Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον Αλέκο Παναγούλη



Παναγούλης, ο πρωταγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα
Του Νίκου Xρυσολωρα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_22/04/2012_479753)
Όταν εκδηλώθηκε η «επανάσταση», ο Αλέκος Παναγούλης, γιος και αδελφός αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, υπηρετούσε τη θητεία του στη Βέροια. Ξαφνικά, άρχισε να παριστάνει τον παράφρονα.
«Γιατί δεν κάθεσαι Παναγούλη;» τον ρωτούσαν οι ανώτεροί του. «Γιατί είμαι ο Ακάθιστος Υμνος» απαντούσε. Μετήχθη στη Θεσσαλονίκη για ψυχιατρική εξέταση, όπου «επείσθη» τελικά να καθήσει. Κατά την επιστροφή του στη μονάδα του λιποτάκτησε, αδίκημα που λόγω της ισχύος του στρατιωτικού νόμου ετιμωρείτο με θάνατο. Γνωστός για τους δημοκρατικούς του αγώνες πριν από τη δικτατορία, δραπέτευσε κυνηγημένος για την Κύπρο και στη συνέχεια, με τη βοήθεια της κυβέρνησης Μακαρίου, κατάφερε να διαφύγει στην Ευρώπη. Οταν επέστρεψε -κρυφά φυσικά- στην Ελλάδα οργάνωσε με τους συντρόφους του απόπειρα δολοφονίας του επικεφαλής της χούντας, Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Ο Παναγούλης, ακολουθώντας το κλασικό παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, θεωρούσε ότι ο «αποκεφαλισμός» του καθεστώτος πριν προλάβει να εδραιώσει την κυριαρχία του θα οδηγούσε στην κατάρρευσή του. Στις 13 Αυγούστου 1968 έστησε ενέδρα με εκρηκτικό μηχανισμό στο 31ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Αθηνών - Σουνίου (Βάρκιζα), περιμένοντας την αυτοκινητοπομπή του Παπαδόπουλου. Για τεχνικούς λόγους όμως, η έκρηξη δεν σκοτώνει τον δικτάτορα. Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται επί τόπου και η ενέργειά του αποδοκιμάζεται από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο της εποχής, εκτός του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος την επικροτεί (παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν και παρέμειναν τεταμένες, αν όχι ψυχρές).
Συγκλονιστική απολογία
Μετά από πολυήμερους εφιαλτικούς βασανισμούς στο Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΑΤ/ΕΣΑ), ο Παναγούλης οδηγήθηκε σε δίκη. Η απολογία του συγκλόνισε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, καθώς οι ανταποκριτές των ξένων μέσων ενημέρωσης στην Αθήνα δεν υπόκειντο σε λογοκρισία. Στην αρχή της διαδικασίας, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε τον «στρατιώτη Παναγούλη Αλέξανδρο» να δηλώσει αν δέχεται ή αρνείται την ενοχή του, εκείνος πέταξε τον μπερέ που βιαίως του είχαν φορέσει οι βασανιστές του και απάντησε ότι αρνείται να υπηρετεί τον στρατό που πρόδωσε την πατρίδα. Από κατηγορούμενος, μετατράπηκε σε κατήγορο. Δικαιολόγησε την απόπειρα τυραννοκτονίας ως εξής: «Πιστεύω στον διάλογο και τη δημοκρατική αντιπαράθεση των ιδεών. Πιστεύω στην ειρηνική επίλυση των πολιτικών διαφορών. Και όταν υπάρχει έστω και η ελάχιστη δυνατότητα ειρηνικής διεξόδου... τότε η βία είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι... όταν μια κατάσταση ανερχόμενη διά της βίας εδραιώνεται, όταν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης αυτής της κατάστασης αποδεικνύεται περιττή, διά της βίας επιδιώκεται η ανατροπή της». Γνωρίζοντας ότι θα καταδικαστεί, προκάλεσε ρίγη στο ακροατήριο με τη δήλωση πως «το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας τυραννίας και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Καταδικάστηκε τελικά «δις εις θάνατον», αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε ποτέ, λόγω των πιέσεων που δέχθηκε ο Παπαδόπουλος από σύσσωμη τη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρωτοφανές και ανεπανάληπτο για πολιτικό κρατούμενο γεγονός ότι κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα για να τον σώσουν προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο καγκελάριος της Γερμανίας, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο γ.γ. του ΟΗΕ και ο Πάπας της Ρώμης καταδεικνύει ότι ο Παναγούλης πέτυχε τον στόχο του να στρέψει τα βλέμματα του κόσμου στο ελληνικό δράμα. Ο ίδιος πάντως οδηγήθηκε στη φυλακή και υπέστη τρεις φορές το μαρτύριο της εικονικής εκτέλεσης. Την τρίτη φορά είπε στους βασανιστές του ότι «στερούνται ανδρικών αδένων για να τον εκτελέσουν».
Τα μαρτύρια που υπέστη ξεπερνούν και την πλέον διεστραμμένη φαντασία: «μαστιγώσεις με καλώδια και συρματόσκοινα σε όλο το κορμί - χτυπήματα με κλομπ στα πέλματα των ποδιών - χτυπήματα με σίδερα στο στήθος και τα πλευρά - εγκαύματα με τσιγάρο στα χέρια και τα γεννητικά όργανα - πέρασμα βελόνας από ευάγωγο μέταλλο στην ουρήθρα και θέρμανσή του με αναπτήρα - απόφραξη των αναπνευστικών οδών μέχρι ασφυξίας - χτυπήματα του κεφαλιού στους τοίχους και το πάτωμα - στέρηση ύπνου». Ποτέ δεν κατονόμασε τους συντρόφους του όμως, ούτε και ζήτησε χάρη ή επιείκεια. Αποπειράθηκε να δραπετεύσει τρεις φορές. Την πρώτη φορά προδόθηκε, τις άλλες δύο απέτυχε και συνελήφθησαν συναγωνιστές του που τον βοήθησαν. Πέρασε 4,5 χρόνια «εντοιχισμένος» σε ειδικό κελί στην απομόνωση, επιχειρώντας 25 απεργίες πείνας προκειμένου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του ως κρατούμενος. Στη διάρκεια του εγκλεισμού του έγραψε, συχνά με το ίδιο του το αίμα, ποιήματα πολιτικού χαρακτήρα, τα οποία -με μυθιστορηματικές συνθήκες- διοχετεύθηκαν στο εξωτερικό, μελοποιήθηκαν από τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκαν αργότερα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973). Με τη μεταπολίτευση, εξελέγη βουλευτής της Ενωσης Κέντρου. Σκοτώθηκε δύο χρόνια αργότερα σε αυτοκινητικό δυστύχημα, για τις συνθήκες του οποίου έχουν διατυπωθεί πολλά ερωτήματα.
Ο Παναγούλης υπήρξε χωρίς αμφιβολία η κορυφαία μορφή της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Η δράση του, καθώς και της οικογένειας (αντιστασιακοί ήταν και τα αδέλφια του) και των συναγωνιστών του, έστρεψε την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας και τα πάθη του αποκάλυψαν την αληθινή φύση του δικτατορικού καθεστώτος.
Στις μέρες μας, όπου λέξεις όπως «αγωνιστής» και «αντίσταση» χρησιμοποιούνται για τους πλέον ευτελείς σκοπούς, τα έργα και οι ημέρες του Παναγούλη εκθέτουν και γελοιοποιούν τους δήθεν και εκ του ασφαλούς «επαναστάτες». Αλλωστε, το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο ήταν ότι ο Παναγούλης δεν ήταν ιδεαλιστής, αλλά ρεαλιστής και πολιτικά μετριοπαθής (ιδεολογικά τοποθετούνταν στον λεγόμενο «μεσαίο χώρο»). Ολες οι πράξεις του ήταν προσεκτικά μελετημένες ώστε να συμβάλουν στην κατεύθυνση ενός και μόνο στόχου: την πτώση της δικτατορίας. Εφυγε πριν προλάβει να φθαρεί ως σύμβολο, γνωρίζοντας τουλάχιστον ότι οι αγώνες του απέδωσαν καρπούς.