Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ανάλυση του Foreign Affairs για την επιλογή της Αυστραλίας ανάμεσα σε ΗΠΑ-Κίνα


Η επιλογή της Αυστραλίας
Η χώρα θα διαλέξει τις ΗΠΑ ή την Κίνα;
Hugh White
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Η Αυστραλία είναι εγκλωβισμένη μεταξύ δύο πόλων: των Ηνωμένων Πολιτειών, του απαραίτητου σύμμαχού της, και της Κίνας, από την οποία η οικονομία της εξαρτάται σε συντριπτικό βαθμό.
Δεδομένου ότι η στρατηγική αντιπαλότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας μεγαλώνει, η θέση της Αυστραλίας ανάμεσά τους γίνεται ακόμα πιο λεπτή. Αναπόφευκτα, η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική τής Αυστραλίας έχει πλέον επικεντρωθεί γύρω από το ζήτημα τού πώς να διαχειριστεί και να ισορροπήσει αυτές τις δύο κρίσιμες σχέσεις.
Φευ, οι ηγέτες της Αυστραλίας δεν χειρίζονται την συζήτηση αυτή με χάρη. Τόσο η προοδευτική κυβέρνηση όσο και η συντηρητική αντιπολίτευση, η οποία κέρδισε τις ομοσπονδιακές εκλογές στις 7 Σεπτεμβρίου, απλά αρνούνται ότι υπάρχει μια επιλογή που πρέπει να γίνει. Κατά μια έννοια, έχουν δίκιο. Η Αυστραλία δεν αντιμετωπίζει άμεσα μια επιλογή τού τύπου «όλα ή τίποτα». Κατά μία άλλη έννοια, όμως, κανείς δεν έχει ποτέ υποστηρίξει σοβαρά ότι επείγει κάτι τέτοιο, ούτε ότι θα πρέπει να κάνει μια επιλογή αν αυτό μπορεί ενδεχομένως να αποφευχθεί. Στην πραγματικότητα, όλοι στην Αυστραλία θέλουν τις σχέσεις με τις δύο χώρες να αναπτύσσονται, έτσι ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να μπορούν να κρατήσουν τους Αυστραλούς ασφαλείς, ενώ η Κίνα θα τους κάνει πλούσιους.
Αλλά το γεγονός επί του θέματος είναι ότι η Αυστραλία θα είναι ολοένα και πιο αδύναμη στο να καταμερίζει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Συνήθιζε να το κάνει - μάρτυρας το γεγονός ότι η Αυστραλία έχει καταφέρει να κάνει την Κίνα τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο, διατηρώντας παράλληλα και μια (ενισχυόμενη, μάλιστα) συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Ο λόγος: τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Κίνα βλέπουν τώρα την πολιτική και στρατηγική σχέση τους με την Αυστραλία κατά κύριο λόγο υπό το πρίσμα τής δικής τους αντιπαλότητας. Το αποτέλεσμα: Η Αυστραλία μπορεί να προσπαθεί για καλές σχέσεις και με τους δύο, αλλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η κάθε χώρα θα παρακολουθεί για να βεβαιωθεί ότι η άλλη δεν παίρνει το πάνω χέρι.
Τα πρώτα σημάδια αυτής της αλλαγής φάνηκαν ήδη από το 1996, όταν το Πεκίνο πίεσε σκληρά την Καμπέρα σχετικά με την υποστήριξή της στην παρουσία αμερικανικού αεροπλανοφόρου γύρω από την Ταϊβάν. Το Πεκίνο πάγωσε τις επαφές σε υπουργικό επίπεδο, κάτι ενοχλητικό για την Καμπέρα που επιθυμούσε ζωηρά να αναπτύξει το εμπόριό της με την Κίνα. Η Καμπέρα πήρε το μήνυμα. Από τότε, οι πολιτικοί τής Αυστραλίας έχουν γίνει όλο και πιο προσεκτικοί όσον αφορά τις ευαισθησίες του Πεκίνου. Πρόσφατα, όμως, η Καμπέρα ήταν πρόθυμη να δείξει την πλήρη υποστήριξή της για αρκετές πολιτικές των ΗΠΑ με τις οποίες αντιτίθεται η Κίνα. Το 2011, για παράδειγμα, η Εργατική κυβέρνηση υιοθέτησε θερμά την «στροφή» τού προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, προς την Ασία και καλωσόρισε Αμερικανούς πεζοναύτες σε μια νέα βάση εκπαίδευσης στο Darwin. Το Πεκίνο έσπευσε να πλαταγίσει το μαστίγιο - υπενθύμισε σταθερά στην Καμπέρα ότι εκλαμβάνει την «στροφή» ως κάτι που απευθύνεται στην Κίνα - και η Καμπέρα υποχώρησε. Δύο πρόσφατες σημαντικές κυβερνητικές εκθέσεις ήταν πολύ πιο φιλικές προς το Πεκίνο, και η πρωθυπουργός Julia Gillard ανταμείφθηκε με σχόλια σχετικά με την «στρατηγική εταιρική σχέση» τής Αυστραλίας και της Κίνας, όταν επισκέφθηκε το Πεκίνο νωρίτερα φέτος.
Δεν υπάρχει τίποτα πολύ ευαίσθητο ή μυστηριώδεις σχετικά με το παιχνίδι τής Αυστραλίας. Η Καμπέρα κάνει μεγάλη φασαρία για να πει ότι δεν κάνει καμιά επιλογή ανάμεσα στις δύο πλευρές, γιατί θέλει να πείσει και τις δύο πλευρές ότι στην ουσία η επιλογή είναι δική τους. Με άλλα λόγια, η Καμπέρα απλά κάνει ό, τι συνήθως κάνουν οι μικρότερες δυνάμεις όταν έχουν μπλεχτεί μεταξύ γιγάντιων αντίπαλων: προσπαθούν να πουν και στους δύο αυτό που εκείνοι θέλουν να ακούσουν. Αλλά αυτό είναι δύσκολο, ειδικά με τους πάντες να παρακολουθούν, και οι Αυστραλοί έχουν μικρή επιδεξιότητα ή εμπειρία σε αυτού του είδους την ουσιαστικά διπρόσωπη διπλωματία.
Η στρατηγική δεν φαίνεται να ξεγελά την Ουάσιγκτον. Πίσω από το στερεότυπο «χτύπημα της πλάτης» τής συμμαχικής αλληλεγγύης, μπορεί κανείς να αντιληφθεί μια πραγματική απογοήτευση και αβεβαιότητα των αξιωματούχων των ΗΠΑ σχετικά με το πού βρίσκεται η Αυστραλία. Πολλοί από αυτούς υπέθεσαν ότι όσο ισχυρότερη και πιο δυναμική γινόταν η Κίνα, τόσο πιο δύσκολα οι Αυστραλοί θα προσκολλούνταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατ’ αρχήν, έλεγε το σκεπτικό αυτό, η Αυστραλία ήταν ένας από τους πιο πιστούς και αξιόπιστους συμμάχους της χώρας για δεκαετίες. Επιπλέον, για τους Αυστραλούς, η συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν συνυφασμένη με την ταυτότητα της χώρας από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες αντικατέστησαν την Βρετανία στην ενσάρκωση της αγγλοσαξονικής υπεροχής στον δυτικό Ειρηνικό. Μέχρι τώρα, οι Αυστραλοί είχαν εκλάβει αυτή την υπεροχή ως την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ασφάλειά τους στην άκρη της Ασίας.
Αλλά, η άνοδος της Κίνας αποτελεί πρόκληση για αυτές τις έννοιες. Για πρώτη φορά από τότε που οι Ευρωπαίοι εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία, μια ασιατική δύναμη αναδύεται για να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Αυτό έχει μετατοπίσει σίγουρα την οικονομική εστίαση της Αυστραλίας, καθώς η χώρα έχει φθάσει να πιστεύει ότι η μελλοντική ευημερία της εξαρτάται πρωτίστως από την Κίνα. Αλλά στο βάθος, θέτει επίσης στρατηγικά ερωτήματα σχετικά με το αν η ισχύς των ΗΠΑ μπορεί να εγγυηθεί ακόμα την ασφάλεια της Αυστραλίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν εχθρούς στην Ασία και στο παρελθόν, αλλά ποτέ καμία χώρα με μια οικονομία που θα μπορούσε να ξεπεράσει σύντομα την δική τους. Έτσι, οι παλιές ιδέες τής Αυστραλίας σχετικά με τις συμμαχίες της έχουν αρχίσει να ξεφτίζουν, και το ίδιο συμβαίνει και με τις βαθύτερες παραδοχές της σχετικά με την θέση της στον κόσμο. Η Αυστραλία εξακολουθεί να χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες, και δύσκολα μπορεί να την φανταστεί κανείς να προχωρά χωρίς την υποστήριξή τους, αλλά αντιλαμβάνεται επίσης ότι ο ρόλος τής Αμερικής στην Ασία, και ως εκ τούτου ο ρόλος της ως συμμάχου της Αυστραλίας, πρέπει να αλλάξει καθώς η Ασία έχει μεταλλαχθεί.
Αυτό είναι αναπόφευκτα κάτι τραυματικό για την Αυστραλία, και το τραύμα δημιουργεί κάμποση σύγχυση, άρνηση και δειλία. Οι πολιτικοί τής χώρας αποπροσανατολίζονται από την βαθιά αλλαγή αυτού που, εδώ και δεκαετίες, ήταν μια πολύ άνετη θέση. Και οι ίδιοι οι Αυστραλοί θα προτιμούσαν να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν. Τούτο δίνει στους ηγέτες τους ακόμη περισσότερους λόγους για να συνεχίσουν να λένε ότι δεν έχουν να κάνουν καμία δύσκολη επιλογή.
Ούτε η Καμπέρα είναι μόνη της στην σύγχυση και την διγλωσσία. Η στάση τής Ουάσιγκτον προς την Κίνα είναι τόσο απατηλή όσο και της Καμπέρα. Πράγματι, οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον ενθαρρύνουν τις υπεκφυγές τής Καμπέρα. Λένε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ζητούν από φίλους όπως η Αυστραλία να επιλέξουν, ενώ την ίδια στιγμή πιέζουν την Αυστραλία να κάνει πράγματα, όπως η φιλοξενία των πεζοναυτών στο Darwin που προορίζονται σαφώς για την αντιμετώπιση τής δύναμης της Κίνας, για τα οποία γνωρίζουν ότι η Κίνα θα δυσανασχετήσει. (Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το θέμα). Όπως και ο συχνός ισχυρισμός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσπαθούν να ανασχέσουν την Κίνα, η ιδέα ότι η χώρα δεν έχει ζητήσει από άλλα κράτη να επιλέξουν ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο έχει νόημα μόνο αν οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι η Κίνα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αμερικανική υπεροχή στην Ασία.
Και, στην πραγματικότητα, η όλη προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κίνα πράγματι βασίζεται σε μια επίμονη ελπίδα ότι το Πεκίνο αποδέχεται όντως την υπεροχή των ΗΠΑ, πιστεύοντας ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Κίνας όσο και οποιουδήποτε άλλου. Αν το κάνει, η Κίνα δεν αποτελεί πρόκληση και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία ανάγκη να την ανασχέσουν. Και οι φίλοι των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία δεν χρειάζεται να επιλέξουν. Δυστυχώς, αυτή η ελπίδα είναι ψευδής. Η Κίνα αμφισβητεί την -υπό αμερικανική ηγεσία- τάξη στην Ασία. Επιδιώκει να την αντικαταστήσει με «ένα νέο μοντέλο σχέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων», όπως σημείωσε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Και αυτό σημαίνει ότι προσπάθειες όπως η «στροφή», οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για τη διατήρηση της υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών, όντως αποτελούν μια στρατηγική ανάσχεσης, και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αυστραλία, όντως χρειάζεται να επιλέξουν αν θα τις υποστηρίξουν σε αυτό ή όχι.
Και αυτό μας φέρνει στο ζήτημα τού για πόσο καιρό θα εξακολουθήσει να ισχύει το ότι η Αυστραλία δεν χρειάζεται να κάνει μια επιλογή τού τύπου «όλα ή τίποτα» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Αυτό εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το προς τα πού θα βαδίσουν από εδώ και στο εξής οι αμερικανο-κινεζικές σχέσεις. Όσο περισσότερο κλιμακώνεται η αντιπαλότητα, τόσο πιο σκληρές γίνονται οι επιλογές για την Αυστραλία, και τόσο πιο πιθανό γίνεται ότι, σε κάποιο στάδιο (και ίσως πολύ σύντομα), η Αυστραλία θα αναγκαστεί να επιλέξει. Για να κατανοήσουμε την ταχύτητα με την οποία η Αυστραλία θα πρέπει να κοιτάξει καταπρόσωπο την στιγμή των αποφάσεων, δεν χρειάζεται να δούμε πέρα από την αντιπαλότητα για τα νησιά Σενκάκου / Ντιαόγιου. Μια οποιαδήποτε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ ιαπωνικών και κινεζικών δυνάμεων για τα νησιά, πιθανότατα θα προσελκύσει τις αμερικανικές δυνάμεις προς υποστήριξη τής Ιαπωνίας και η Αμερική με τη σειρά της είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ζητήσει από την Αυστραλία να στείλει επίσης δυνάμεις. Η Αυστραλία δεν παίρνει θέση σχετικά με τα νομικά και εδαφικά θέματα στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας, αλλά η Καμπέρα θα δει ότι μια αποτυχία να υποστηρίξει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια τέτοια κρίση θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά την συμμαχία των δύο χωρών. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι στην Καμπέρα γνωρίζουν την Κίνα αρκετά καλά για να καταλάβουν ότι η αποστολή δυνάμεων για να πολεμήσουν κατά της Κίνας θα μπορούσε να βλάψει ανεπανόρθωτα μια εμπορική σχέση από την οποία εξαρτάται το οικονομικό μέλλον τού συνόλου της χώρας. Θα ήταν καταστροφή για την Αυστραλία να αντιμετωπίσει μια τέτοια επιλογή, ανεξάρτητα από το ποια απόφαση θα ελάμβανε.
Αν η Αυστραλία θέλει να αποφύγει την στιγμή τής απόφασης, η υψηλότερη διπλωματική της προτεραιότητα πρέπει να είναι να βοηθήσει να ανακοπεί η κλιμάκωση της αντιπαλότητας ανάμεσα στην Αμερική και την Κίνα. Αυτή η αντιπαλότητα οδηγείται από το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα επιδιώκουν ασυμβίβαστα οράματα για τους μελλοντικούς ρόλους τους στην Ασία. Μια εκτόνωση απαιτεί από την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο να συμφωνήσουν σε μια νέα περιφερειακή τάξη που κατά κάποιο τρόπο θα ικανοποιήσει και τους δύο, παρέχοντας έτσι μια στερεή βάση για ειρήνη και σταθερότητα στην Ασία. Κανείς δεν μπορεί να πει με τι ακριβώς θα μοιάζει μια τέτοια διάταξη, αλλά, ρεαλιστικά, θα πρέπει να δώσει στην Κίνα μεγαλύτερο ηγετικό ρόλο από όσο είχε μέχρι τώρα και να διατηρήσει επίσης έναν ισχυρό ρόλο για τις ΗΠΑ. Στην ουσία, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο να μοιραστούν την εξουσία μεταξύ τους, ως ίσοι.
Αυτό δεν θα είναι εύκολο, επειδή έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που έχει η κάθε χώρα για τον εαυτό της. Αλλά, οι συνέπειες μιας αποτυχίας να βρουν ένα νέο και ανθεκτικό modus vivendi θα ήταν όντως πολύ σοβαρές – και για την Αμερική και για την Κίνα, καθώς και για την Αυστραλία και τον κόσμο. Το ενδιαφέρον τής Αυστραλίας για μια τέτοια συμφωνία είναι τεράστιο, αλλά η Αυστραλία μπορεί να κάνει ελάχιστα για να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος σε αυτού τού είδους τις συμφωνίες - σίγουρα δεν έχει κανένα ρόλο ως ενδιάμεσος μεταξύ της Αμερικής και της Κίνας. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πιέσει και τις δύο χώρες να το πράξουν, ιδιαίτερα τον στενό σύμμαχό της, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τούτο δεν θα είναι ένα εύκολο βήμα για την Αυστραλία. Για μια χώρα που ανέκαθεν στηριζόταν στην αμερικανική υπεροχή, η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράζονται την εξουσία με την Κίνα είναι τρομακτική. Αλλά, η ειρήνη και η σταθερότητα της Ασίας, και ως εκ τούτου, η ασφάλεια και η ευημερία τής Αυστραλίας, το απαιτούν - και οι ηγέτες τής χώρας πρέπει να το αναγνωρίσουν. Το πραγματικό δίλημμα που αντιμετωπίζει τώρα η Αυστραλία, λοιπόν, δεν είναι «Ανατολή ή Δύση», αλλά αν πρέπει να προσπαθήσει να κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να επιφέρει μια νέα τάξη πραγμάτων. Εάν αποφασίσει ότι πρέπει, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να αρχίσει να μιλά με ειλικρίνεια στην Αμερική σχετικά με τις επιλογές που η ίδια η Αμερική αντιμετωπίζει σχετικά με την Κίνα και την ανάγκη του διαμοιρασμού τής εξουσίας με την Κίνα στην Ασία.


* Ο HUGH WHITE είναι καθηγητής στρατηγικών σπουδών στο Κέντρο Στρατηγικών και Αμυντικών Σπουδών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, στην Καμπέρα. Έχει υπάρξει ανώτερος αξιωματούχος στο Υπουργείο Άμυνας της Αυστραλίας. Επίκειται η έκδοση του βιβλίου του με τίτλο The China Choice: Why We Should Share Power από τον εκδοτικό οίκο Oxford University Press.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139902/hugh-white/australias-choice