Η καθέλκυση του USS Enterprise
ΖΗΣΗΣ ΦΩΤΑΚΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Από το ξεκίνημα της ιστορίας της η μεγάλη ατλαντική Δημοκρατία επηρεάστηκε συχνά και αποφασιστικά από τη ναυτική ισχύ.
Η γέννηση των ΗΠΑ πολλά οφείλει στην εξουδετέρωση του απειλητικού για τα αμερικανικά συμφέροντα γαλλικού παράγοντα στη Βόρεια Αμερική που προήλθε, κυρίως, από την κατίσχυση του βρετανικού ναυτικού επί του γαλλικού πολεμικού στόλου κατά τον Επταετή πόλεμο (1756-1763). Η εξουδετέρωση αυτή σε συνδυασμό με τη γαλλική ναυτική αρωγή στις 13 αμερικανικές πολιτείες κατά την επανάστασή τους εναντίον του βρετανικού στέμματος (1775-1783) συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανεξαρτησία των ΗΠΑ. Συνάμα, η διατήρηση της ενότητας των ΗΠΑ οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στις επιπτώσεις του ναυτικού αποκλεισμού των Νοτίων από τους Βορείους κατά τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865), τον πρώτο, κατ’ ουσίαν, βιομηχανικό πόλεμο παγκοσμίως. Η ανέλιξη επίσης των ΗΠΑ στη σημαντικότερη βιομηχανική δύναμη του πλανήτη από τη δεκαετία του 1880 και μετά διευκολύνθηκε σημαντικά από την pax britannica που στηρίχθηκε στη βρετανική θαλασσοκρατορία μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ισοπλία βρετανικού και αμερικανικού πολεμικού ναυτικού που ορίστηκε με τις Συνθήκες της Ουάσιγκτον (1922) και του Λονδίνου (1930) προετοίμασε το έδαφος για τη μεταπολεμική ναυτική επικράτηση των ΗΠΑ.
Με το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και σε διάστημα μικρότερο της τετραετίας από τις βαθιές πληγές του Περλ Χάρμπορ, το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό κατέστη ασύγκριτα ισχυρότερο από οποιοδήποτε άλλο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία, ενώ το μεγάλο προπολεμικό ναυτικό της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας είχε καταστραφεί και το σοβιετικό ναυτικό διέθετε περιορισμένη αποτρεπτική ισχύ. Οι ΗΠΑ, ως φιλελεύθερη δύναμη που είχε διέλθει τη Μεγάλη Υφεση, εμφανίζονταν μεταπολεμικά αποφασισμένες να αποτρέψουν τη διαδοχή των μεσοπολεμικών trade blocks από κεντρικά σχεδιασμένες και δορυφορικές στη Σοβιετική Ενωση σοσιαλιστικές οικονομίες που θα ήλεγχαν τους πόρους της Ευρασίας και θα έκλειναν τα σύνορά τους στις αμερικανικές εξαγωγές.
Στρατιωτικές επενδύσεις στην τεχνολογία
Η διασφάλιση της επικράτησης της οικονομίας της αγοράς σε πλανητικό επίπεδο απαίτησε μια άνευ προηγουμένου επένδυση υλικών και ανθρώπινων πόρων της Αμερικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και λίγο πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πάνω από μισό εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ υπηρετούσαν σε χώρες του ΝΑΤΟ, του ΣΕΑΤΟ και σε δεκάδες άλλες χώρες που συνεργάζονταν αμυντικά με τις ΗΠΑ, ξεπερνώντας έτσι σημαντικά τον αριθμό των στρατευμάτων που απασχολούσαν στα υπερπόντια εδάφη τους οι προγενέστερα ακμάζουσες αποικιακές αυτοκρατορίες της Γαλλίας και της Βρετανίας. Ενδεικτικά επίσης αναφέρεται ότι, αν και υπερτριπλασιάστηκαν οι αμερικανικές αμυντικές δαπάνες κατά τη δεκαετία του 1980, δεν υπερέβη το 5% η αριθμητική μεγέθυνση των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, λόγω των διαρκώς δαπανηρότερων τεχνολογικών καινοτομιών που έπρεπε να ενσωματωθούν στις υπάρχουσες πολεμικές πλατφόρμες, επιβεβαιώνοντας έτσι την αντίστοιχη διαχρονική τάση. Ηταν λοιπόν αναγκαίο η φιλόδοξη αμερικανική αμυντική προσπάθεια να διέπεται από ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα λειτουργούσαν δυναμικά και ως πολλαπλασιαστής ισχύος, ώστε να αποτραπεί τυχόν διαμφισβήτηση της pax americana και να μην υπονομευθεί η οικονομική ευρωστία των ΗΠΑ.
Στο ξεκίνημα της μεταπολεμικής εποχής, η υπεροχή των σοβιετικών συμβατικών χερσαίων δυνάμεων στην Ευρώπη αντιμετωπίστηκε, ώς ένα βαθμό, με την αποτρεπτική αξιοποίηση της δυνατότητας των αμερικανικών αεροπλανοφόρων να χτυπούν αεροδρόμια, στρατηγικούς και πλουτοπαραγωγικούς στόχους βαθιά στη Σοβιετική Ενωση, δημιουργώντας έτσι ισχυρούς αντιπερισπασμούς στην περίμετρό της, από την Ιαπωνία και τις Αλεούτιες Νήσους ώς τη Μεσόγειο και την Ισλανδία. Θεωρείτο ότι οι αντιπερισπασμοί αυτοί θα κάλυπταν την ακτογραμμή της Βόρειας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και θα επιβράδυναν την πολεμική προσπάθεια των Σοβιετικών στο μέτωπο της Κεντρικής Ευρώπης, εξασφαλίζοντας σημαντικά προγεφυρώματα στην ευρωπαïκή ακτογραμμή που θα διευρύνονταν σταδιακά με την προώθηση σε αυτά αμερικανικού πολεμικού υλικού και στρατιωτικών μονάδων. Στην περίπτωση, λοιπόν, σοβιετικής επιθετικής ενέργειας στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1940 προβλεπόταν η αξιοποίηση των αμερικανικών αεροπλανοφόρων κατά το πρότυπο των επιχειρήσεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό Ωκεανό. Θα πρόβαλλαν, δηλαδή, ισχύ τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τον έλεγχο των θαλασσών που αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για τη μεταφορά εκατομμυρίων Αμερικανών στρατιωτών στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού με σκοπό την ανακατάληψη της Ευρώπης από τους Σοβιετικούς, όπως συνέβη και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον του Χίτλερ.
Οι τεχνολογικές και πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1950 υπήρξαν κομβικές για τη θέση των αεροπλανοφόρων στην αμερικανική στρατηγική. Η μείωση του βάρους των ατομικών βομβών από 10.000 σε 3.600 πάουντς και η ανάπτυξη καλύτερων και μεγαλύτερου βεληνεκούς βομβαρδιστικών παρείχαν στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα τη δυνατότητα πυρηνικού πλήγματος εναντίον των εχθρικών θέσεων, ενώ η ευελιξία τους τα κατέστησε λιγότερο ευπρόσβλητα συγκριτικά με τα σιλό των αμερικανικών διηπειρωτικών πυραύλων, που αναπτύχθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ή τα αεροδρόμια στα οποία στάθμευαν αμερικανικά βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς. Επιπλέον, η ένταξη της βόμβας υδρογόνου στο σοβιετικό πυρηνικό οπλοστάσιο το 1953 και των διηπειρωτικών πυραύλων το 1957, όταν ακόμα δεν διέθεταν οι ΗΠΑ αντίστοιχους πυραύλους, αύξησε πρόσκαιρα το ειδικό βάρος των αεροπλανοφόρων στο αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Με την υποσκέλιση, όμως, των μεγάλων βομβαρδιστικών από τους διηπειρωτικούς πυραύλους και την εμφάνιση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων εξοπλισμένων με πυρηνικές κεφαλές, το αεροπλανοφόρο κατέστη ήσσονος σημασίας μέλος της «τριάδας» του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, ανάγκασε όμως τον σοβιετικό αμυντικό σχεδιασμό να γίνει πιο σύνθετος. Συνάμα, η επιτυχημένη προβολή ισχύος που πραγματοποίησαν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα στις κρίσεις της Κορέας (1950-1953) και του Λιβάνου (1958), μια προβολή που βασίστηκε στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των αεροπλάνων και των πεζοναυτών τους συγκριτικά με τις άλλες πλατφόρμες και σχηματισμούς των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, κατέστησαν έκτοτε τα αεροπλανοφόρα την αιχμή του δόρατος των αμερικανικών επεμβάσεων σε κρίσεις και τοπικές συγκρούσεις όπως στην Κρίση της Κούβας (1962) και στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Αύξηση ταχύτητας και αυτονομία κίνησης 13 ετών
Λίγο πριν λάβουν χώρα οι κρίσεις αυτές τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα πέρασαν στην εποχή της πυρηνοκίνησης που θεράπευσε αποτελεσματικά την ανάγκη για μεγέθυνση του εκτοπίσματός τους λόγω των ολοένα μεγαλύτερων και βαρύτερων πυραύλων, μηχανών, αεροσκαφών και των ηλεκτρικών εγκαταστάσεών τους. Επιπλέον, η αύξουσα γεωγραφική διασπορά, συχνότητα και ένταση των μεταποικιακών κρίσεων που υποδαύλιζε η Σοβιετική Ενωση, ενέτεινε την ανάγκη αύξησης της αυτονομίας και της ταχύτητας των αεροπλανοφόρων, κάτι που επίσης επιτεύχθηκε με την πυρηνοκίνηση.
Το πρώτο αμερικανικό πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο υπήρξε το Enterprise που είχε εκτόπισμα περίπου 95.000 τόνων, μήκος 342 μέτρων (το μεγαλύτερο ναυτικής μονάδας παγκοσμίως), ταχύτητα άνω των 35 κόμβων, αυτονομία κίνησης δεκατριών ετών και πλήρωμα περίπου 4.500 ανδρών. Στο ξεκίνημα της υπερπεντηκονταετούς υπηρεσίας του στο αμερικανικό ναυτικό εντάχθηκε στον Εκτο Στόλο και συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στην Κρίση της Κούβας και στην κυπριακή κρίση του 1964 όπου και ηγήθηκε του πρώτου αμιγώς πυρηνοκίνητου σχηματισμού (ΤG 60.1) της παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας που συναποτελούνταν από τα καταδρομικά Long Beach και Bainbridge. Την ίδια χρονιά, και κατά τη διάρκεια ασκήσεων των αεροσκαφών του προσεγγίστηκε από το ρωσικό υποβρύχιο Kotelnikov που ευχαρίστησε ειρωνικά το Enterprise για την αεροπορική επίδειξη που άθελά του παρέσχε στους Ρώσους.
Τη δεκαετία 1965-1975 το Enterprise υποστήριξε την αμερικανική πολεμική προσπάθεια στο Βιετνάμ αποτελώντας το πρώτο πυρηνοκίνητο πολεμικό πλοίο που συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις στην παγκόσμια ναυτική ιστορία. Συνάμα, τον Δεκέμβριο του 1971 στάλθηκε στον Κόλπο της Βεγγάλης για να ασκήσει πίεση στο ινδικό ναυτικό που απέκλεισε την ακτογραμμή του Μπανγκλαντές κατά τη διάρκεια της επανάστασης της περιοχής αυτής εναντίον του Πακιστάν. Γρήγορα όμως το Enterprise αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Βιετνάμ, καθώς η έξυπνη τακτικά παράταξη των ινδικών αεροναυτικών δυνάμεων και η στρατιωτική πίεση που άσκησε η Σοβιετική Ενωση επί του Πακιστάν κατέστησαν παρακινδυνευμένη, πολιτικά και ναυτικά, την παρουσία του στην περιοχή.
Συμμετοχή σε όλες τις μεγάλες κρίσεις
Η δεκαετία του Βιετνάμ συνέπεσε με την επεκτατική αμερικανική δημοσιονομική πολιτική και την αύξηση του ειδικού βάρους των αεροπλανοφόρων στην αμερικανική στρατηγική, μια εξέλιξη όμως που επικρίθηκε, μεταξύ άλλων, από τον Αμερικανό Α/ΓΕΝ (1970-1974) Zumwalt, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις λόγω της επιθυμίας του να καταστήσει τον Πειραιά προκεχωρημένη βάση του Εκτου Στόλου. Ο Zumwalt υποστήριξε ότι η στροφή της δομής δυνάμεως του αμερικανικού ναυτικού προς τα αεροπλανοφόρα συνέβαλε στη δραματική μείωση των μονάδων του αμερικανικού ναυτικού που ασχολούνταν με συνοδείες ή περιπολίες, εξασθενώντας έτσι την αμερικανική ικανότητα ελέγχου των θαλασσών. Επιπλέον, η τεχνολογική εξειδίκευση που απαιτούνταν για τον χειρισμό πολύπλοκων μονάδων όπως τα αεροπλανοφόρα, οδηγούσε, κατά τον Zumwalt, τα στελέχη του αμερικανικού ναυτικού στην απώλεια της μεγάλης εικόνας, στην εστίασή τους δηλαδή στην πλατφόρμα που χειρίζονταν και όχι στην αποστολή που καλούνταν να διεκπεραιώσουν.
Η επιχειρηματολογία του Zumwalt σε συνδυασμό με την υφεσιακή πολιτικά και οικονομικά πολιτική που ακολουθήθηκε από τις προεδρίες Νίξον, Φορντ και Κάρτερ οδήγησαν στην υποχώρηση του ρόλου του αεροπλανοφόρου στην αμερικανική στρατηγική. Η θεαματική πάντως αύξηση των περιφερειακών κρίσεων κατά την τελευταία δεκαετία του Ψυχρού Πολέμου, η παρεπόμενη πόλωση των σχέσεων μεταξύ των δύο συνασπισμών και η κατακόρυφη αύξηση των αμυντικών δαπανών τους, καθώς και η εισαγωγή στο αμερικανικό ναυτικό των πυραύλων Τomahawk και του συστήματος αντιπυραυλικής προστασίας Aegis οδήγησαν στην υιοθέτηση μιας επιθετικής αμερικανικής ναυτικής στρατηγικής που, όπως και η αντίστοιχή της στα τέλη της δεκαετίας του 1940, έδωσε έμφαση στη δημιουργία ισχυρών αντιπερισπασμών στην περίμετρο του σοβιετικού μπλοκ από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα.
Τόσο πάντως κατά την πληθώρα των περιφερειακών κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας του Ψυχρού Πολέμου, όσο και σε πολλές άλλες κρίσεις της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, ο ρόλος του Enterprise υπήρξε αξιομνημόνευτος. Επιχείρησε κατά της Λιβύης το 1986, στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, στις κρίσεις της πρώην Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990 και εναντίον του Ιράκ και του Αφγανιστάν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι δεν υπήρξε πυρηνικό ατύχημα στις εκατοντάδες πυρηνοκίνητες μονάδες του αμερικανικού ναυτικού, αντανακλώντας τόσο την εμμονή σε θέματα ασφαλείας του πατέρα του πυρηνοκίνητου αμερικανικού ναυτικού, ναυάρχου Rickover, όσο και την απροθυμία της δημοκρατικής αμερικανικής κοινωνίας να ανεχθεί την πληθώρα των πυρηνικών ατυχημάτων που συνέβησαν στις πυρηνοκίνητες ναυτικές μονάδες της ολοκληρωτικής Σοβιετικής Ενωσης.
Συνοψίζοντας, το ειδικό βάρος των αεροπλανοφόρων στην αμερικανική στρατηγική αντανακλά τη διακύμανση των πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων της μεταπολεμικής εποχής. Αποτελεί πάντως αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της αμερικανικής ανωτερότητας κατά θάλασσα.
* Ο δρ Ζήσης Φωτάκης είναι λέκτορας Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
(Στην φωτογραφία : Το USS Enterprise έφερε το όνομα του πλέον επιτυχημένου αμερικανικού αεροπλανοφόρου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτέλεσε σύμβολο της αμερικανικής ναυτικής ισχύος στη μεταπολεμική περίοδο)