Η επόμενη οικονομική φούσκα
Η επερχόμενη μανία για την «πράσινη» τεχνολογία - Και γιατί είναι κάτι καλό
William H. Janeway
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η κεντρική δυναμική είναι πάντα η ίδια: η τιμή ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου δεν σχετίζεται πια με την πραγματική αξία του οικονομικού περιουσιακού στοιχείου που αντιπροσωπεύει.
Έτσι, η τιμή των dotcom μετοχών κατά την περίοδο 1998-2000 έχασε κάθε σχέση με τις χρηματικές ροές – παροντικές ή μελλοντικές – των νέων εταιριών που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την εμπορική υπόσχεση του Διαδικτύου. Οι κερδοσκόποι του χρηματοοικονομικού τομέα μπορούν να επωφεληθούν, ακόμα κι αν αποτύχει το έργο που έχουν χρηματοδοτήσει.
Οι οικονομικές φούσκες υπήρξαν επίσης αναγκαίες. Πότε-πότε, το αντικείμενο της κερδοσκοπίας έχει να κάνει με μια από τις θεμελιώδεις τεχνολογικές καινοτομίες - διώρυγες, σιδηρόδρομοι, ηλεκτροδότηση, αυτοκίνητα, αεροπλοΐα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, διαδίκτυο - που τελικά μεταλλάσσουν την οικονομία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προοπτικές βραχυπρόθεσμου οικονομικού κέρδους από την επένδυση στη φούσκα κινητοποιεί πολύ περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία σε άλλη περίπτωση οι συνετοί επαγγελματίες επενδυτές θα διένεμαν σε μικρές δόσεις. Επιπλέον, η ίδια η δυναμική τής φούσκας αναγκάζει τους προσεκτικούς επενδυτές να ενταχθούν στην αγέλη μήπως μια σχετική υπο-απόδοση τους αφήσει χωρίς επενδυτικά κεφάλαια: ο Warren Buffet, ο οποίος απέφυγε με επιτυχία τη μεγάλη φούσκα των εταιριών dotcom/τηλεπικοινωνίας της περιόδου 1998-2000, είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Οι οικονομικές φούσκες, όπως όλοι γνωρίζουν, επίσης αναπόφευκτα σκάνε. Και οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές ή παροδικές. Όταν η κερδοσκοπία μολύνει το πιστωτικό σύστημα που τροφοδοτεί το σύνολο της οικονομίας - και ειδικά όταν το αντικείμενό της δεν προσφέρει καμία προοπτική αύξησης της παραγωγικότητας της οικονομίας - οι συνέπειες της κατάρρευσης γίνονται αισθητές ως επί το πλείστον σε σύντομο χρονικό διάστημα και είναι αναμφίβολα αρνητικές, ίσως ακόμη και καταστροφικές.
Αλλά όταν η ζημία της κερδοσκοπίας περιορίζεται στην αγορά των μετοχών και των χρεογράφων, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες της φούσκας που σκάει μπορεί να είναι περιορισμένες. Εξάλλου, όταν το αντικείμενο της κερδοσκοπίας είναι μια μετασχηματιστική τεχνολογία, μια νέα οικονομία μπορεί να αναδυθεί από τα συντρίμμια . Αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που οι συνέπειες της τεχνολογικής φούσκας το 2001 ήταν ριζικά διαφορετικές από αυτές της στεγαστικής φούσκας το 2008.
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Τι μπορούμε λοιπόν να μάθουμε από τις παραγωγικές φούσκες και την ιστορία τους που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να προβλέψουμε πού και πώς (αν όχι πότε) ενδέχεται να προκύψει η επόμενη; Εδώ, η κατανόηση του ρόλου τού κράτους είναι από μόνη της σημαντική.
Οι παραγωγικές φούσκες ακολουθούν γενικά τις κρατικές επενδύσεις – αυτή την άλλη πηγή χρηματοδοτικής στήριξης έργων αβέβαιης οικονομικής αξίας. Για παράδειγμα, τα ομόλογα που χρηματοδότησαν την κατασκευή του Καναλιού Erie, στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν εγγυημένα από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιδοτούσε τις κατασκευές σιδηροδρόμων μέσα από μαζικές επιδοτήσεις δημόσιας γης. Στην αρχή του εικοστού αιώνα, η κυβέρνηση χορήγησε στην AT & T το μονοπώλιο της υπεραστικής τηλεφωνίας με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια, κάτι που βοήθησε να γίνει η φωνητική επικοινωνία πανταχού παρούσα. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς απογειωνόταν η φοβερή δεκαετία του ‘20, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και το Υπουργείο Εμπορίου τού Herbert Hoover χρηματοδότησαν τη δημιουργία του RCA που θα εκμεταλλευόταν όλες τις αμερικανικές πατέντες για τις ασύρματες επικοινωνίες, εγκαινιάζοντας έτσι τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Επιπλέον, ήταν τα κράτη που έκαναν δυνατή την ηλεκτροδότηση: το καθεστώς των περιφερειακών μονοπωλίων και οι ρυθμίσεις των τιμών επέτρεψαν μαζικές επενδύσεις σε δαπανηρές υποδομές. Αυτό το μοτίβο συνεχίστηκε μέχρι σήμερα. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι άνευ προηγουμένου δημόσιες επενδύσεις στον τομέα τής επιστήμης έχουν δημιουργήσει τις βάσεις επί των οποίων έχουν στήσει χορό επιχειρηματίες και επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων.
Μετά από κάθε μια από αυτές τις επενδυτικές εκρήξεις, ακολούθησε μια χρεοκοπία. Κατά τη διάρκεια του 1880, χτίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες 75 χιλιάδες μίλια σιδηροδρόμων. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών μετά το κραχ τού 1893, περισσότερο από το ήμισυ του εν λόγω δικτύου ήταν σε κατάσταση πτώχευσης, αλλά κανείς δεν ξήλωσε τις ράγες. Ακόμη και μετά το κραχ του 1929 και τη συνακόλουθη Μεγάλη Ύφεση δεν σταμάτησε η ηλεκτροδότηση της αμερικανικής οικονομίας. Και μετά την έκρηξη της dotcom/τηλεπικοινωνιακής φούσκας το 2001, οι «σκοτεινές ίνες» που είχαν πρόωρα εφαρμοστεί (στμ: ως σκοτεινή ίνα νοείται μια κανονική οπτική ίνα που παραμένει αχρησιμοποίητη), έφθασαν να χρησιμοποιούνται πλήρως και στη συνέχεια ακόμη περισσότερο.
Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία τής αγοράς δεν βασίζονται σε καθαρά οικονομικούς υπολογισμούς. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν μερκαντιλιστικές πολιτικές προστασίας και επιδοτήσεων για την εγχώρια βιομηχανία, όπως όλες οι χώρες που προσπαθούσαν να προλάβουν τους άλλους σε ανάπτυξη. Η πρωταρχική αποστολή ήταν η οικονομική ολοκλήρωση και η ανάπτυξη από τη μια ακτή στην άλλη: τα κανάλια και οι αυτοκινητόδρομοι, οι σιδηρόδρομοι και οι τηλεφωνικές γραμμές χτίστηκαν στο όνομα του «manifest destiny» (στμ: της ιδέας των αποίκων του 19ου αιώνα ότι θα επεκταθούν από τη μια άκρη της Αμερικής ως την άλλη).
Στον εικοστό αιώνα, η πορεία προς την εθνική ανάπτυξη ακολουθήθηκε από την επιτακτική ανάγκη για εθνική ασφάλεια. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επιστήμη υπηρέτησε τον πόλεμο σε πρωτοφανή κλίμακα, φέρνοντας καινοτομίες από τα ραντάρ μέχρι την ατομική βόμβα. Και η δέσμευση αυτή συνεχίστηκε και μέσα από τις δεκαετίες τού Ψυχρού Πολέμου. Από το 1950 ως το 1978, οι ομοσπονδιακές κυβερνητικές υπηρεσίες αντιπροσώπευαν πάνω από το 50% του συνόλου των δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη. Από το πυρίτιο ως το λογισμικό και το Διαδίκτυο, η όλη διάταξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας που χρησιμοποιούμε σήμερα προέρχεται από κυβερνητικά προγράμματα που αποσκοπούσαν στην προώθηση της εθνικής ασφάλειας.
Οι κρατικές υπηρεσίες δεν χρηματοδοτούσαν μόνο την επιστημονική έρευνα. Χρησίμευσαν επίσης ως δημιουργικοί και συνεργατικοί πελάτες για τα προϊόντα που προέκυψαν. Έκαναν τα προσφερόμενα προϊόντα χαμηλού κόστους, με αξιόπιστη παραγωγή. Με άλλα λόγια, κατέστησαν τις νέες τεχνολογίες ώριμες για εμπορική εκμετάλλευση.
Η Ουάσιγκτον δεν ήταν η μόνη εθνική πρωτεύουσα που υποστήριξε την επανάσταση των υπολογιστών. Σε άμεση αντίθεση με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους, ωστόσο, το Υπουργείο Άμυνας, η NASA και η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας δεν επέλεξαν τους «εθνικούς πρωταθλητές». Αντίθετα, ο ανταγωνισμός για τέτοιες συμβάσεις ήταν ανοικτός σε εταιρίες όπως η Texas Instruments και η Intel. Και οι κυβερνητικές υπηρεσίες επέμειναν σε ένα διαφανές καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο δημιούργησε μια δεξαμενή προσβάσιμης τεχνολογίας στην οποία θα μπορούσαν να βασιστούν οι επιχειρηματίες τού ιδιωτικού τομέα στις επόμενες δεκαετίες.
Στο δεύτερο μισό τού εικοστού αιώνα, η αντιμετώπιση των ασθενειών ήρθε να συμπληρώσει την εθνική ασφάλεια ως κίνητρο για κρατικές επενδύσεις. Η μεταφορά του προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον για τον «πόλεμο κατά του καρκίνου», αντιπροσώπευε περισσότερα από ένα παιχνίδι με τις λέξεις. Επικαλέστηκε μια δέσμευση αορίστου χρόνου που ξεπερνούσε μια ανάλυση κόστους-οφέλους, η οποία θα εγγυόταν τους προϋπολογισμούς των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας, για μια γενιά.
Κατά σύμπτωση, ακριβώς όπως οι τεχνολογίες πληροφορικής, στις οποίες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε επενδύσει, ωρίμαζαν μέσα στη δεκαετία του 1980, το πρώτο κύμα τής σύγχρονης βιοτεχνολογίας, ήρθε επίσης, στην επιφάνεια. Και η αρχικά τεράστια επιτυχία των νέων χρεογράφων με την δημόσια εγγραφή (IPO) τής Apple Computer και της Genentech, το φθινόπωρο του ίδιου έτους σηματοδότησε το τέλος επτά ετών που χαρακτηρίστηκαν από παντελή έλλειψη δυναμισμού στο χρηματιστήριο .
ΠΡΑΣΙΝΗ ΦΟΥΣΚΑ
Παρά το γεγονός ότι καθυστέρησε χάρη στην οδυνηρή ήττα του πληθωρισμού από τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Paul Volker, η «μίνι – φούσκα» νέων χρεογράφων με δημόσια εγγραφή (ΙΡΟ) το 1983 εγκαινίασε τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αισιοδοξία στην ιστορία του καπιταλισμού, με αποκορύφωμα την έκρηξη των εταιρειών dotcom/τηλεπικοινωνίας στο τέλος της χιλιετίας. Και στην πορεία, προέκυψαν διαδοχικές ευκαιρίες IPO για τις νέες εταιρίες βιοτεχνολογίας, συνεχίζοντας ακόμη και μετά το σκάσιμο τής φούσκας το 2001.
Τώρα κείτονται μπροστά μας χρόνια, ακόμη και δεκαετίες οικοδόμησης αυτής της νέας ψηφιακής οικονομίας. Και με αυτό, θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες καινοτομίας που ευνοεί την κερδοσκοπία: η περαιτέρω επέκταση του εικονικού κοινωνικού κόσμου, η μετατροπή της εξ αποστάσεως αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων σε ένα περιβάλλον ασφαλές και αξιόπιστο, το άλμα από την αναγνώριση ομιλίας στην κατανόηση της γλώσσας, η εξαγωγή χρήσιμης πληροφορίας από τα μεγάλα δεδομένα (big data). Η πρόοδος στις βιοεπιστήμες έχει ανάλογες δυνατότητες.
Αλλά, ποιος είναι ο επόμενος τομέας στον οποίο οι κρατικές επενδύσεις και η κερδοσκοπική μανία θα μπορούσαν να συνδυαστούν για να δημιουργήσουν μια άλλη νέα οικονομία; Οι πρώτες εκδηλώσεις της έχουν πρόσφατα φωτίσει τον ουρανό στη Γερμανία και την Κίνα. Η συμπτωματική κίνηση προς μια αυριανή οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα είναι ήδη εμφανής.
Στην πραγματικότητα, οι πρώτες φούσκες της επόμενης οικονομίας έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται: τα τελευταία χρόνια, η γερμανική κυβέρνηση έχει προσφέρει γενναιόδωρες επιδοτήσεις για να υποστηρίξει την ταχεία επέκταση της ηλεκτροπαραγωγής από φωτοβολταϊκά στοιχεία, στις οποίες (επιδοτήσεις) απάντησε επιθετικά η Κίνα. Το κλασικό μοτίβο τής χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας που οδήγησε σε μαζική αύξηση της προσφοράς, ακολουθούμενη από την κατάρρευση των τιμών και την πτώχευση, έχει παιχθεί και στις δύο χώρες.
Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεθεί στο δικό τους περίπλοκο κόμπο. Ο νόμος περί Ενεργειακής Πολιτικής του πρώην προέδρου George W. Bush το 2005 ενέκρινε ένα πρόγραμμα εγγυήσεων δανείων «για την υποστήριξη καινοτόμων τεχνολογιών καθαρής ενέργειας που δεν είναι συνήθως σε θέση να λάβουν τις συμβατικές ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις λόγω των υψηλών κινδύνων της τεχνολογίας». Στην ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιανουάριο του 2009, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της οικονομίας μετά την Lehman Brothers, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε επεκτείνει σημαντικά αυτό το πρόγραμμα, στο πλαίσιο του σχεδίου του για τόνωση της οικονομίας. Οι έως σήμερα επιτυχίες ενός παραλήπτη, της Tesla, στην προώθηση επαρκούς ενδιαφέροντος για τα ιδιοφυή ηλεκτρικά αυτοκίνητά της, προκειμένου να δημιουργήσει μια μικροφούσκα στις μετοχές της και να εξοφλήσει έτσι το δάνειό της, δεν αντιστάθμισε το πολιτικό κόστος τής διαγραφής δανείων τής Solyndra (προηγμένα φωτοβολταϊκά στοιχεία) και της A123 (μπαταρίες νέας τεχνολογίας) όταν πτώχευσαν και οι δύο.
Η Ουάσιγκτον αντιμετώπισε μια σύγκρουση ανάμεσα στη βραχυπρόθεσμη τόνωση τής οικονομίας και στην υποστήριξη της παροχής εναλλακτικών πηγών ενέργειας σε μακροπρόθεσμη βάση. Με βάση την ιστορία χορηγιών τού Πενταγώνου προς τις ψηφιακές τεχνολογίες, το Υπουργείο Ενέργειας θα μπορούσε να ήταν πιο ανοικτό, ανταγωνιστικό και διαφανές σε πολλαπλές πηγές πρωτοποριακής τεχνολογίας μπαταριών. Αλλά αυτό θα συνεπαγόταν ένα πολυετές πρόγραμμα ασυμβίβαστο με την άμεση ανάγκη να αποτραπεί η κατάρρευση της αμερικανικής οικονομίας.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημιουργία των βάσεων για μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα απαιτήσει άμεση και έμμεση στήριξη από την κυβέρνηση σε μαζική κλίμακα. Αλλά τα ιδεολογικά και θεσμικά εμπόδια γι’ αυτούς τους στόχους είναι τεράστια.
Στο ιδεολογικό μέτωπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πλέον διακριθεί μεταξύ των υπόλοιπων χωρών τού κόσμου για τον αριθμό των πολιτικών ηγετών της οι οποίοι αρνούνται ότι η κλιματική αλλαγή υπάρχει στην πραγματικότητα. Σε θεσμικό επίπεδο, η στήριξη της κυβέρνησης στις καθαρές τεχνολογίες και την πράσινη τεχνολογία είναι πολύ πιο δύσκολο να λάβει χώρα από ό,τι η δέσμευση για την πληροφορική στο όνομα της εθνικής ασφάλειας. Μια τεράστια, κερδοφόρα και πολιτικά εδραιωμένη συμβατική βιομηχανία ενέργειας υπάρχει ήδη, σε αντίθεση με την εκκολαπτόμενη βιομηχανία επεξεργασίας πληροφοριών της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αdvanced Research Projects Agency-Energy (ARPA - E) έχει ρητά ως πρότυπο την θρυλική Defense Advanced Research Projects Agency (DARPA). Αλλά απαιτεί ένα ασήμαντο ποσό πόρων σε σχέση με το κληροδότημα της DARPA κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Στερείται επίσης το σύνολο των «μεγάλων αδελφών» - συνολικά το Υπουργείο Άμυνας - ο ρόλος των οποίων ως πελάτες των νέων τεχνολογιών είχε μετασχηματιστικές επενέργειες. Το Υπουργείο Ενέργειας θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα στη στήριξη νέων τεχνολογιών μπαταρίας, αλλά δεν είναι σαφές το πού θα βρεθεί η πηγή τής ζήτησης για να φέρουν τις καινοτομίες αρκετά κοντά στην εμπορική αγορά ώστε να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας.
Στο παρασκήνιο και μακριά από τα βλέμματα, πολλές από τις τεχνολογίες που θα δώσουν τελικά δυναμική στην επόμενη νέα οικονομία έχουν χρηματοδοτηθεί από αυτό που ο κοινωνιολόγος Fred Block αποκάλεσε το «κρυφό αναπτυξιακό κράτος». Η πιο εμφανής και οικονομικά σημαντική από τις νέες παραγωγικές τεχνολογίες, η υδραυλική ρηγμάτωση των υδρογονανθράκων σχιστόλιθου (fracking), ευνοήθηκε από διάφορους κλάδους τής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1970.
Είναι αλήθεια ότι το fracking χρειάστηκε μια πλήρη γενιά έρευνας και πειραματισμού πριν φθάσει σε μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη. Ωστόσο, όσον αφορά αυτό και άλλα μέτωπα, οι σπόροι της καινοτομίας έχουν ριχθεί και ποτίζονται. Όταν επικρατήσει η οικονομική μανία, το κύμα κερδοσκοπικών επενδύσεων στην κλίμακα που απαιτείται για την κατασκευή των θεμελίων μιας νέας οικονομίας, αυτό που θα έχει σημασία θα είναι μια ιστορία με προοπτικές – όχι οι αριθμοί που θα ικανοποιήσουν τα ορθολογικά υποκείμενα της παλιάς νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας. Από τους ηλεκτρικούς σταθμούς φόρτισης που πολλαπλασιάζονται στη Silicon Valley μέχρι τις εκτάσεις σχιστόλιθου της Βόρειας Ντακότα και της Δυτικής Βιρτζίνια, μέσω της φούσκας των φωτοβολταϊκών που έσπασε στην Κίνα και τη Γερμανία, αυτές οι ιστορίες έχουν ήδη αρχίσει να πολλαπλασιάζονται.
* Ο WILLIAM H. JANEWAY είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Warburg Pincus και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Cambridge της Αμερικής, University of Cambridge.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139871/william-h-janeway/the-next...