Το μεγάλο προκύπτει ως άθροισμα των μικρών
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Για να φτιάξεις τη μερακλίδικη την αστακομακαρονάδα, προϋποτίθεται ότι έχεις τον τρόπο για να μαγειρέψεις τον αστακό ή, καλύτερα, την «αστακουδιά», όπως ήταν το χαϊδευτικό του τερατώδους όψεως οστρακόδερμου εφόσον προοριζόταν για γαστριμαργική χρήση, κατά τη χρυσή εποχή των καραμπουζουκλήδων, τότε που το ΠΑΣΟΚ (πράσινο ή γαλάζιο, μικρή η διαφορά...) ήταν στην κυβέρνηση και «ο λαός στην εξουσία».
Αναρίθμητοι ήσαν οι τρόποι αυτοί: ο καθένας μπορούσε να βρει τον δικό του, φτάνει να είχε φαντασία και δημιουργικότητα. Εγώ, σήμερα, που είναι Κυριακή και θέλω να σας σερβίρω κάτι ανάλαφρο, είπα να σας παρουσιάσω μια τέτοια συνταγή της πράσινης περιόδου του ΠΑΣΟΚ από το ηρωικό και αλησμόνητο 1988. Τη μαγική εποχή, που υπουργός Προεδρίας ήταν ο Α. ο Πεπονής, Οικονομικών ο Δ. ο Τσοβόλας, Υγείας ο Α. ο Κακλαμάνης (υπάρχει ακόμη), Αμύνης ο Ι. ο Χαραλαμπόπουλος (ομοίως), Εργασίας ο Γ. ο Γεννηματάς και Εσωτερικών κάποιος Παν. Μαρκόπουλος, τον οποίον, λυπάμαι πολύ, αλλά δεν τον θυμάμαι καθόλου.
Εκείνη τη χρονιά οι προαναφερθέντες υπέγραψαν μια κοινή υπουργική απόφαση, η οποία θέσπιζε σε όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ «μία ημέρα αδείας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο πέραν της κανονικής», εφόσον ανήκαν στην κατηγορία των εργαζομένων «μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής» (έτσι έλεγαν τότε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή). Ο παραλογισμός της σύλληψης ότι, επειδή χρησιμοποιείς υπολογιστή, δικαιούσαι και έξι ημέρες πληρωμένη άδεια τον χρόνο υποστηρίζεται και από το πλήθος των άλλων ρυθμίσεων που περιλαμβάνει η απόφαση και, κυρίως, από την αδιανόητη σχολαστικότητά τους. Διαβάζουμε, λ.χ., ότι «καθιερώνονται 15λεπτα διαλείμματα κάθε δύο ώρες κατά τη διάρκεια του ωραρίου για όσους εργαζόμενους απασχολούνται μπροστά σε οθόνες πάνω από 4 ώρες την ημέρα συνολικά ή κάνουν διορθωτική εργασία ανεξαρτήτως ωρών». Διευκρινίζεται, δε, ότι «τα διαλείμματα αυτά δεν συσσωρεύονται» και ότι «για όσους παίρνουν ήδη διάλειμμα μισής ώρας, το διάλειμμα αυτό συμψηφίζεται με το παραπάνω χωρίς συσσώρευση». Θεσπίζονται, επίσης, η «διενέργεια ειδικών μελετών αντιμετώπισης του θορύβου σε κάθε μηχανογραφικό κέντρο», η «διενέργεια σεμιναρίων επιμόρφωσης για τους κινδύνους και τα μέτρα προστασίας των εργαζόμενων μπροστά σε οθόνες», ενώ λαμβάνεται πρόνοια για απίθανες εργονομικές ρυθμίσεις, όπως «κοινά φώτα και όχι φθορισμού ύστερα από αίτημα των εργαζόμενων, εξασφάλιση σκούρων επιφανειών στα τραπέζια, εξασφάλιση χώρου μπροστά στο πληκτρολόγιο ή ειδικού πλαισίου για τη στήριξη του χεριού».
Πολλά είναι τα ερωτήματα που γεννώνται. Τι να υποθέσει κάποιος, προκειμένου ίσα ίσα να αρχίσει να προσπαθεί να κατανοήσει τη λογική βάσει της οποίας οργανωνόταν και λειτουργούσε ένα τέτοιο Δημόσιο; (Διότι να καταφέρει να την κατανοήσει πλήρως, το θεωρώ αδύνατον!). Ηξεραν άραγε οι νομοθέτες το 1988 τι ακριβώς είναι οι «κομπιούτερ» ή νόμιζαν ότι είναι κάτι περίπου σαν το κομπρεσέρ; Κι επίσης, αν το κράτος δεν είχε χρεοκοπήσει, αν συνεχίζαμε ακάθεκτοι να χτίζουμε τον Υπαρκτό Ελληνισμό και η λογική που υπαγόρευε αυτό τον προστατευτισμό εξακολουθούσε να πραγματώνεται σε νομοθετικές ρυθμίσεις του παραπάνω είδους, τι είδους πρόνοιες υπέρ όσων εργάζονται «μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής» θα είχαμε επινοήσει; Μήπως -διερωτώμαι- δωρεάν «χαρτομάντηλα» για όσους κατεβάζουν τσόντες από το Διαδίκτυο, σεμινάρια για τις επιπτώσεις του αυνανισμού και «διενέργεια ειδικών μελετών» για την ανέγερση στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ «υγειονομικώς ασφαλών χώρων εκτόνωσης»; (Συγχωρήστε με, αλλά στην εποχή του Internet, τη μεγαλύτερη κίνηση έχουν, αποδεδειγμένα, οι ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου ― η ζωή είναι σκληρή, λυπάμαι αν σας πληγώνω...).
Ωστόσο, το Internet ήλθε, όπως ήλθαν και τα κινητά τηλέφωνα, που υποτίθεται ότι αύξησαν την έκθεση των χρηστών στην ακτινοβολία. Ευτυχώς κανείς δεν σκαρφίστηκε ηλίθιες προστατευτικές ρυθμίσεις της λειτουργίας του Δημοσίου για όλα αυτά. Επίσης, όμως, κανείς δεν σκέφθηκε να καταργήσει την εξαήμερη άδεια για την χρήση του υπολογιστή, που είχε θεσπισθεί πριν από 25 χρόνια. Ως προχθές αυτό, όταν ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι επιτέλους καταργείται.
Με κάτι τέτοια παλαβά, όμως, μαγειρεύτηκε η αστακομακαρονάδα που απολαμβάναμε. Για κάτι τέτοια δανειζόμασταν. Αυτά δημιουργούσαν τις «ανελαστικές δαπάνες». Διότι, όπως ανακοινώθηκε από τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης, οι εργατοώρες που προκύπτουν από την κατάργηση της συγκεκριμένης άδειας αντιστοιχούν στην πρόσληψη 5.000 επιπλέον υπαλλήλων. Ιδού, λοιπόν, πώς συνέβαινε το επίπεδο των υπηρεσιών του Δημοσίου συνεχώς να πέφτει, αλλά οι ανάγκες του σε δυναμικό υπαλλήλων ολοένα να αυξάνονται. Τα διάφορα μικρά που σιγά σιγά σωρεύονταν έκαναν τη μεγάλη διαφορά. Μας έπρηξαν τα συκώτια όλα αυτά τα χρόνια με τα μεγάλα συμφέροντα, αλλά από κάτω, ήταν τα πολλά, μικρά και συνασπισμένα συμφέροντα που αποδείχθηκαν ακαταμάχητα. Υπό το βάρος όλων αυτών -το δικό μας βάρος, δηλαδή- καταρρεύσαμε. Κάτι τέτοια εκφύλισαν την αντίληψη της εργασίας στη συνείδηση του κόσμου και την έκαναν αντιπαραγωγική στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας.
Αραγε χρειαζόταν να μας επιβληθεί το Μνημόνιο, ώστε να καταλάβουμε ότι χρειάζεται να αλλάξουμε την οργάνωση του κράτους μας; Ηταν ανάγκη να πρέπει να δίνουμε κάθε τόσο εξηγήσεις στους δανειστές μας για το πού πάνε τα λεφτά τους, ώστε να αρχίσουμε να ξεμπερδεύουμε επιτέλους με βλακώδεις παραλογισμούς; Ωστε να καταλάβουμε ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις δεν υποκαθιστούν τον κοινό νου στη λειτουργία του κράτους και ότι πρέπει να υπάρξει μια λογική ισορροπία στην οργάνωση του κράτους μεταξύ των συμφερόντων των πελατών του και των συμφερόντων των λειτουργών του; (Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο παραλογισμός της πραγματικότητας αποτυπώθηκε στη γλώσσα: ίσως είμαστε η μοναδική χώρα, όπου ώς και οι ταξιτζήδες ασκούν «λειτούργημα»...).
Το ερώτημα της προηγουμένης παραγράφου δεν είναι ρητορικό. Ναι, δυστυχώς για εμάς, χωρίς το Μνημόνιο δεν θα είχαμε ξεκινήσει να προσπαθούμε να κάνουμε όσα θα έπρεπε να είχαμε κάνει αυτοβούλως. Και δεν είναι βέβαια η έκβαση της προσπάθειας, καθώς, ακόμη και τώρα, τρία χρόνια αργότερα, μέσα στην κυβέρνηση και μάλιστα στις τάξεις των προερχομένων από τη Ν.Δ. υπουργών, δίνονται παρασκηνιακές μάχες ιδεολογικού χαρακτήρα με αφορμή την κινητικότητα, οι οποίες σε ένα υποτιθέμενο κεντροδεξιό κόμμα θα έπρεπε να έχουν κριθεί προ πολλού. Οι προσπάθειες των λίγων που προσπαθούν να αναμορφώσουν το κράτος υπονομεύονται από τη δράση των πολλών που προσπαθούν να το συντηρήσουν, προκειμένου να διασώσουν την πελατεία τους. Σε μια τέτοια αμφίρροπη μάχη, ο καθοριστικός ρόλος είναι του πρωθυπουργού. Αυτός μόνον μπορεί να οδηγήσει την κυβέρνηση με τρόπο ώστε να κάνει τη διαφορά, είτε μέσω της σταθερής στήριξής του στις μικρές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση της γελοίας «άδειας υπολογιστή», είτε μέσω της επιμονής του στην επιλογή των κατάλληλων προσώπων για τις κρίσιμες θέσεις, ανεξαρτήτως της κομματικής προέλευσής τους. Εν τέλει, η μεγάλη μεταρρύθμιση θα προκύψει από το άθροισμα των μικρών, εφόσον προωθούνται σταθερά και με επιμονή.