Η Ν.Δ. και το Κέντρο
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Εάν η Νέα Δημοκρατία επιθυμεί στα σοβαρά να «χτυπήσει» και πάλι την εξουσία και, πάνω απ’ όλα, να βοηθήσει να βγει η χώρα σιγά σιγά απ’ το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει τους τελευταίους μήνες, ας αφήσει στην άκρη τα διάφορα φλερτ με την ακροδεξιά και τους χρυσαυγίτες.
Ενα από τα πιο σοβαρά σφάλματα του κ. Σαμαρά ήταν η στροφή της παράταξης προς τη λαϊκή δεξιά, προς την ακροδεξιά καθεαυτή, ακόμα και προς το νεοναζιστικό μόρφωμα που προέκυψε στην ελληνική πολιτική ζωή τα τελευταία χρόνια. Ας παραβλέψουμε το σφάλμα ηθικής πολιτικής τάξης (εδώ ολόκληρη ριζοσπαστική αριστερά έσπευσε επί τροχάδην να συνάψει κυβερνητικό συνασπισμό με μια λαϊκιστική δεξιά – και αυτό προτίθεται να κάνει ξανά μετά τις νέες εκλογές – έτσι λέει ο κ. Παππάς πάντως) και ας σταθούμε στο θέμα της πολιτικής σκοπιμότητας: πώς θα μπορούσε να κερδίσει κάτι η μνημονιακή Ν.Δ. από μια μερίδα κόσμου που είχε ήδη καταδικάσει τον ΛΑΟΣ για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, που δεν θέλει την Ευρώπη, το ευρώ και οποιαδήποτε υποψία μνημονίου;
Κυρίως: υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αυτός του κέντρου, του μεσαίου χώρου, πολιτικά ορφανεμένος μετά τη δραματική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, την εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ και τη μικρή απήχηση των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων, ο οποίος ειδικά σε αυτήν τη χρονική στιγμή, εφόσον δεν είναι ιδεολογικά ή και συναισθηματικά αγκυλωμένος σε ένα «αντι-δεξιό» σύνδρομο, δείχνει μάλλον έτοιμος να «διαβεί τον Ρουβίκωνα» και να ρίξει την ψήφο του στην παραδοσιακή εκπρόσωπο της ελληνικής κεντροδεξιάς. Είναι ένας κόσμος κατατρομοκρατημένος και αγανακτισμένος από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είναι ένας κόσμος που στηρίζει ολόψυχα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, συνεπώς κινείται στο ευρύτερο πλαίσιο της Ν.Δ. Ομως έχει ιδιαίτερα ευαίσθητες δημοκρατικές αντένες και έχει –και αυτός– τις κόκκινες γραμμές του: την οποιαδήποτε τριβή με ακροδεξιά, εθνικιστικά πολιτικά σχήματα και μορφώματα.
Η –όσο καθυστερημένη– αποχώρηση Σαμαρά από την ηγεσία της Ν.Δ. τη νύχτα του δημοψηφίσματος έφερε μια μικρή αισιοδοξία σε όλους αυτούς τους ψηφοφόρους που παραδοσιακά δεν ψήφιζαν Ν.Δ. αλλά που θα έβλεπαν θετικά τη στήριξή της, εφόσον παρουσίαζε μια καθαρή γραμμή ενός σύγχρονου –όσο σύγχρονο μπορεί να είναι κάτι στη χώρα μας βέβαια...– ευρωπαϊκού κεντροδεξιού κόμματος. Η δε έλευση Μεϊμαράκη ενίσχυσε αυτή την πρώτη θετική εντύπωση – παραδόξως. Τονίζουμε το «παραδόξως», διότι ο νυν αρχηγός της Ν.Δ. δεν είναι η πιο κεντρώα πολιτική φιγούρα της παράταξης, διαθέτει όμως μια καθαρότητα και μιαν ευθύτητα η οποία είναι και γνήσια λαϊκή: δεν κινείται κάπου ανάμεσα σε μια αστική και μια λαϊκή πόζα, με αποτέλεσμα να μην είναι τίποτε από τα δύο, όπως ο κ. Σαμαράς, γνωρίζει σε βάθος τα κοινοβουλευτικά και δεν μοιάζει να τον πτοεί το επικοινωνιακό ατού του κ. Τσίπρα.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η αναμέτρηση Τσίπρα-Μεϊμαράκη θα είναι μια μάχη ανάμεσα σε δύο πολιτικούς που καλούνται και οι δύο, ο καθένας από τη δική του σκοπιά, να ξεπεράσουν κολλήματα κομματικά ή και προσωπικά. Ομως για τον κ. Μεϊμαράκη είναι μάλλον πιο εύκολη διεργασία αυτή: δεν πάσχει από ιδεοληψίες, δεν ανδρώθηκε σε ένα πολιτικό περιβάλλον που δεν καλλιεργεί ηγέτες αλλά τακτικιστές με μαρξιστικού τύπου αναπηρίες, δεν είναι δέσμιος του κόμματός του όπως ο κ. Τσίπρας, ενώ λογικά θα πρέπει να διαθέτει την ευελιξία του έμπειρου πολιτικού που εξελίχθηκε σε ένα κατ’ εξοχήν αστικό κόμμα εξουσίας και δραστικών αποφάσεων. Εξάλλου η Νέα Δημοκρατία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ως ένα παραδοσιακά κεντροδεξιό κόμμα. Ενδεχόμενη στροφή προς το κέντρο θα σημάνει και την επιστροφή της σε έναν οικείο της χώρο.