτια. Κανείς έντιμα σκεπτόμενος άνθρωπος σήμερα δεν θα αρνιόταν το δίκιο των εργατικών κινημάτων. Αυτό που έχει σημασία είναι η πραγματοποίηση και η διατύπωση του τελικού σκοπού αυτών των κινημάτων... Το να μιλάμε για ηρεμία σήμερα σημαίνει να κάνουμε κατοικία μας το κοιμητήριο· το να είμαστε ειρηνικοί κάτω από αυτή την κυβέρνηση σημαίνει να γίνουμε πασιφιστές και άνανδροι. Εσύ κι εγώ γνωρίζουμε ότι μια κυβέρνηση, ένα ψευδολόγο σύστημα που χαρακτηρίζεται από βαθύτερη, ενδόμυχη ψευτιά, θα ανατραπεί...».
Βεβαίως, η προπαγάνδα δεν αρκεί· πρέπει να βρει εύφορο έδαφος να βλαστήσουν τα άνθη του κακού. Το έδαφος όμως υπήρχε: η δημαγωγία του Χίτλερ, γράφει ο Χάινριχ Βίνκλερ, μπορούσε να βασιστεί «στη γενικευμένη δυσφορία απέναντι στη δυτική και επομένως “μη γερμανική” κοινοβουλευτική δημοκρατία». Η δημοκρατία ήταν πρωτόγνωρη στη Γερμανία· είχε ζωή μερικών μόνο ετών και όπως έγραψε ο Χάινριχ Μαν «ήταν απλώς μια διέξοδος μετά την ήττα του 1918, όχι ένας τελικός σκοπός... Η Γερμανική δημοκρατία απλώς ιδρύθηκε ανέμελα σαν να μην υπήρχε στη Γερμανία ούτε ένας που να αμφισβητούσε την δημοκρατική εξουσία της πλειοψηφίας». Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις εκλογές τον Ιούνιο του 1932. Οπως έγραψε τότε ο συνταγματολόγος Γιόχαν Χένκελ «η Γερμανία βρισκόταν σε κατάσταση συνταγματικής παράλυσης. Από τη στιγμή που το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα, τα δύο κόμματα που στρεφόταν ανοιχτά κατά του Συντάγματος, συγκέντρωναν την πλειοψηφία των εδρών, το Ράιχσταγκ δεν ήταν πλέον σε θέση να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως όργανο μιας συνταγματικής κυβέρνησης». Τα υπόλοιπα είναι (αιματηρή για όλο τον κόσμο) Ιστορία...
Το «κούρεμα» και η κατάρρευση
Η σχέση της οικονομικής κρίσης με την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αναλύθηκε επαρκώς. Είναι τεκμηριωμένη η σχέση μεταξύ ανέχειας του πληθυσμού και προσφυγής του στα άκρα· όπου στο τέλος κερδίζουν οι ακροδεξιοί. Αυτό όμως που παραμένει θρύλος είναι η βοήθεια της αστικής τάξης για την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι βιομήχανοι και μεγαλοκτηματίες έστειλαν το 1932 επιστολή στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Χίντεμπουργκ, ζητώντας του να αναθέσει την καγκελαρία στον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος είχε (όπως θα λέγαμε και για τα ελληνικά πράγματα) τη δεδηλωμένη. Ομως, ήταν περισσότεροι οι βιομήχανοι που δεν την υπέγραψαν. Η άνοδος και η κυριαρχία τελικώς των ναζί ευνοήθηκε από την κούραση των συντηρητικών (μικροαστοί και μεγαλοαστοί) από τα αδιέξοδα που δημιουργούσαν η οικονομική κρίση, η πολιτική ρευστότητα και η βία. Το 1930, οπότε οι ναζί κάνουν το μεγάλο άλμα στις εκλογές, δεν ήταν από οικονομική άποψη λιγότερο δύσκολο από το 1922. Απλώς οι πολίτες είχαν βαρεθεί να ζουν μαζί με την κρίση και την ανομία. Ετσι έδωσαν τα ηνία της χώρας σε κάποιον που ήταν μεν αντιδημοκρατικός, αλλά έδειχνε αρκετά νταής να ξαναφέρει την «κανονικότητα» του βίου.
Το αστείο είναι ότι, λίγο πριν από την κατάρρευσή της, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε κατορθώσει να «κουρέψει» τις βαριές υποχρεώσεις της, που προέκυπταν από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Ηταν οι υποχρεώσεις που γονάτιζαν τη γερμανική οικονομία. Οπως γράφει ο Χάινριχ Βίνκλερ τον Ιούνιο του 1932, ο τότε καγκελάριος Φον Πάπεν «έδρεψε τους καρπούς της σθεναρής πολιτικής που είχαν ασκήσει οι προκάτοχοί του... η Γερμανία θα κατέβαλλε μια τελευταία δόση που δεν θα υπερέβαινε τα τρία δισ. μάρκα, σε διάστημα όχι μικρότερο των τριών ετών και μάλιστα με τη μορφή ομολόγων μεγαλύτερης διάρκειας, και με την προϋπόθεση ότι εν τω μεταξύ... θα είχε επανακτήσει την οικονομική της σταθερότητα... Ηταν σχεδόν βέβαιο ότι, όταν η Γερμανία θα αποπλήρωνε αυτό το –κατά μάλλον ή ήττον συμβολικό– ποσό, δεν θα ήταν αναγκασμένη να πληρώσει ποτέ ξανά επανορθώσεις. Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχία, την οποία χαιρέτισαν μόνο οι σοσιαλδημοκράτες και ο φιλελεύθερος Τύπος, δεν επέδρασε κατευναστικά στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ο προεκλογικός αγώνας το καλοκαίρι του 1932 ήταν ο πιο αιματηρός που είχε γνωρίσει η Γερμανία. Οι περισσότερες επιθέσεις έγιναν από τους κομμουνιστές και τους εθνικοσοσιαλιστές... Από τους 86 νεκρούς του Ιουλίου, οι 38 ήταν εθνικοσοσιαλιστές και οι 30 κομμουνιστές».