Ρέκβιεμ για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία
Του Νίκου Μαραντζίδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το 1989 θρυμματίστηκε μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει ένα τείχος όταν καταρρέει μία ιδέα, η οποία γεννήθηκε στους καιρούς της Γαλλικής Επανάστασης και γιόρταζε –τι ειρωνεία– 200 χρόνια ζωής: «Οποιος κατακτήσει την εξουσία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».
Η ιδέα αυτή επηρέασε το σύνολο της πολιτικού φάσματος, αλλά δαιμόνισε κυρίως την ευρωπαϊκή αριστερά. Μπορεί, βεβαίως, οι μπολσεβίκοι να υπήρξαν οι πιο κυνικοί και αποτελεσματικοί διακινητές της, όμως και πολλοί σοσιαλιστές οραματίστηκαν «να σαρώνουν το παρελθόν» όπως ο ύμνος της Διεθνούς τούς προέτρεπε. Στην ελληνική της εκδοχή, αυτή η ακαταμάχητη γοητεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αποτυπώθηκε στο περίφημο σύνθημα του ΠΑΣΟΚ: «Στις 18 σοσιαλισμό».
Αν οι μπολσεβίκοι έδειξαν πόσο αποτελεσματικό υπήρξε το «κόμμα νέου τύπου» για να καταληφθεί η κρατική εξουσία σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, το σύγχρονο «κόμμα-μαζών» υπήρξε η πιο επιτυχημένη μηχανή κατάληψης εξουσίας μέσα σε συνθήκες ειρήνης και κοινοβουλευτισμού. Στη σοσιαλδημοκρατική του εκδοχή το «κόμμα-μαζών» συνέβαλε στην ένταξη μεγάλου μέρους των αποκλεισμένων φτωχών πολιτών στην πολιτική και κυρίως προσέδωσε σε μια κοινωνική τάξη, την εργατική τάξη, πολιτική υπερηφάνεια και εθνικό ρόλο.
Η ώσμωση ανάμεσα στο «κόμμα-μαζών» και στη φιλελεύθερη δημοκρατία οδήγησε σε αμοιβαίους μετασχηματισμούς. Το «κόμμα-μαζών» εποίκισε το σύνολο των αντιπροσωπευτικών θεσμών φέρνοντας στα δικά του μέτρα το Κοινοβούλιο και τους άλλους θεσμούς. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έγινε συνώνυμο της κομματικής δημοκρατίας υπό την έννοια ότι περισσότερο από το Κοινοβούλιο ήταν τα κομματικά γραφεία που έπαιρναν τις πραγματικές αποφάσεις.
Σταδιακά, μπροστά στις εκλογικές ανάγκες η ιδεολογία υποχώρησε. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από εκφραστές μιας και μόνης συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας εξελίχθηκαν παντού σε πολυσυλλεκτικά κόμματα, αθροίσματα πολλών και αντιφατικών επιδιώξεων. Προκειμένου να ανταποκριθούν στα αιτήματα των εκλογικών τους πελατειών, οι σοσιαλιστές, διαπλέχθηκαν τόσο πολύ με το κράτος που αποτέλεσαν αναπόσπαστα κομμάτια του. Από τα μέσα του ’70 οι διαφορές ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και τους συντηρητικούς αντιπάλους τους είχαν μικρύνει πολύ. Τη δεκαετία του ’80 έγιναν δυσθεώρητες.
Στις αρχές του ’90 συντελέστηκαν δραματικές μεταβολές διεθνώς. Η κυριότερη από αυτές υπήρξε η απώλεια ισχύος του έθνους-κράτους λόγω της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ιδέα να κατακτήσεις την κρατική εξουσία για να αλλάξεις τον κόσμο αποδεικνύεται πλέον όχι μόνο ανεδαφική, αλλά αληθινός εφιάλτης για όσους την ευαγγελίστηκαν. Ως άλλη Κίρκη που μετατρέπει τους ανθρώπους σε γουρούνια, η εξουσία εξευτελίζει τα κόμματα που επαγγέλθηκαν τις μεγαλύτερες αλλαγές με εργαλείο το κράτος.
Η πλέον θιγμένη αυτών των εξελίξεων ήταν η ευρωπαϊκή αριστερά, σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική. Παντού, η κυβερνώσα αριστερά αφήνει το ίδιο στίγμα: αφερέγγυα και ασυνεπής με τις υποσχέσεις της για αναδιανομή και κοινωνική ισότητα. Οταν μάλιστα η παρουσία της συνδέεται με οικονομικά σκάνδαλα, τότε το πράγμα δείχνει ακόμη χειρότερο.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, οι σοσιαλιστές δείχνουν να μη διαθέτουν καμιά πυξίδα. Εκφραστές κορπορατίστικων συμφερόντων εντός του κράτους ή διαμέσου αυτού, μπορούσαν να προσβλέπουν σε μια καλή κυβερνητική θητεία μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: α) Να ανοίγει το πουγκί της η Ευρωπαϊκή Ενωση και να κατευθύνει πόρους προς σημαντικούς τομείς της οικονομίας και β) να μπορεί το εθνικό κράτος να δανείζεται ασύστολα και να δαπανά χρήματα σε δημόσιες επενδύσεις και στην εξυπηρέτηση πελατειακών δικτύων που πολλές φορές βαφτίζονταν κοινωνική πολιτική.
Η διεθνής ύφεση ξεσκέπασε τη ρηχότητα της σοσιαλδημοκρατικής συνταγής. Οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, εξοικειωμένοι με την αγορά και με μια κουλτούρα νοικοκυρέματος της οικονομίας, είχαν κάτι να προτείνουν. Οι σοσιαλδημοκράτες όμως έμειναν μετέωροι. Γενικότερα, μέσα στις σημερινές συνθήκες αποδείχτηκε πως έχουν κάτι να πουν είτε αυτοί που εμπιστεύονται την αγορά και την ανοικτή κοινωνία είτε αυτοί που τη μισούν.
Η κρίση αποκάλυψε την απόλυτη αμηχανία της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής αριστεράς, που άλλοτε αποδέχεται γκρινιάρικα και απρόθυμα τις νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές και άλλοτε οδηγείται στον λαϊκισμό τύπου Τσίπρα, Γκρίλο ή Μελανσόν. Τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη την Ευρώπη, όταν οι σοσιαλδημοκράτες στρίβουν δεξιά μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό με τους συντηρητικούς και όταν πάλι μετακινούνται αριστερά μετατρέπονται σε θλιβερούς λαϊκιστές.
Οι καιροί που η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έδειχνε απλώς γερασμένη έχουν παρέλθει. Στις μέρες μας συνιστά ένα άταφο πτώμα. Η εργατική τάξη που εξέφρασε για δεκαετίες δεν υπάρχει πια, καθώς αυτή μετακόμισε στον Τρίτο Κόσμο, ενώ το έθνος-κράτος που υπήρξε το εργαλείο της υπέστη δραματική αποδυνάμωση. Οσο όμως το πτώμα παραμένει άταφο, τίποτε το νέο στη θέση του παλιού δεν μπορεί να εμφανιστεί.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Του Νίκου Μαραντζίδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το 1989 θρυμματίστηκε μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει ένα τείχος όταν καταρρέει μία ιδέα, η οποία γεννήθηκε στους καιρούς της Γαλλικής Επανάστασης και γιόρταζε –τι ειρωνεία– 200 χρόνια ζωής: «Οποιος κατακτήσει την εξουσία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».
Η ιδέα αυτή επηρέασε το σύνολο της πολιτικού φάσματος, αλλά δαιμόνισε κυρίως την ευρωπαϊκή αριστερά. Μπορεί, βεβαίως, οι μπολσεβίκοι να υπήρξαν οι πιο κυνικοί και αποτελεσματικοί διακινητές της, όμως και πολλοί σοσιαλιστές οραματίστηκαν «να σαρώνουν το παρελθόν» όπως ο ύμνος της Διεθνούς τούς προέτρεπε. Στην ελληνική της εκδοχή, αυτή η ακαταμάχητη γοητεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αποτυπώθηκε στο περίφημο σύνθημα του ΠΑΣΟΚ: «Στις 18 σοσιαλισμό».
Αν οι μπολσεβίκοι έδειξαν πόσο αποτελεσματικό υπήρξε το «κόμμα νέου τύπου» για να καταληφθεί η κρατική εξουσία σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, το σύγχρονο «κόμμα-μαζών» υπήρξε η πιο επιτυχημένη μηχανή κατάληψης εξουσίας μέσα σε συνθήκες ειρήνης και κοινοβουλευτισμού. Στη σοσιαλδημοκρατική του εκδοχή το «κόμμα-μαζών» συνέβαλε στην ένταξη μεγάλου μέρους των αποκλεισμένων φτωχών πολιτών στην πολιτική και κυρίως προσέδωσε σε μια κοινωνική τάξη, την εργατική τάξη, πολιτική υπερηφάνεια και εθνικό ρόλο.
Η ώσμωση ανάμεσα στο «κόμμα-μαζών» και στη φιλελεύθερη δημοκρατία οδήγησε σε αμοιβαίους μετασχηματισμούς. Το «κόμμα-μαζών» εποίκισε το σύνολο των αντιπροσωπευτικών θεσμών φέρνοντας στα δικά του μέτρα το Κοινοβούλιο και τους άλλους θεσμούς. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έγινε συνώνυμο της κομματικής δημοκρατίας υπό την έννοια ότι περισσότερο από το Κοινοβούλιο ήταν τα κομματικά γραφεία που έπαιρναν τις πραγματικές αποφάσεις.
Σταδιακά, μπροστά στις εκλογικές ανάγκες η ιδεολογία υποχώρησε. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από εκφραστές μιας και μόνης συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας εξελίχθηκαν παντού σε πολυσυλλεκτικά κόμματα, αθροίσματα πολλών και αντιφατικών επιδιώξεων. Προκειμένου να ανταποκριθούν στα αιτήματα των εκλογικών τους πελατειών, οι σοσιαλιστές, διαπλέχθηκαν τόσο πολύ με το κράτος που αποτέλεσαν αναπόσπαστα κομμάτια του. Από τα μέσα του ’70 οι διαφορές ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και τους συντηρητικούς αντιπάλους τους είχαν μικρύνει πολύ. Τη δεκαετία του ’80 έγιναν δυσθεώρητες.
Στις αρχές του ’90 συντελέστηκαν δραματικές μεταβολές διεθνώς. Η κυριότερη από αυτές υπήρξε η απώλεια ισχύος του έθνους-κράτους λόγω της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ιδέα να κατακτήσεις την κρατική εξουσία για να αλλάξεις τον κόσμο αποδεικνύεται πλέον όχι μόνο ανεδαφική, αλλά αληθινός εφιάλτης για όσους την ευαγγελίστηκαν. Ως άλλη Κίρκη που μετατρέπει τους ανθρώπους σε γουρούνια, η εξουσία εξευτελίζει τα κόμματα που επαγγέλθηκαν τις μεγαλύτερες αλλαγές με εργαλείο το κράτος.
Η πλέον θιγμένη αυτών των εξελίξεων ήταν η ευρωπαϊκή αριστερά, σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική. Παντού, η κυβερνώσα αριστερά αφήνει το ίδιο στίγμα: αφερέγγυα και ασυνεπής με τις υποσχέσεις της για αναδιανομή και κοινωνική ισότητα. Οταν μάλιστα η παρουσία της συνδέεται με οικονομικά σκάνδαλα, τότε το πράγμα δείχνει ακόμη χειρότερο.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, οι σοσιαλιστές δείχνουν να μη διαθέτουν καμιά πυξίδα. Εκφραστές κορπορατίστικων συμφερόντων εντός του κράτους ή διαμέσου αυτού, μπορούσαν να προσβλέπουν σε μια καλή κυβερνητική θητεία μόνο υπό δύο προϋποθέσεις: α) Να ανοίγει το πουγκί της η Ευρωπαϊκή Ενωση και να κατευθύνει πόρους προς σημαντικούς τομείς της οικονομίας και β) να μπορεί το εθνικό κράτος να δανείζεται ασύστολα και να δαπανά χρήματα σε δημόσιες επενδύσεις και στην εξυπηρέτηση πελατειακών δικτύων που πολλές φορές βαφτίζονταν κοινωνική πολιτική.
Η διεθνής ύφεση ξεσκέπασε τη ρηχότητα της σοσιαλδημοκρατικής συνταγής. Οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, εξοικειωμένοι με την αγορά και με μια κουλτούρα νοικοκυρέματος της οικονομίας, είχαν κάτι να προτείνουν. Οι σοσιαλδημοκράτες όμως έμειναν μετέωροι. Γενικότερα, μέσα στις σημερινές συνθήκες αποδείχτηκε πως έχουν κάτι να πουν είτε αυτοί που εμπιστεύονται την αγορά και την ανοικτή κοινωνία είτε αυτοί που τη μισούν.
Η κρίση αποκάλυψε την απόλυτη αμηχανία της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής αριστεράς, που άλλοτε αποδέχεται γκρινιάρικα και απρόθυμα τις νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές και άλλοτε οδηγείται στον λαϊκισμό τύπου Τσίπρα, Γκρίλο ή Μελανσόν. Τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη την Ευρώπη, όταν οι σοσιαλδημοκράτες στρίβουν δεξιά μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό με τους συντηρητικούς και όταν πάλι μετακινούνται αριστερά μετατρέπονται σε θλιβερούς λαϊκιστές.
Οι καιροί που η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έδειχνε απλώς γερασμένη έχουν παρέλθει. Στις μέρες μας συνιστά ένα άταφο πτώμα. Η εργατική τάξη που εξέφρασε για δεκαετίες δεν υπάρχει πια, καθώς αυτή μετακόμισε στον Τρίτο Κόσμο, ενώ το έθνος-κράτος που υπήρξε το εργαλείο της υπέστη δραματική αποδυνάμωση. Οσο όμως το πτώμα παραμένει άταφο, τίποτε το νέο στη θέση του παλιού δεν μπορεί να εμφανιστεί.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.