Τουλίπες, παράγωγα και άλλες ιστορίες ανορθολογισμού
Του Πασχου Μανδραβελη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_24/12/2011_467291)
Από την εποχή της «τουλιπομανίας», τον 17ο αιώνα, στην Ολλανδία υπάρχει ένα ερώτημα. Πώς έγινε και οι άνθρωποι έφτασαν να δίνουν 5.200 φιορίνια για έναν βολβό λουλουδιού, ποσό που αντιστοιχούσε στο διπλάσιο από τα ετήσια κέρδη ενός μικρομεσαίου εμπόρου ή είκοσι φορές την τιμή οχτώ καλοθρεμμένων γουρουνιών;
Πέρα από αυτό, αν δει κανείς την οικονομική ιστορία από τον 18ο αιώνα κι εντεύθεν θα διαπιστώσει ότι περίπου κάθε δέκα χρόνια, κάπου στον κόσμο, έσκαγε μια φούσκα αξιών. Απλώς πριν από τον 20ό αιώνα οι κρίσεις και οι χρηματιστηριακοί πανικοί περιορίζονταν σε μια χώρα (ενώ τώρα λόγω της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου εξαπλώνονται) ή σε έναν τομέα της οικονομίας. Εξάλλου δεν πέρασαν δέκα χρόνια από το σκάσιμο της φούσκας των dot-com, όταν οι αξίες των εταιρειών του Διαδικτύου είχαν ανέβει στα ουράνια. Πριν από το 2001 -όταν ο δείκτης Nasdaq κατακρημνίστηκε στις 600 μονάδες από τις 6.000 που είχε φτάσει- μια επιχείρηση που πουλούσε μέσω Διαδικτύου αεροπορικά εισιτήρια είχε μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία από όλες μαζί τις αεροπορικές επιχειρήσεις των HΠA, οι οποίες στο κάτω κάτω της γραφής είχαν πραγματικό ενεργητικό· ήταν ιδιοκτήτες αληθινών αεροπλάνων.
Και όμως! Παρά την μακρά ιστορία των οικονομικών κρίσεων σε κάθε φούσκωμα των αγορών οι άνθρωποι πίστευαν ότι «αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά». Ηταν σίγουροι ότι οι αξίες θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν αέναα, και ας μην αντικατοπτρίζουν πια τίποτε. Ποιος ήξερε, για παράδειγμα, σε τι πραγματικά στοιχεία πλούτου αντιστοιχούσαν τα περίτεχνα δομημένα ομόλογα που ανταλλάσσονταν σωρηδόν στις αγορές πριν από την τελευταία οικονομική κρίση;
Το πιο περίεργο δε απ' όλα είναι ότι τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια ο χρηματοπιστωτικός τομέας προσέλκυε (λόγω υψηλών απολαβών) τα καλύτερα μυαλά από όλους τους τομείς και εκτός των οικονομικών· φυσικούς, μαθηματικούς, μηχανικούς, ανθρώπους δηλαδή που σπούδασαν τον ορθολογισμό. Ελάχιστοι, όμως, από αυτούς λειτούργησαν ορθολογικά. Ολοι πίστευαν ότι «αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά». Πρώτος απ' όλους ο πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ Αλαν Γκρίσπαν, ο οποίος δήλωσε «έκπληκτος» που οι αγορές δεν αντιδρούσαν όπως είχε προβλεφθεί. «Εκανα λάθος που νόμιζα ότι το συμφέρον οργανισμών, ειδικότερα τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εξυπηρετείται κατά τέτοιο τρόπο που ωφελούνται μέτοχοι και αποδόσεις» είπε σε σχετική ακρόαση ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου.
Πώς μπορεί λοιπόν να ερμηνευθεί το γεγονός ότι τόσοι ορθολογικοί άνθρωποι τελικά δημιουργούν τόσο μεγάλες φούσκες ανορθολογισμού; Γράφαμε και παλιότερα ότι από την εποχή του Ανταμ Σμιθ οι οικονομολόγοι όλων των αποχρώσεων στήριξαν τις θεωρίες τους πάνω σε ένα δόγμα: στον homo economicus, δηλαδή στον ορθολογικά σκεπτόμενο οικονομικό άνθρωπο. Oι ορθολογικοί καταναλωτές, σύμφωνα με αυτή την θεωρία, αγοράζουν πάντα το φθηνότερο προϊόν στην αγορά. Ετσι επιβραβεύουν τον «καλό παραγωγό» (αυτόν που επένδυσε σε τεχνογνωσία, νέες μεθόδους παραγωγής κ.λπ.), τιμωρούν τον «κακό» (εκείνον που δεν σκέφτηκε να εκσυγχρονιστεί) και δημιουργούν έτσι την ορθή τιμή για κάθε προϊόν. Ομορφος κόσμος, οικονομικός, αγγελικά πλασμένος.
Αυτό, εν πολλοίς, είναι λογικό. Kάθε επιστήμη για να διατυπώσει τους νόμους της χρειάζεται αφαιρέσεις. Στην κλασική φυσική για παράδειγμα που μελετούσαμε, η κίνηση των σωμάτων ήταν χωρίς τριβές. Στη χημεία οι καύσεις ήταν τέλειες. Στην οικονομία (η οποία πάντα ζήλευε τα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών) οι αφαιρέσεις είχαν φτάσει σε ένα τέτοιο βαθμό, ώστε να αφαιρείται από τα μοντέλα της το βασικό οικονομικό υποκείμενο που είναι ο άνθρωπος. O λόγος είναι απλός. Ολη η οικονομική θεωρία τον 19ο αιώνα ήθελε απλές, γραμμικές και προβλεπτές συμπεριφορές. Ηθελε να χωρέσει την ανθρώπινη πολυπλοκότητα σε εξισώσεις. Οποτε αυτή η πολυπλοκότητα δεν χωρούσε (και πάντα δεν χωρούσε), απλώς την αφαιρούσαν. Φτάσαμε να έχουμε ωραίες θεωρίες, που λίγη όμως σχέση είχαν με τον πραγματικό κόσμο.
Οι ιπποδρομίες
O τρόπος που οι άνθρωποι στοιχηματίζουν στις ιπποδρομίες είναι για τον καθηγητή του Tεχνολογικού Iνστιτούτου της Kαλιφόρνιας Κόλιν Κάρεμερ ένα καλό δείγμα οικονομικού ανορθολογισμού. «H λογική στρατηγική υποδεικνύει ότι πρέπει να στοιχηματίζουμε στα τρία άλογα που έχουν πιθανότητες να κερδίσουν. Aν επιμείνουμε σε αυτή την τακτική, είναι στατιστικά αποδεδειγμένο ότι μακροχρόνια θα έχουμε κέρδος. Στην πραγματικότητα όμως βλέπουμε ότι τα μισά και πλέον στοιχήματα γίνονται για άλογα που έχουν τις μικρότερες πιθανότητες, με την ελπίδα των μεγαλύτερων δυνατών κερδών. Oι άνθρωποι δεν λειτουργούν ορθολογικά σε ό,τι αφορά το πορτοφόλι τους».
Ενα στοιχείο παράλογης οικονομικής συμπεριφοράς κατ' αυτούς τους οικονομολόγους είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι προτιμούν «πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Μια ομάδα οικονομολόγων μελέτησε την οικονομική συμπεριφορά των ταξιτζήδων της Nέας Yόρκης. Tο οικονομικά ορθολογικό γι' αυτούς τους ανθρώπους θα ήταν να δουλεύουν περισσότερες ώρες τις ημέρες αιχμής και λιγότερες ώρες τις νεκρές ημέρες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, οι ταξιτζήδες αυτοί θα μπορούσαν να αυξήσουν κατά 8% το εισόδημά τους αν δούλευαν τις ίδιες ώρες κάθε μέρα ή κατά 15% αν τις κακές μέρες έφευγαν νωρίς από τους δρόμους και αντιστάθμιζαν τις ώρες αυτές στις καλές μέρες. H μελέτη όμως έδειξε άλλα πράγματα. Oι οδηγοί των ταξί αποσύρονται νωρίς τις καλές μέρες και μένουν ώς αργά τις κακές μέρες. Γιατί; Aπλώς έχουν θέσει στόχους μεροκάματου και δεν αποσύρονται πριν τους εκπληρώσουν.
«Aντίθετα με ό,τι προβλέπει η παραδοσιακή θεωρία, η παράλογη συμπεριφορά στην αγορά δεν είναι θανάσιμη οικονομικά ούτε επηρεάζει σε βάθος την οικονομία» λέει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου Ρίτσαρντ Θάλερ. Σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς», «μπορεί να ήρθε η στιγμή που θα πρέπει να αλλάξουμε την άποψή μας πάνω στην όλη διαδικασία λήψης αποφάσεων» ή να αλλάξουμε τη βάση της θεωρίας. Η «συμπεριφορική οικονομική» είναι ένα νέο σχετικά επιστημονικό υβρίδιο (οικονομικής και ψυχολογίας) που προσπαθεί να κατανοήσει πώς συμπεριφέρονται οι πραγματικοί άνθρωποι στην οικονομία και όχι κάποια αφηρημένα θεωρητικά μοντέλα «ορθολογικών οικονομικών όντων».
Χρηματιστήρια πλασματικών αξιών
H ζωή απέδειξε πως η οικονομική θεωρία είναι μακράν της πραγματικότητος. Τόσο, που έγινε ανέκδοτο ακόμη και ανάμεσα στους ίδιους τους οικονομολόγους. «Οικονομολόγος είναι κάποιος που όταν βρίσκει κάτι που δουλεύει στην πράξη, αναρωτιέται αν θα δουλεύει και στη θεωρία» είχε πει ο Αμερικανός Γούλετερ Χέλερ, για να τον συμπληρώσει ένας συνάδελφός του: «Για τους οικονομολόγους ο πραγματικός κόσμος είναι ειδική περίπτωση».
Η ανορθολογική όμως συμπεριφορά στην αγορά είναι ο κανόνας και όχι μία ειδική περίπτωση. Από τα μικρά -για παράδειγμα: μεταξύ δύο ίδιων πουλόβερ, πολλοί καταναλωτές προτιμούν το πολύ ακριβότερο γιατί έχει πάνω του κάποιο λογότυπο- μέχρι τα μεγάλα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που συμβαίνει στα χρηματιστήρια. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Εντουαρντ Τσάνσελορ γράφει στο σχετικό βιβλίο περί της ιστορίας της κερδοσκοπίας ότι στη δεκαετία του 1980 οι προσδοκίες φούσκωσαν τόσο πολύ τις τιμές των ακινήτων στην Ιαπωνία, που το οικόπεδο του Aυτοκρατορικού Παλατιού κόστιζε περισσότερο από όσο άξιζε η γη ολόκληρης της Kαλιφόρνιας. Tο οικονομικό μπουμ πήρε τελικά το όνομα «μπαμούρου», δηλαδή «η οικονομία της φούσκας». Ο δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου του Tόκιο δεκαπλασιάστηκε σε λίγα χρόνια. Oι γιαπωνέζικες τράπεζες μετρούσαν τα χρηματιστηριακά τους κέρδη ως κεφάλαιο, γεγονός που τους επέτρεπε να δανείζουν περισσότερα. O δανεισμός γινόταν για αγορά μετοχών και γης και οι αξίες συνέχισαν να φουσκώνουν. Μέχρι που το ιαπωνικό θαύμα «έσκασε» και η οικονομία στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου δεν μπορεί είκοσι χρόνια τώρα να ορθοποδήσει.
«Oι χρηματιστές αγοράζουν ενώ ξέρουν πως οι μετοχές είναι υπερτιμημένες» έγραψε κάποτε το περιοδικό «Νιου Σάιεντιστ». «Λειτουργεί στην πράξη η θεωρία της μεγαλύτερης ανοησίας. Eλπίζουν πως κάποιος άλλος θα είναι περισσότερο ανόητος από αυτούς για να πληρώσει περισσότερα για την ήδη υπερτιμημένη μετοχή. Mοιάζει παροδικά πως υπάρχει μεγάλη προσφορά ανοήτων. Ξαφνικά όμως οι αγοραστές στερεύουν. Kανείς δεν θέλει να αγοράσει τις υπερτιμημένες μετοχές. H φούσκα σκάει. Δημιουργείται πανικός και μπορεί να φτάσουν οι μετοχές να ανταλλάσσονται κάτω πλέον της πραγματικής τους αξίας.»
Το αντίστροφο, αλλά εξίσου ανορθολογικό, συμβαίνει σε περιόδους κρίσης. Ενώ οι αξίες πέφτουν πολύ, και μάλιστα χαμηλότερα των υλικών περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, κανείς δεν αγοράζει. Κι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι μόνο των απλών επενδυτών. Αν δει κανείς τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης, θα προσέξει ότι μέχρι το 2008 όλα σχεδόν τα επενδυτικά προϊόντα βαθμολογούνταν με τρία άλφα. Σήμερα ακόμη και τα ομόλογα των ΗΠΑ υποβαθμίζονται.
Tο εκπληκτικότερο είναι η επαναλαμβανόμενη ύβρις των ανθρώπων προς το άγνωστο μέλλον. «Η αδυναμία να προβλέψουμε τα εξωτικά γεγονότα», γράφει ο Νασίμ Νικόλας Τάλεμπ, «συνεπάγεται την αδυναμία να προβλέψουμε τον ρουν της Ιστορίας... Και όμως: ενεργούμε σαν να μπορούμε να προβλέψουμε τις ιστορικές εξελίξεις ή -ακόμη χειρότερα- σαν να μπορούμε να αλλάξουμε τον ρουν της Ιστορίας». Αυτό δεν είναι ανορθολογισμός;
Χρηματιστηριακές «φούσκες» με όχημα την τεχνολογία
Το 1999, ο διευθύνων σύμβουλος της «Σίεντ», μιας επιχείρησης παροχής συμβουλών στο web, μίσθωσε δύο αεροπλάνα Μπόινγκ για να μεταφέρουν στον γάμο του τον Eλτον Τζον και το πιάνο του διάσημου τραγουδιστή. Tον Δεκέμβριο του 2000, η εταιρεία του αναγκάστηκε να απολύσει το 25% των υπαλλήλων, περί τα 460 άτομα. Στον τελικό του αμερικανικού ποδοσφαίρου του 1999, πολλές μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα η Τζένεραλ Μότορς, έμειναν χωρίς τηλεοπτική διαφήμιση επειδή οι επιχειρήσεις του Διαδικτύου (τότε είχαν το όνομα dot-com) «χτύπησαν» στον πλειστηριασμό ψηλά τις διαφημίσεις (έως 2 εκατ. δολάρια ανά σποτ). Το 2001, σπανίως βλέπει ή ακούει κανείς διαφημίσεις για εταιρείες dot-com. Το 1999, η μετοχή της εταιρείας εύρεσης πληροφοριών Ask Jeeves είχε φτάσει τα 139 δολάρια. Το 2001, έπεσε κάτω από τα 4 δολάρια κι αναγκάστηκε να απολύσει 180 υπαλλήλους.
Tο αναμενόμενο από πολλούς ξύπνημα ήταν οδυνηρό για τη Σίλικον Βάλεϊ και τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Aπό τον Mάρτιο του 2000 ο δείκτης NASDAQ έχασε 47% της αξίας του δημιουργώντας (πραγματικές ή εικονικές) απώλειες στους επενδυτές της τάξης των 3 τρισ. δολαρίων. Eκατόν τριάντα εταιρείες Διαδικτύου χρεοκόπησαν και 31.000 εργαζόμενοι απολύθηκαν. Tο 59% από τα στελέχη εταιρειών που απολύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2000 ήταν από εταιρείες Διαδικτύου. Aκόμη και η κινητήριος δύναμη του Διαδικτύου, που ήταν οι επενδύσεις υψηλού κινδύνου, το 2001 έπεσαν σε σχέση με το 1999, κατά 62%, από τα 11,9 δισ. στα 4,5 δισ. δολάρια.
Πολλοί επιχειρηματίες έριξαν το φταίξιμο γενικώς στο χρηματιστήριο, που δεν χρηματοδοτεί πλέον ούτε καν τις καλές επιχειρηματικές ιδέες. Τότε, αφού πολλοί παρασύρθηκαν από τον πυρετό του διαδικτυακού χρυσού και χρηματοδοτούσαν ταυτόχρονα 4 online μαγαζιά για τροφές κατοικιδίων, πέντε ψηφιακά φαρμακεία και αναρίθμητα διαδικτυακά κοσμηματοπωλεία, ξαφνικά πάγωσαν. Οι μετοχές των εταιρειών νέων τεχνολογιών κατέρρευσαν.
Kάποιοι λένε πως έτσι πάντα λειτουργεί ο καπιταλισμός: υπερεπενδύει σε νέους κλάδους. Τον 18ο αιώνα υπήρξε ο «πυρετός των καναλιών». Οσοι είχαν λεφτά, επένδυαν στη διάνοιξη τεράστιων καναλιών στη Βρετανία για να φτάνουν τα κατάφορτα με εμπορεύματα πλοία στην ενδοχώρα. Επενδύθηκαν εκατομμύρια στην προοπτική του γρήγορου κέρδους, ανοίχτηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα καναλιών, αλλά τελικώς όλοι διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε τόσο μεγάλη αγορά εμπορευματικών μεταφορών και η «φούσκα» έσκασε.
Το 1847, η βρετανική κεφαλαιαγορά κατέρρευσε μετά τη φρενήρη άνοδο των μετοχών σιδηροδρομικών εταιρειών. Οπως έγινε και με τα κανάλια, χιλιάδες επένδυσαν στη δημιουργία νέων σιδηροδρομικών γραμμών. Οι γραμμές φτιάχτηκαν, αλλά δεν υπήρχαν επαρκείς επιβατικές ή εμπορευματικές μεταφορές για να βγάλουν τα λεφτά που επενδύθηκαν. Το ίδιο ακριβώς σενάριο επαναλήφθηκε και στις ΗΠΑ, το 1873. Την περίοδο 1866 - 1873 στρώθηκαν στην αμερικανική ενδοχώρα σιδηροδρομικές γραμμές μήκους 90.000 χιλιομέτρων. Ο σιδηρόδρομος, από χρηματιστηριακή άποψη, ήταν κάτι σαν το Διαδίκτυο στα τέλη του περασμένου αιώνα. Μέχρι που η υπερχρηματοδότηση του κλάδου οδήγησε πολλές τράπεζες στην κατάρρευση και η αμερικανική οικονομία μπήκε σε ύφεση μέχρι το 1879.
Αλλά ολόκληρη η πληροφορική επανάσταση κύλησε πάνω σε μικρές ή μεγαλύτερες «φούσκες». Τη δεκαετία του 1980, υπήρξε η φρενίτιδα επένδυσης σε μικροϋπολογιστές. Δεκάδες επιχειρήσεις χρηματοδοτήθηκαν αλλά μόνο λίγες επιβίωσαν. Το ίδιο συνέβη και με τις dot-com. Μετά τη φρενίτιδα απέμειναν η Amazon, η Google, η Ask Jeeves κ.ά. Το κυριότερο όμως είναι ότι η υπερεπένδυση σε κλάδους νέας τεχνολογίας, ακόμη κι όταν καταλήγει σε σκασμένη «φούσκα», αφήνει πίσω της κάτι. Τα δίκτυα των καναλιών και σιδηροδρομικών εταιρειών έμειναν και μετά την κατάρρευση των επιχειρήσεων που τα έφτιαξαν και η τεχνολογία των dot-com χρησιμοποιείται σήμερα στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Η «φούσκα» των χρηματοπιστωτικών προϊόντων μάλλον δεν πρόκειται να αφήσει τίποτε πίσω της, ούτε καν τη σοφία να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο.