Ο Ναρέντρα Μόντι και το Μπανγκλαντές
Η ιστορική και η σύγχρονη περιφερειακή πολιτική της Ινδίας
Γαβριήλ Χαρίτος
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η 31η Ιουλίου 2015 θα παραμείνει στην ιστορία της Ινδίας και του Μπανγκλαντές ως η ημέρα επίλυσης μιας από τις πιο περίπλοκες και μακροχρόνιες διασυνοριακές διαφορές όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ύστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν λίγους μόνο μήνες, η Ινδία και το Μπανγκλαντές υπέγραψαν στις 7 Μαΐου 2015 διμερή συμφωνία με την οποία καθόρισαν τα κοινά τους χερσαία σύνορα στη μεθόριο του βορειοδυτικού Μπανγκλαντές, δίνοντας οριστικό τέλος σε μια εκκρεμότητα που από το έτος 1711 δεν έβρισκε λύση.
Έτσι, από τα μεσάνυχτα της 31.7.2015, η Ινδία ενσωμάτωσε στο έδαφός της 51 διάσπαρτους μικροσκοπικούς θύλακες που τελούσαν υπό την κυριαρχία του Μπανγκλαντές αλλά βρίσκονταν εντός της ινδικής επικράτειας, συνολικής εκτάσεως 280 στρεμμάτων. Αντίστοιχα, την ίδια ακριβώς στιγμή 111 ινδικοί θύλακες εντός του μπανγκλαντεσιανού εδάφους, συνολικής εκτάσεως 700 στρεμμάτων, περιήλθαν υπό την πλήρη εδαφική κυριαρχία του Μπανγκλαντές.
ΕΝΑ «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ» ΑΠΟ 162 ΘΥΛΑΚΕΣ
Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, ο σχηματισμός αυτών των 162 θυλάκων ήταν το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος σε μια παρτίδα σκάκι μεταξύ του Μαχαραγιά της πόλης Κουτς-Μπεχάρ και του Μαχαραγιά της πόλης Ρανγκπούρ, στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Βεγγάλης. Με το πέρας της παρτίδας, η εφαρμογή επί χάρτου του στοιχήματος –που δεν ήταν άλλο παρά η παράδοση εδαφών από τον έναν τοπικό ηγέτη προς τον άλλον- προκάλεσε ένοπλες συγκρούσεις. Το 1711 υπεγράφη σχετική συνθήκη κατάπαυσης του πυρός, η οποία όμως δεν όρισε επακριβώς ποιο θα ήταν το καθεστώς κυριαρχίας επί των διαφιλονικούμενων θυλάκων. Η εδαφική διαφορά παρέμενε άλυτη επί δεκαετίες, με αποτέλεσμα, ακόμα και οι Βρετανοί, μη θέλοντας να θίξουν τα κακώς κείμενα, να αποφύγουν να την επιλύσουν. Άλλωστε τότε, δεν υφίστατο καν ζήτημα διακριτής κρατικής κυριαρχίας επί των συγκεκριμένων περιοχών, μιας και όλη η Δυτική Βεγγάλη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της αχανούς βρετανικής αποικίας της Ινδίας.
Ωστόσο, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές το 1971, το ζήτημα της κρατικής κυριαρχίας επί των 162 θυλάκων επικαιροποιήθηκε. Η πόλη Ρανγκπούρ περιήλθε στον έλεγχο της κυβέρνησης της Ντάκα, ενώ η πόλη Κουτς-Μπεχάρ παρέμεινε υπό ινδική κυριαρχία ως πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η –κυριολεκτικά- προαιώνια εδαφική εκκρεμότητα των θυλάκων των πάλαι ποτέ μαχαραγιάδων της Κουτς-Μπεχάρ και της Ρανγκπούρ να κληροδοτηθεί στις κυβερνήσεις του Νέου Δελχί και της Ντάκα, αντίστοιχα.
Το 1974 έγινε το πρώτο βήμα διευθέτησης της κατάστασης, με την Ίντιρα Γκάντι και τον πρόεδρο του Μπανγκλαντές σεΐχη Μουτζιπούρ Ραχμάν να καθορίζουν με διακρατική συμφωνία τους όρους ασφαλούς διόδου που θα συνέδεε το Μπανγκλαντές με τους θύλακές του που βρίσκονταν εντός της Ινδίας, και αντιστρόφως. Ωστόσο, η συμφωνία εκείνη, αν και επικυρώθηκε αμέσως από το κοινοβούλιο του Μπανγκλαντές, στην Ινδία δεν συνέβη το ίδιο εξ αιτίας έντονων αντιδράσεων της εθνικιστικής αντιπολίτευσης. Η ατολμία της Ίντιρα Γκάντι -που ενδεχομένως δεν ήταν διατεθειμένη να απολογηθεί ως προς το πόσο πατριωτική θα ήταν μια εδαφική διευθέτηση με αντισυμβαλλομένους «τους αποσχιστές της Ντάκα»- άφησε να παγιωθεί ένα ιδιότυπα συμπεφωνημένο «κενό κρατικής εξουσίας» στη μεθόριο μεταξύ της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης με τις βορειοδυτικές επαρχίες του Μπανγκλαντές.
Αυτό το ιδιότυπο status quo είχε ως αποτέλεσμα οι μόνιμοι κάτοικοι των 162 ινδικών και μπανγκαλντεσιανών θυλάκων, που βρίσκονταν ένθεν κακείθεν των ορίων των όμορων παραμεθορίων επαρχιών των δύο χωρών, από το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας το 1947 έως και σήμερα, να παραμένουν απόλιδες, στερούμενοι οιασδήποτε υπηκοότητας και πολιτικών δικαιωμάτων. Έτι περαιτέρω, βασικές κρατικές υπηρεσίες, όπως η υδροδότηση, η παροχή ηλεκτρισμού, η ιατρική περίθαλψη, η οδοποιία ή η εκπαίδευση δεν παρέχονταν ούτε από την Ινδία ούτε από το Μπανγκλαντές. Τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επί των ίδιων τους των σπιτιών και επί των περίπου 2.000 στρεμμάτων που καλλιεργούσαν από γενιά σε γενιά δεν αναγνωρίζονται από καμία επίσημη διοικητική αρχή κανενός κράτους. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις ιδιοκτησιών που εκτείνονταν σε δύο ή και σε τρεις διαφορετικούς θύλακες, που φέρονταν να υπάγονται σε δύο διαφορετικά κράτη. Ενδεικτική της πολυπλοκότητας της εδαφικής διευθέτησης του προβλήματος είναι η -μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο- περίπτωση του ινδικού θύλακα Νταχάλα Χαγκράμπαρι, που βρίσκεται εντός μπανγκλαντεσιανού θύλακα, ο οποίος και αυτός με τη σειρά του περιβάλλεται από μεγαλύτερο ινδικό θύλακα – που όμως και αυτός βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός της κρατικής επικράτειας του Μπανγκλαντές!
Πέραν αυτών, όμως, η απουσία επίσημης κρατικής εξουσίας επί των θυλάκων και των υποθυλάκων τους, καθιστούσε αδύνατη την πρόσβαση διεθνών ανθρωπιστικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που θα ήταν σε θέση, έστω και προσωρινά, να αναπληρώσουν στο μέτρο του δυνατού αυτά τα τεράστια διοικητικά κενά και να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν καμία άλλη δυνατότητα παρά να υπομένουν μια de facto αναρχία επί σειράν δεκαετιών.
Τόσο η έκταση των μπαγκλαντεσιανών θυλάκων εντός της Ινδίας όσο και ο πληθυσμός που κατοικεί σε αυτούς είναι διπλάσιος από τους αντίστοιχους ινδικούς εντός του Μπανγκλαντές. Ως εκ τούτου, ήδη από το 1974 ήταν γνωστό ότι η Ινδία θα ήταν εκείνη που θα ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει στο Μπανγκλαντές την πλειοψηφία των αμφιλεγόμενων περιοχών. Η απόσχιση του Πακιστάν και του Μπανγκλαντές από την Ινδική Δημοκρατία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ενίσχυσε τις εθνικιστικές ινδουιστικές φωνές στην εσωτερική πολιτική σκηνή στο Νέο Δελχί, και οιαδήποτε κίνηση επίλυσης του λεπτού αυτού εδαφικού προβλήματος θα ερμηνευόταν στο εσωτερικό της χώρας ως πράξη αδυναμίας έναντι του νεοσύστατου μουσουλμανικού Μπανγκλαντές και ενδεχομένως ένα τέτοιο προηγούμενο θα άνοιγε το δρόμο για περαιτέρω κινήματα ανεξαρτητοποίησης σε άλλα εξίσου προβληματικά σημεία της Ινδικής Χερσονήσου.
Ο ΜΟΝΤΙ ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Το 2014 εξελέγη πρωθυπουργός της Ινδίας ο Ναρέντρα Μόντι, επικεφαλής του κόμματος BJP, που δείχνει να δίνει νέα ώθηση στην ινδουιστική φυσιογνωμία της χώρας. Η Ινδία γνωρίζει τις τελευταίες δεκαετίες σημαντική οικονομική πρόοδο, με αύξηση των διεθνών επενδύσεων στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή και με πολύ καλές επιδόσεις στους διεθνείς δείκτες ανάπτυξης. Οι κινήσεις-κλειδιά στις οποίες προέβη η διακυβέρνηση Μόντι σε διπλωματικό επίπεδο, προλέγουν ότι η Ινδία συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο τον ρόλο που μπορεί να παίξει στην διεθνή πραγματικότητα ως μια de facto περιφερειακή δύναμη, λόγω της στρατηγικής της θέσης και του πληθυσμιακού της μεγέθους.
Με αδιαμφισβήτητο τον πολιτικό του προσανατολισμό και έχοντας διατελέσει επί σειρά ετών πρωθυπουργός της -μικτής εθνοτικά και θρησκευτικά- Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας του Γκουτζαράτ, ο Ναρέντρα Μόντι εκτίμησε ορθά ότι δεν θα έβρισκε πολιτικές αντιδράσεις από την εσωτερική πολιτική σκηνή σε περίπτωση που θα έθιγε το ευαίσθητο ζήτημα της διευθέτησης της μακροχρόνιας εδαφικής εκκρεμότητας με το γειτονικό Μπανγκλαντές – έστω και αν αυτό θα σήμαινε ινδικές εδαφικές παραχωρήσεις. Άλλωστε, τώρα πλέον, η παραχώρηση στην γειτονική χώρα διεσπαρμένων εδαφικών ζωνών που δεν ξεπερνούν τα 40 τετραγωνικά χιλιόμετρα και όπου διαβιούν συνολικά μόνο 50.000 άτομα, στερείται οποιασδήποτε –έστω συμβολικής – σημασίας. Αντιθέτως, η σαφής οριοθέτηση των συνόρων με το Μπανγκλαντές αποτρέπει την εισροή Μουσουλμάνων παράνομων μεταναστών από το Μπανγκλαντές – την στιγμή μάλιστα που υπολογίζεται ότι από το 1974 έως και σήμερα εισήλθαν λάθρα στην Ινδία περί τα 15 εκατομμύρια Μουσουλμάνων υπηκόων Μπανγκλαντές, μεταβάλλοντας σημαντικά την θρησκευτική και εθνοτική σύνθεση της Ινδικής Ομόσπονδης Πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης. Μετά το πέρας της διαδικασίας ενσωμάτωσης των 51 μπανγκλαντεσιανών θυλάκων, αναλυτές εκτιμούν ότι η κυβέρνηση Μόντι δεν θα απέκλειε το ενδεχόμενο να λάβει δραστικά μέτρα με σκοπό να διακόψει οριστικά όχι μόνο το κύμα της παράνομης μετανάστευσης από το Μπανγκλαντές, αλλά και να πατάξει αποφασιστικά την εκτεταμένη λαθρεμπορία, που, όπως ήταν φυσικό, είχε καταστεί τρόπος ζωής τις τελευταίες έξι δεκαετίες.
Ύστερα από σχετικά σύντομης διάρκειας διαπραγματεύσεις, στις 7 Μαΐου 2015 υπογράφηκε η διμερής συμφωνία με την οποία Ινδία και Μπανγκλαντές διευθέτησαν μια από τις πιο μακροχρόνιες εδαφικές διαφορές της σύγχρονης Ιστορίας. Η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές είχε πολλούς λόγους να είναι ικανοποιημένη από το περιεχόμενό της, την στιγμή μάλιστα που η πρωθυπουργός της χώρας Σέιχα Χασίνα βάλλεται ανελλιπώς από τους πολιτικούς της αντιπάλους λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που πλήττει την χώρα. Όπως ορίζεται στην συμφωνία, περιέρχονται στο Μπανγκλαντές 700 καλλιεργήσιμα στρέμματα γης, οι ιδιοκτήτες των οποίων υπολογίζεται να επιλέξουν την ινδική υπηκοότητα και ως εκ τούτου θα μετεγκατασταθούν στην Ινδία έως τις 30 Νοεμβρίου του 2015, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο για ντόπιους αγρότες να εκμεταλλευθούν τα «νεοαποκτηθέντα εδάφη». Επιπροσθέτως, με την ίδια συμφωνία η Ινδία παραχωρεί στην κυβέρνηση του Μπανγκλαντές γενναίες πιστώσεις – ξεκάθαρη ένδειξη ότι η αναβάθμιση των διμερών πολιτικών σχέσεων σχετίζεται άμεσα με την ευρωστία της ινδικής οικονομίας.
Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ
Η συμφωνία εδαφικών διευθετήσεων που συνήψαν τον Μάιο του 2015 η Ινδία και το Μπανγκλαντές έχει αδιαμφισβήτητα θετικά αποτελέσματα και για τις δύο χώρες. Παράλληλα, όμως, η ως άνω συμφωνία εντάσσεται στη μακροχρόνια τάση της ινδικής περιφερειακής πολιτικής αφ’ ενός να εδραιώσει ακόμα περισσότερο την παρουσία της με τους γείτονές της στα ανατολικά και βόρεια σύνορά της, αφ’ ετέρου να αποτρέψει όσο γίνεται περισσότερο μια ενδεχόμενη κινεζική διείσδυση σε αυτό που το Νέο Δελχί εννοεί ως «ινδική σφαίρα επιρροής».
Ήδη από την σύσταση της Ινδικής Δημοκρατίας το 1947, η κυβέρνηση του Νέου Δελχί θεωρεί ως φυσικό χώρο πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Ινδίας, όχι μόνο καθαυτή την Ινδική Χερσόνησο αλλά και τα μικρότερα όμορα κράτη.
Το δόγμα αυτό, αν και ποτέ δεν εκφράσθηκε επισήμως, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το 1950, με την εγκαθίδρυση προτεκτοράτου στο γειτονικό βασίλειο του Σικίμ, το οποίο δυόμισι δεκαετίες αργότερα, το 1975, ενσωματώθηκε πλήρως στην Ινδία, όπως αποφάσισε το σύνολο σχεδόν των υπηκόων του σε δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε εκείνη την χρονιά. Η ενσωμάτωση του Σικίμ στην Ινδία κατάφερε να αποτρέψει την Κίνα να επεκτείνει τις βλέψεις της νοτιότερα του Θιβέτ.
Η διακυβέρνηση Μόντι, από τα μέσα του 2014 μέχρι σήμερα, έχει αποδείξει ότι υιοθετεί πλήρως το ίδιο δόγμα και δείχνει να μην φείδεται προσπαθειών αλλά και χρημάτων για να προωθήσει γρήγορα και αποτελεσματικά τις ινδικές προτεραιότητες περιφερειακής ασφάλειας, διευρύνοντας την ινδική διείσδυση στις όμορες χώρες.
Έτσι, η παρούσα ινδική πολιτική ηγεσία ακολουθεί την ίδια πολιτική που ακολουθούσε το Νέο Δελχί όλες τις προηγούμενες δεκαετίες ως προς το γειτονικό βασίλειο του Μπουτάν, που συνορεύει βορείως με την Κίνα. Λόγω των καλών σχέσεων του βασιλικού οίκου του Μπουτάν με την Ινδία, το μικρό αυτό βασίλειο είναι αποδέκτης της μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας που προσφέρει η Ινδία σε ξένη χώρα. Δεν αποτέλεσε σύμπτωση το γεγονός ότι το Μπουτάν ήταν η πρώτη χώρα που επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Μόντι μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το 2014, εγκαινιάζοντας ευρύ πρόγραμμα επενδύσεων και κατασκευής δημοσίων έργων, στέλνοντας με αυτόν τον τρόπο σαφή μηνύματα προς την κυβέρνηση του Πεκίνου.
Πρόσφατα διευρύνθηκε το περιεχόμενο των σημαντικών διμερών εμπορικών συμφωνιών που η Ινδία συνήψε με την Μυανμάρ από το 2001 και εντεύθεν, αλλά και πρόσφατα με το Νεπάλ (Νοέμβριος του 2014) και την Σρι Λάνκα (Φεβρουάριος του 2015), θέτοντας τις βάσεις για τεχνικές υποδομές ζωτικής σημασίας για τις χώρες εκείνες, με ινδική χρηματοδότηση. Οι εν λόγω διακρατικές συμφωνίες που αφορούν στον πρωτογενή τομέα των οικονομιών τους, επισφραγίζονται με γενναίες παροχές πιστώσεων εκ μέρους του ινδικού δημοσίου.
Με αυτόν τον τρόπο, η διακυβέρνηση Μόντι δηλώνει προς όλες τις κατευθύνσεις και κατά τρόπο ξεκάθαρο, ότι το Νέο Δελχί προτίθεται να εμβαθύνει την οικονομική και πολιτική του διείσδυση στην ευρύτερη ανατολική και βόρεια περιφέρεια της Ινδικής Χερσονήσου, με προοπτική δεκαετιών – σκοπεύοντας ξεκάθαρα να αποθαρρύνει τρίτους περιφερειακούς παίκτες να πράξουν το ίδιο.
* Ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΙΤΟΣ είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς, Πολιτικές και Οικονομικές Σχέσεις στη Μεσόγειο από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
(Στην φωτογραφία : Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι με την πρωθυπουργό του Μπανγκλαντές Χέιχα Χασίνα στο αεροδρόμιο της Ντάκα, στις 6 Ιουνίου 2015. REUTERS/Rafiqur Rahman)
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.