Η κρίση και η βία
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Φταίει η κρίση για την πολιτική βία; Oτι φταίει είναι αναμφίβολο - οι άνθρωποι, είτε ως άτομα είτε ως ομάδες, αγριεύουν όταν νιώθουν να απειλούνται. Το ερώτημα είναι πώς και κατά πόσον ευθύνεται η κρίση, όπως τη βιώνουμε εδώ, για την έξαρση του φαινομένου της βίας στις μέρες μας.
Ως τώρα καταγράφω δύο διακριτές προσεγγίσεις, οι οποίες απαντώνται σε ποικίλες παραλλαγές. Η μία είναι η επίσημη της Αριστεράς εν γένει· και, ιδίως, από την ακραία πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και παραπέρα. Αυτοί βλέπουν την κρίση ως αμιγώς καπιταλιστική και, επομένως, θεωρούν ότι και η βία που εκλύεται από τις κοινωνικές αναταράξεις είναι επίσης καπιταλιστική. Η δεύτερη προσέγγιση αναγνωρίζει επίσης τον ρόλο της κρίσης στην έξαρση του φαινομένου, αλλά τον βλέπει μάλλον ως αφορμή παρά ως γενεσιουργό αιτία.
Αυτοί οι δεύτεροι πιστεύουν ότι όσα μας κάνουν σήμερα να φρίττουμε είναι εκδηλώσεις μιας πολιτικής και κοινωνικής κουλτούρας, η οποία είχε καλλιεργηθεί σταδιακά και συστηματικά πολύ προτού ξεσπάσει η κρίση με τις επιπτώσεις της. Για την οικονομία της συζήτησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μεν πρώτοι προβάλλουν τη θεωρία του ενός άκρου (για να δανειστώ την εύστοχη διατύπωση του Πάσχοντος Μανδραβέλη στο κυριακάτικο σημείωμά του), οι δε άλλοι τη θεωρία των άκρων. Λέω, θα το προσέξατε, «των άκρων» και όχι «των δύο άκρων». Διότι, θεωρητικά, τα άκρα θα μπορούσαν να είναι περισσότερα - σχεδόν αναρίθμητα. Θα μπορούσαν, λ.χ., να υπάρχουν ακραίοι κεντρώοι ορθολογιστές, οι οποίοι να βγαίνουν στους δρόμους με ρόπαλα, γύρω από τα οποία θα έχουν τυλίξει τη σκούρα κυανή σημαία της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τα χρυσά αστέρια, και να πλακώνουν αδιακρίτως φασίστες, ναζιστές, αριστεριστές και κομμουνιστές. Ευτυχώς, όμως, ακόμη δεν έχουμε φθάσει σε αυτό το σημείο. Iσως διότι, εκ της φύσεως των θέσεων που εκφράζει ένας κεντρώος ορθολογιστής, η βία αποκλείεται. Δυστυχώς, ώς τώρα, έχουμε δύο μορφές πολιτικής βίας: την ακροδεξιά και την ακροαριστερή.
Oποτε επιχειρείται ο συσχετισμός των δύο μορφών βίας, η απόπειρα πάντα προκαλεί εκρήξεις υστερίας στην άκρα Αριστερά, επειδή θεωρεί ως βία μόνον ό,τι στρέφεται κατά του «λαού», των συμφερόντων του οποίου εκείνη είναι ο αποκλειστικός εκφραστής. Οταν, αντιθέτως, ο κατ’ αποκλειστικότητα εκφραστής των «συμφερόντων του λαού» πλακώνει στο ξύλο εκείνους που αυθαιρέτως προσδιορίζει ως εχθρούς του λαού και των συμφερόντων του, εκεί, αναλόγως των περιστάσεων, το γεγονός τακτοποιείται ως «δικαιολογημένη οργή» ή ως «λαϊκή δικαιοσύνη». Η άκρα Δεξιά, ωστόσο, ποτέ δεν αντιδρά στον συσχετισμό της βίας των άκρων. Ενδεχομένως, να αισθάνεται ότι καλύπτεται επαρκώς πίσω από την άκρα Αριστερά - ενδέχεται όμως και να μην αισθάνεται τίποτε, λόγω εγγενούς αδυναμίας.
Δεν είναι μυστικό ότι οι δυο τους δεν το καταλαβαίνουν· αν όμως τους λέγαμε πόσο μοιάζουν, θα διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους (κοινώς, θα έσκιζαν τα καλσόν τους...) από την αγανάκτησή τους. Ωσπου ήλθε η εν ψυχρώ δολοφονία του άτυχου Παύλου Φύσσα από παράγοντα της Χρυσής Αυγής στο Κερατσίνι και το σοκ που προκάλεσε το γεγονός στην κοινή γνώμη έθεσε το ζήτημα της πολιτικής βίας στην πραγματική βάση του: ξαφνικά, έπαψε να έχει σημασία το λεγόμενο «πρόσημο» της πράξης και η σημασία μετατέθηκε στην ίδια την πράξη. Να προσπεράσουμε τα γιαουρτώματα, τους προπηλακισμούς και τις απειλές. Δεν είναι δυνατόν όμως να προσπεράσουμε το γεγονός ότι ένας άνθρωπος σφαγιάζεται από εκείνους που τον θεωρούν πολιτικό αντίπαλό τους - ώς εδώ! Το γεγονός μάς αναγκάζει να κοιτάξουμε ξανά το φαινόμενο της πολιτικής βίας.
Σε τι διαφέρει, δηλαδή, η σφαγή ενός αντιφασίστα από τον θάνατο στην πυρά τριών εργαζομένων (τεσσάρων με το αγέννητο), επειδή επέλεξαν να πάνε στη δουλειά τους μια ημέρα που η Αριστερά απαιτούσε όλοι να απεργήσουν κατά του Μνημονίου; Oλοι τους -και ο Π. Φύσσας και οι δολοφονηθέντες στη Marfin- πλήρωσαν το ίδιο πράγμα, δηλαδή την αντίληψή τους για το πώς θέλουν να ζουν τη ζωή τους· και το πλήρωσαν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με τη ζωή τους. Πού βρίσκουμε τη διαφορά; Τι κάνει τη μία εκδοχή της θανάσιμης βίας να διαφέρει από την άλλη; Μπορεί κάποια από τις δύο να είναι υπό όρους «αποδεκτή»;
Αυτό που συνέβη είναι ότι το στυγερό έγκλημα του ενός άκρου εξέθεσε αναπόφευκτα και τα δύο. Εξ ου και η αντίδραση χθες από την ιστοσελίδα «Iskra» της ακραίας πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ (των Λαφαζαναίων και Στρατούληδων...), η οποία σε ανυπόγραφο σχόλιό της προσπαθεί να συντηρήσει τη διάκριση της βίας αναλόγως του πολιτικού προσήμου της: «Οι κυρίαρχες αστικές μνημονιακές δυνάμεις», γράφει, « επιδιώκουν να αξιοποιήσουν την πολιτική δολοφονία, ήδη το κάνουν, για να ενσπείρουν τον φόβο, για να μετατοπίσουν συντηρητικά τον άξονα της πολιτικής, για να κατευνάσουν τους κοινωνικούς αγώνες και να προκαλέσουν μια ευρύτερη “κεντρώα” συναίνεση, στο όνομα, τάχα, της αντιμετώπισης του κινδύνου της Χρυσής Αυγής. [...] Η στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν πρέπει να γίνει αφετηρία φόβου και αναδίπλωσης. Δεν πρέπει να οδηγήσει την ίδια την Αριστερά να δίνει εξετάσεις καταδίκης γενικώς και αορίστως της βίας και ένταξής της στο λεγόμενο “συνταγματικό” και “δημοκρατικό” τόξο ως συμπλήρωμα της Πασοκονεοδημοκρατίας». Eστω και άθελά της, καλύτερη υπηρεσία η άκρα Αριστερά για την ενίσχυση του κέντρου της πολιτικής ζωής δεν θα μπορούσε να προσφέρει.