Ο ακήρυκτος πόλεμος κατά του Ιράν
Παρά τις διαφοροποιήσεις Ομπάμα έναντι του Νετανιάχου, η δυναμική της σύγκρουσης για το πυρηνικό πρόγραμμα ενισχύεται
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_11/03/2012_475490)
Αν στόχος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, ήταν να πάρει το «πράσινο φως» για στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν, τότε η αποστολή του πρέπει να θεωρηθεί αποτυχημένη.
Παρότι ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν υποχρεωμένος να υπολογίσει τον παράγοντα του ισραηλινού λόμπι ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, ζήτησε από τον Νετανιάχου να χαμηλώσει τους τόνους και να δώσει στη διπλωματία την ευκαιρία που χρειάζεται για την ειρηνική επίλυση του προβλήματος σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Πρόκειται, άραγε, για πραγματική ασυμφωνία, για το γνωστό παιχνίδι του καλού και του κακού αστυνομικού ή μήπως για κάτι περισσότερο επικίνδυνο;
Τα επιχειρήματα
Γεγονός είναι ότι η λογική που ανέπτυξε ο Αμερικανός πρόεδρος ακούγεται ισχυρή: Το Ιράν δεν έχει αποφασίσει (ακόμη;) να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα και απέχει αρκετά ακόμη και από την κατάκτηση της απαιτούμενης τεχνογνωσίας. Οι οικονομικές κυρώσεις μόλις άρχισαν να «δαγκώνουν» και θα ασκήσουν πολύ μεγαλύτερη πίεση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012, όταν λήξουν οι ισχύουσες πετρελαϊκές συμβάσεις με την Ευρώπη.
Επιπλέον, οι εξελίξεις στη Συρία δημιουργούν δυνατότητες ανατροπής του καθεστώτος Ασαντ, του κυριότερου συμμάχου του Ιράν, που του εξασφαλίζει τις απαραίτητες διόδους προς τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ και την παλαιστινιακή Χαμάς. Αντίθετα, ενδεχόμενη ισραηλινή επίθεση, πέραν των στρατιωτικών αβεβαιοτήτων, θα βγάλει το Ιράν από την απομόνωση, θα προκαλέσει οργή εναντίον των ΗΠΑ στον μουσουλμανικό κόσμο και θα αποξενώσει τη Δύση από την αντιφατική «Αραβική Ανοιξη». Ακόμη και οι απειλές πολέμου που εκτοξεύονται καθημερινά από το Ισραήλ λειτουργούν προς όφελος του Ιράν, καθώς εκτινάσσουν στα ύψη τις τιμές του πετρελαίου.
Θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι ο Ομπάμα επιδιώκει όντως να αποφύγει μια στρατιωτική περιπέτεια στο Ιράν, τουλάχιστον μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς δεν έχει λόγο να περιπλέξει μια εκλογική μάχη, την οποία με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται απίθανο να χάσει. Ωστόσο, κάθε μέρα που περνάει, η δυναμική προς τη σύγκρουση φαίνεται να ενισχύεται. Για πρώτη φορά, ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας δήλωσε σαφώς ότι, αν αποτύχει η διπλωματία, οι ΗΠΑ θα προσφύγουν στη στρατιωτική βία κατά του Ιράν. Στον αμερικανικό Τύπο και στα επιτελεία της Ουάσιγκτον, οι φωνές υπέρ του προληπτικού πλήγματος ακούγονται πιο δυνατά, με επιχειρήματα που παραπέμπουν ευθέως στην προ του πολέμου κατά του Ιράκ περίοδο - όπλα μαζικής καταστροφής, τρομοκρατία κ.λπ. Δεν αποκλείεται, βέβαια, όλα αυτά να αποτελούν απλώς μορφές ψυχολογικού πολέμου με στόχο να συρθεί σε υποχωρήσεις η Τεχεράνη. Οπως δεν αποκλείεται να πρόκειται για τη σταδιακή εξοικείωση της κοινής γνώμης με την ιδέα ότι η στρατιωτική επιλογή θα γίνει, τελικά, «αναπόφευκτη».
Ηδη, ΗΠΑ και Ισραήλ, παρά τις πραγματικές ή υποθετικές αποκλίσεις τους, διεξάγουν έναν πολυμέτωπο πόλεμο χαμηλής έντασης εναντίον του Ιράν. Οι οικονομικές κυρώσεις -απαγόρευση πώλησης πετρελαίου, με αποτέλεσμα να στερείται το ιρανικό κράτος το 50% των εσόδων του, αποκλεισμός των ιρανικών τραπεζών από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα- απειλούν να αποδιοργανώσουν την ιρανική οικονομία. Παράλληλα, εντείνεται ο υπόγειος πόλεμος μυστικών υπηρεσιών εναντίον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, με αλλεπάλληλες δολοφονίες Ιρανών επιστημόνων (πράξεις ωμής, κρατικής τρομοκρατίας), σαμποτάζ σε στρατιωτικές βάσεις και πειρατικές επιθέσεις στο Διαδίκτυο (όπως με τον ιό Stuxnet, το 2010).
Αξιόπιστες πληροφορίες του δημοσιογράφου Αλέν Γκρες στη γαλλική Le Monde Diplomatique αναφέρουν ότι εχθρικές μυστικές υπηρεσίες ενισχύουν αποσχιστικά κινήματα στην περιοχή του Βαλουχιστάν (προς τα σύνορα με το Πακιστάν), στο αραβόφωνο Κουζεστάν, στο ιρανικό Κουρδιστάν, ακόμη και στις περιοχές των Αζέρων. Στο μεταξύ, μη επανδρωμένα κατασκοπευτικά αεροπλάνα των ΗΠΑ πετούν πάνω από τον ιρανικό εναέριο χώρο, αεροπλανοφόρα εναλλάσσονται στον Περσικό Κόλπο και το Πεντάγωνο πουλάει στο Ισραήλ 55 υπερβόμβες GBU-28, ικανές να διαλύσουν υπόγειες στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Πολιορκημένο φρούριο
«Μια επίθεση κατά του Ιράν θα αποτελούσε πράξη εγκληματικής ανοησίας», έγραφε πρόσφατα ο αναλυτής του βρετανικού Guardian Σέιμους Μάιλν. Πραγματικά, ανεξάρτητα από την εμπρηστική ρητορική του εναντίον του Ισραήλ, το ιρανικό καθεστώς δεν αποτελεί στρατιωτική απειλή για κανέναν ούτε καν για τους γείτονές του. Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας ανέρχεται σε 45 δισ. δολάρια, ενώ του Ιράν σε εννέα, ποσό μόλις διπλάσιο από το αντίστοιχο του μικροσκοπικού Κουβέιτ. Περικυκλωμένο από αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στον Κόλπο, το Ιράν γνωρίζει καλά πως οποιοσδήποτε τυχοδιωκτισμός του θα το μετέφερε σε χρόνο μηδέν στη λίθινη εποχή. Ακόμη και αν επιδιώξει να αποκτήσει την τεχνογνωσία για την κατασκευή ατομικής βόμβας (κάτι που δεν απαγορεύεται από καμία διεθνή συνθήκη), θα το κάνει υπό το σύνδρομο του πολιορκημένου φρουρίου, που αναζητεί ύστατο μέσο άμυνας, κατά το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
«Η μόνη διέξοδος από τον φαύλο κύκλο είναι να αντιληφθεί ο (ανώτατος ηγέτης του Ιράν) Χαμενεΐ ότι ο Ομπάμα δεν επιδιώκει να τον ανατρέψει, ότι πίσω από την πόρτα της διαπραγμάτευσης ανοίγει ο δρόμος για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και όχι ο διάδρομος προς το ικρίωμα», σημειώνει στους New York Times ο Μάρτιν Ιντικ και συμπληρώνει: «Δυστυχώς, η δυναμική της συγκυρίας μοιάζει να καθιστά τη σύγκρουση αναπόφευκτη. Παρακολουθούμε ένα παίγνιο μαθηματικής λογικής με τρεις πρωταγωνιστές, όπου Χαμενεΐ, Νετανιάχου, ακόμη και ο Ομπάμα, υπολογίζουν ότι η υποχώρηση είναι περισσότερο επικίνδυνη για την πολιτική και βιολογική τους επιβίωση από τη σύγκρουση».
Το Ισραήλ και ο κίνδυνος ενός «πυρηνικού ντόμινο»
«Το ερώτημα (περί πιθανότητας πολέμου) με ενοχλεί γιατί είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πώς μια χώρα σαν το Ισραήλ, που διαθέτει ατομικό οπλοστάσιο (από 100 έως 300 πυρηνικές κεφαλές), μπορεί να οικειοποιηθεί το δικαίωμα να επιτεθεί σε μια άλλη χώρα σαν το Ιράν, που έχει υπογράψει τη συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων, επειδή υποπτεύεται ότι έχει την πρόθεση να δώσει στρατιωτική διάσταση στο πυρηνικό της πρόγραμμα».
Την εύλογη αυτή απορία εξέφρασε με σχετικά πρόσφατο άρθρο του στη γαλλική Le Monde ο Τιερί Κοβίλ, στέλεχος του ινστιτούτου στρατηγικών μελετών IRIS. Μιλώντας την περασμένη Δευτέρα ενώπιον της κυριότερης οργάνωσης του ισραηλινού λόμπι, της AIPAC, ο Μπαράκ Ομπάμα επικαλέσθηκε τον κίνδυνο ενός «πυρηνικού ντόμινο» στην πιο εύφλεκτη περιοχή του κόσμου, καθώς το ιρανικό ατομικό πρόγραμμα απειλεί να οδηγήσει στην ίδια κατεύθυνση χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία ή και η Αίγυπτος. Ωστόσο, απέφυγε και αυτός να μιλήσει για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», το ήδη υπάρχον πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ, και να απαντήσει στην εύλογη πρόταση των Αράβων (την οποία αποδέχεται η Τεχεράνη) για μια περιφερειακή συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων σε όλη τη Μέση Ανατολή.
Φαίνεται, όμως, ότι η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών, που ακολουθεί παραδοσιακά η Ουάσιγκτον, τίθεται για πρώτη φορά υπό αμφισβήτηση από την αμερικανική κοινή γνώμη, που αρχίζει να παίρνει αποστάσεις από την πολιτική του Ισραήλ. Σύμφωνα με τη Washington Post, πρόσφατη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Pew εμφανίζει ποσοστό άνω του 50% των Αμερικανών να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας της χώρας τους σε περίπτωση πολέμου Ιράν - Ισραήλ, ενώ μόνο το 40% τάσσεται υπέρ της συμπαράταξης με το Ισραήλ – τάση που θα ήταν αδιανόητη μέχρι πρότινος στην Αμερική.
Επιμονή Νετανιάχου
Ολα αυτά δεν φαίνεται να κάμπτουν, πάντως, τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις ΗΠΑ τόνισε κάμποσες φορές ότι δεν πρόκειται να αφήσει την επιβίωση της χώρας του στα χέρια οποιουδήποτε άλλου, ακόμη και αν αυτός ο άλλος είναι η Αμερική. Γόνος φανατικού σιωνιστή –ο οποίος μάλιστα διετέλεσε γραμματέας του σκληροπυρηνικού θεωρητικού του σιωνισμού Ζέεβ Ζαμποτίνσκι– και αδελφός διοικητή των Ισραηλινών κομάντος που σκοτώθηκε στην παράτολμη επιδρομή του Εντεμπε, το 1976, ο Νετανιάχου είχε δηλώσει ήδη προτού ανέβει στην εξουσία ότι «το μέλλον του Ισραήλ θα κριθεί όχι στο Παλαιστινιακό, αλλά στο Ιρανικό».
Πάντως, παρά την υποτιθέμενη «ψυχρότητα» στις συναντήσεις του με τον Μπαράκ Ομπάμα, ο Νετανιάχου σημείωσε μια σοβαρή επιτυχία, που υποτιμήθηκε ως μη ώφειλε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης: Για πρώτη φορά, εδώ και κάμποσες δεκαετίες, ένας Αμερικανός πρόεδρος έκανε δηλώσεις έχοντας στο πλευρό του τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, χωρίς να αφιερώσει λέξη για παλαιστινιακό κράτος, για τα σύνορα του 1967 και για το θέμα των εποικισμών. Μπορεί ο Νετανιάχου να μην εξασφάλισε, για την ώρα, λευκή επιταγή της Ουάσιγκτον για το θέμα του Ιράν, που μονοπώλησε τη διεθνή δημοσιότητα, την εξασφάλισε όμως για την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων, που συνεχίζουν τη μοναχική τους διαδρομή στην Οδό του Μαρτυρίου.
Παρά τις διαφοροποιήσεις Ομπάμα έναντι του Νετανιάχου, η δυναμική της σύγκρουσης για το πυρηνικό πρόγραμμα ενισχύεται
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_11/03/2012_475490)
Αν στόχος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, ήταν να πάρει το «πράσινο φως» για στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν, τότε η αποστολή του πρέπει να θεωρηθεί αποτυχημένη.
Παρότι ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν υποχρεωμένος να υπολογίσει τον παράγοντα του ισραηλινού λόμπι ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, ζήτησε από τον Νετανιάχου να χαμηλώσει τους τόνους και να δώσει στη διπλωματία την ευκαιρία που χρειάζεται για την ειρηνική επίλυση του προβλήματος σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Πρόκειται, άραγε, για πραγματική ασυμφωνία, για το γνωστό παιχνίδι του καλού και του κακού αστυνομικού ή μήπως για κάτι περισσότερο επικίνδυνο;
Τα επιχειρήματα
Γεγονός είναι ότι η λογική που ανέπτυξε ο Αμερικανός πρόεδρος ακούγεται ισχυρή: Το Ιράν δεν έχει αποφασίσει (ακόμη;) να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα και απέχει αρκετά ακόμη και από την κατάκτηση της απαιτούμενης τεχνογνωσίας. Οι οικονομικές κυρώσεις μόλις άρχισαν να «δαγκώνουν» και θα ασκήσουν πολύ μεγαλύτερη πίεση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012, όταν λήξουν οι ισχύουσες πετρελαϊκές συμβάσεις με την Ευρώπη.
Επιπλέον, οι εξελίξεις στη Συρία δημιουργούν δυνατότητες ανατροπής του καθεστώτος Ασαντ, του κυριότερου συμμάχου του Ιράν, που του εξασφαλίζει τις απαραίτητες διόδους προς τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ και την παλαιστινιακή Χαμάς. Αντίθετα, ενδεχόμενη ισραηλινή επίθεση, πέραν των στρατιωτικών αβεβαιοτήτων, θα βγάλει το Ιράν από την απομόνωση, θα προκαλέσει οργή εναντίον των ΗΠΑ στον μουσουλμανικό κόσμο και θα αποξενώσει τη Δύση από την αντιφατική «Αραβική Ανοιξη». Ακόμη και οι απειλές πολέμου που εκτοξεύονται καθημερινά από το Ισραήλ λειτουργούν προς όφελος του Ιράν, καθώς εκτινάσσουν στα ύψη τις τιμές του πετρελαίου.
Θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι ο Ομπάμα επιδιώκει όντως να αποφύγει μια στρατιωτική περιπέτεια στο Ιράν, τουλάχιστον μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς δεν έχει λόγο να περιπλέξει μια εκλογική μάχη, την οποία με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται απίθανο να χάσει. Ωστόσο, κάθε μέρα που περνάει, η δυναμική προς τη σύγκρουση φαίνεται να ενισχύεται. Για πρώτη φορά, ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας δήλωσε σαφώς ότι, αν αποτύχει η διπλωματία, οι ΗΠΑ θα προσφύγουν στη στρατιωτική βία κατά του Ιράν. Στον αμερικανικό Τύπο και στα επιτελεία της Ουάσιγκτον, οι φωνές υπέρ του προληπτικού πλήγματος ακούγονται πιο δυνατά, με επιχειρήματα που παραπέμπουν ευθέως στην προ του πολέμου κατά του Ιράκ περίοδο - όπλα μαζικής καταστροφής, τρομοκρατία κ.λπ. Δεν αποκλείεται, βέβαια, όλα αυτά να αποτελούν απλώς μορφές ψυχολογικού πολέμου με στόχο να συρθεί σε υποχωρήσεις η Τεχεράνη. Οπως δεν αποκλείεται να πρόκειται για τη σταδιακή εξοικείωση της κοινής γνώμης με την ιδέα ότι η στρατιωτική επιλογή θα γίνει, τελικά, «αναπόφευκτη».
Ηδη, ΗΠΑ και Ισραήλ, παρά τις πραγματικές ή υποθετικές αποκλίσεις τους, διεξάγουν έναν πολυμέτωπο πόλεμο χαμηλής έντασης εναντίον του Ιράν. Οι οικονομικές κυρώσεις -απαγόρευση πώλησης πετρελαίου, με αποτέλεσμα να στερείται το ιρανικό κράτος το 50% των εσόδων του, αποκλεισμός των ιρανικών τραπεζών από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα- απειλούν να αποδιοργανώσουν την ιρανική οικονομία. Παράλληλα, εντείνεται ο υπόγειος πόλεμος μυστικών υπηρεσιών εναντίον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, με αλλεπάλληλες δολοφονίες Ιρανών επιστημόνων (πράξεις ωμής, κρατικής τρομοκρατίας), σαμποτάζ σε στρατιωτικές βάσεις και πειρατικές επιθέσεις στο Διαδίκτυο (όπως με τον ιό Stuxnet, το 2010).
Αξιόπιστες πληροφορίες του δημοσιογράφου Αλέν Γκρες στη γαλλική Le Monde Diplomatique αναφέρουν ότι εχθρικές μυστικές υπηρεσίες ενισχύουν αποσχιστικά κινήματα στην περιοχή του Βαλουχιστάν (προς τα σύνορα με το Πακιστάν), στο αραβόφωνο Κουζεστάν, στο ιρανικό Κουρδιστάν, ακόμη και στις περιοχές των Αζέρων. Στο μεταξύ, μη επανδρωμένα κατασκοπευτικά αεροπλάνα των ΗΠΑ πετούν πάνω από τον ιρανικό εναέριο χώρο, αεροπλανοφόρα εναλλάσσονται στον Περσικό Κόλπο και το Πεντάγωνο πουλάει στο Ισραήλ 55 υπερβόμβες GBU-28, ικανές να διαλύσουν υπόγειες στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Πολιορκημένο φρούριο
«Μια επίθεση κατά του Ιράν θα αποτελούσε πράξη εγκληματικής ανοησίας», έγραφε πρόσφατα ο αναλυτής του βρετανικού Guardian Σέιμους Μάιλν. Πραγματικά, ανεξάρτητα από την εμπρηστική ρητορική του εναντίον του Ισραήλ, το ιρανικό καθεστώς δεν αποτελεί στρατιωτική απειλή για κανέναν ούτε καν για τους γείτονές του. Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας ανέρχεται σε 45 δισ. δολάρια, ενώ του Ιράν σε εννέα, ποσό μόλις διπλάσιο από το αντίστοιχο του μικροσκοπικού Κουβέιτ. Περικυκλωμένο από αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στον Κόλπο, το Ιράν γνωρίζει καλά πως οποιοσδήποτε τυχοδιωκτισμός του θα το μετέφερε σε χρόνο μηδέν στη λίθινη εποχή. Ακόμη και αν επιδιώξει να αποκτήσει την τεχνογνωσία για την κατασκευή ατομικής βόμβας (κάτι που δεν απαγορεύεται από καμία διεθνή συνθήκη), θα το κάνει υπό το σύνδρομο του πολιορκημένου φρουρίου, που αναζητεί ύστατο μέσο άμυνας, κατά το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
«Η μόνη διέξοδος από τον φαύλο κύκλο είναι να αντιληφθεί ο (ανώτατος ηγέτης του Ιράν) Χαμενεΐ ότι ο Ομπάμα δεν επιδιώκει να τον ανατρέψει, ότι πίσω από την πόρτα της διαπραγμάτευσης ανοίγει ο δρόμος για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και όχι ο διάδρομος προς το ικρίωμα», σημειώνει στους New York Times ο Μάρτιν Ιντικ και συμπληρώνει: «Δυστυχώς, η δυναμική της συγκυρίας μοιάζει να καθιστά τη σύγκρουση αναπόφευκτη. Παρακολουθούμε ένα παίγνιο μαθηματικής λογικής με τρεις πρωταγωνιστές, όπου Χαμενεΐ, Νετανιάχου, ακόμη και ο Ομπάμα, υπολογίζουν ότι η υποχώρηση είναι περισσότερο επικίνδυνη για την πολιτική και βιολογική τους επιβίωση από τη σύγκρουση».
Το Ισραήλ και ο κίνδυνος ενός «πυρηνικού ντόμινο»
«Το ερώτημα (περί πιθανότητας πολέμου) με ενοχλεί γιατί είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πώς μια χώρα σαν το Ισραήλ, που διαθέτει ατομικό οπλοστάσιο (από 100 έως 300 πυρηνικές κεφαλές), μπορεί να οικειοποιηθεί το δικαίωμα να επιτεθεί σε μια άλλη χώρα σαν το Ιράν, που έχει υπογράψει τη συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων, επειδή υποπτεύεται ότι έχει την πρόθεση να δώσει στρατιωτική διάσταση στο πυρηνικό της πρόγραμμα».
Την εύλογη αυτή απορία εξέφρασε με σχετικά πρόσφατο άρθρο του στη γαλλική Le Monde ο Τιερί Κοβίλ, στέλεχος του ινστιτούτου στρατηγικών μελετών IRIS. Μιλώντας την περασμένη Δευτέρα ενώπιον της κυριότερης οργάνωσης του ισραηλινού λόμπι, της AIPAC, ο Μπαράκ Ομπάμα επικαλέσθηκε τον κίνδυνο ενός «πυρηνικού ντόμινο» στην πιο εύφλεκτη περιοχή του κόσμου, καθώς το ιρανικό ατομικό πρόγραμμα απειλεί να οδηγήσει στην ίδια κατεύθυνση χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία ή και η Αίγυπτος. Ωστόσο, απέφυγε και αυτός να μιλήσει για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», το ήδη υπάρχον πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ, και να απαντήσει στην εύλογη πρόταση των Αράβων (την οποία αποδέχεται η Τεχεράνη) για μια περιφερειακή συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων σε όλη τη Μέση Ανατολή.
Φαίνεται, όμως, ότι η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών, που ακολουθεί παραδοσιακά η Ουάσιγκτον, τίθεται για πρώτη φορά υπό αμφισβήτηση από την αμερικανική κοινή γνώμη, που αρχίζει να παίρνει αποστάσεις από την πολιτική του Ισραήλ. Σύμφωνα με τη Washington Post, πρόσφατη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Pew εμφανίζει ποσοστό άνω του 50% των Αμερικανών να τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας της χώρας τους σε περίπτωση πολέμου Ιράν - Ισραήλ, ενώ μόνο το 40% τάσσεται υπέρ της συμπαράταξης με το Ισραήλ – τάση που θα ήταν αδιανόητη μέχρι πρότινος στην Αμερική.
Επιμονή Νετανιάχου
Ολα αυτά δεν φαίνεται να κάμπτουν, πάντως, τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις ΗΠΑ τόνισε κάμποσες φορές ότι δεν πρόκειται να αφήσει την επιβίωση της χώρας του στα χέρια οποιουδήποτε άλλου, ακόμη και αν αυτός ο άλλος είναι η Αμερική. Γόνος φανατικού σιωνιστή –ο οποίος μάλιστα διετέλεσε γραμματέας του σκληροπυρηνικού θεωρητικού του σιωνισμού Ζέεβ Ζαμποτίνσκι– και αδελφός διοικητή των Ισραηλινών κομάντος που σκοτώθηκε στην παράτολμη επιδρομή του Εντεμπε, το 1976, ο Νετανιάχου είχε δηλώσει ήδη προτού ανέβει στην εξουσία ότι «το μέλλον του Ισραήλ θα κριθεί όχι στο Παλαιστινιακό, αλλά στο Ιρανικό».
Πάντως, παρά την υποτιθέμενη «ψυχρότητα» στις συναντήσεις του με τον Μπαράκ Ομπάμα, ο Νετανιάχου σημείωσε μια σοβαρή επιτυχία, που υποτιμήθηκε ως μη ώφειλε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης: Για πρώτη φορά, εδώ και κάμποσες δεκαετίες, ένας Αμερικανός πρόεδρος έκανε δηλώσεις έχοντας στο πλευρό του τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, χωρίς να αφιερώσει λέξη για παλαιστινιακό κράτος, για τα σύνορα του 1967 και για το θέμα των εποικισμών. Μπορεί ο Νετανιάχου να μην εξασφάλισε, για την ώρα, λευκή επιταγή της Ουάσιγκτον για το θέμα του Ιράν, που μονοπώλησε τη διεθνή δημοσιότητα, την εξασφάλισε όμως για την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων, που συνεχίζουν τη μοναχική τους διαδρομή στην Οδό του Μαρτυρίου.