Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Άρθρο για το φάντασμα του «Σουλτάνου» πάνω από το Κυπριακό


Το φάντασμα του «Σουλτάνου» πάνω από το Κυπριακό
Αγγελος Αθανασόπουλος
Τσίπρας και Αναστασιάδης συναντώνται την Παρασκευή ξέροντας ότι ο Ερντογάν του «Σχεδίου Ανάν» δεν έχει καμία σχέση με τον Ερντογάν του 2016-2017. Τότε προσδοκούσε προσέγγιση με την Ευρώπη. Σήμερα η μετριοπάθειά του έχει πάει περίπατο.

Ο «διπλωματικός μύθος» λέει ότι το Κυπριακό είναι μία «ιστορία χαμένων ευκαιριών». Υπάρχει βέβαια κι άλλος ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίο «κάθε επόμενη λύση είναι χειρότερη από την προηγούμενη». Στις 9 Ιανουαρίου στη Γενεύη της Ελβετίας, οι εμπλεκόμενοι παίκτες του Κυπριακού θα επιδιώξουν άλλη μία φορά να βρουν μία λύση που θα επανενώσει το νησί και θα τερματίσει την de facto διχοτόμηση που επέβαλε η Τουρκία δια των όπλων με την εισβολή του 1974. Ορισμένοι μιλούν ξανά για «τελευταία ευκαιρία», κάποιοι άλλοι προειδοποιούν ότι η Αγκυρα δεν θέλει λύση, παρά μόνο να κρατήσει την Κύπρο «όμηρο» των στρατηγικών της συμφερόντων. Τελικά, είμαστε κοντά σε μία λύση; Κι αν ναι, πόσο κοντά;
Την Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου, ο Αλέξης Τσίπρας προγραμματίστηκε να υποδεχτεί στην Αθήνα τον Νίκο Αναστασιάδη. Είναι η πολλοστή φορά που οι δύο ηγέτες συναντώνται στην προσπάθεια διαμόρφωσης και ενίσχυσης της κοινής γραμμής έναντι της Τουρκίας. Εχει προηγηθεί η επίσκεψη στην Αγκυρα του έμπειρου πρέσβη Δημήτρη Παρασκευόπουλου, Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών. Συναντήθηκε με τον τούρκο ομόλογό του σε μία απόπειρα να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στο ζήτημα-κλειδί της λύσης: αυτό των εγγυήσεων και της ασφάλειας.
Είναι αμφίβολο αν θα μάθουμε έστω και λίγα στοιχεία για τη συνάντηση των εμπειρογνωμόνων στην Αγκυρα. Επίσης αμφίβολο εθεωρείτο (τουλάχιστον ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές) αν θα πραγματοποιούνταν η συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς η Αγκυρα μοιάζει να θέλει να κερδίσει χρόνο μέχρι τις συναντήσεις της Ελβετίας (υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών) χωρίς να δεσμευθεί σε ο,τιδήποτε. Η ελληνική κυβέρνηση είχε θέσει μία τέτοια συνάντηση ως προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του δεύτερου σκέλους της Διάσκεψης της Γενεύης.
Αυτή αφορά σε αυτό που οι «παροικούντες τη διπλωματική Ιερουσαλήμ» αποκαλούν «διεθνή πτυχή του Κυπριακού». Τούτο δε διότι αν στις 9 Ιανουαρίου συναντηθούν ο κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί για να συζητήσουν – κυρίως – το ζήτημα του εδαφικού και να καταλήξουν στην αποτύπωση όσων συμφωνήσουν επί χάρτου, στις 12 Ιανουαρίου θα πρέπει να βρεθούν γύρω από ένα τραπέζι όχι μόνο οι δυο τους αλλά επίσης οι ηγέτες Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας. Αυτές είναι οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Αγκυρα θα ήθελε φυσικά να μη βρεθεί άλλος γύρω από το τραπέζι αυτό. Η Λευκωσία όμως, όπως και η Αθήνα, θέλουν τουλάχιστον τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), από τη στιγμή που η επανενωμένη Κύπρος θα είναι μέλος της. Και φαίνεται ότι αυτό μάλλον θα συμβεί, αν και απομένει να μάθουμε ποιος θα είναι ο εκπρόσωπος της ΕΕ.
Ενα «φάντασμα» πλανάται όμως πάνω από το Κυπριακό. Το «φάντασμα» αυτό έχει όνομα: Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο απρόβλεπτος τούρκος πρόεδρος, που έχει δηλώσει ότι θα είναι παρών στη Γενεύη, μοιάζει αυτή τη στιγμή να έχει αρκετά χαρτιά στα χέρια του, αλλά αποφεύγει επιμελώς να τα ανοίξει. Στην Αθήνα, η θέση που διαμόρφωθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά είναι ότι πρέπει, πριν από τη Γενεύη, να υπάρξει συνάντηση του κ. Ερντογάν με τον κ. Τσίπρα ώστε να βρεθεί αυτό που στη διπλωματικό αργκό ονομάζεται «understanding» – μία σύγκλιση επί ορισμένων αρχών επί του θέματος στο οποίο οι δύο χώρες εμπλέκονται, δηλαδή των εγγυήσεων και της ασφάλειας. Η ελληνική κυβέρνηση ανησυχεί έντονα για έναν εγκλωβισμό «αλά Μπούργκενστοκ» και είναι ίσως για αυτό που αποδίδει βαρύνοντα ρόλο στη διαδικασία. Ο Νίκος Κοτζιάς αναμένεται μάλιστα να μεταβεί στις 5-6 Ιανουαρίου στη Νέα Υόρκη για να συζητήσει επί Κυπριακού με τον νέο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Ελάχιστοι όμως αναμένουν δραματικές μεταβολές από μία τέτοια συνάντηση.
Η Αθήνα έχει ξεκαθαρίσει ότι οι εγγυήσεις πρέπει να καταργηθούν. Θεωρεί, σε απόλυτη σύμπνοια με τη Λευκωσία, ότι η ασφάλεια ενός κράτους-μέλους της ΕΕ δεν μπορεί να βρίσκεται υπό την αίρεση πιθανής μελλοντικής επέμβασης ενός τρίτου κράτους, δηλαδή της Τουρκίας. Μοιάζει δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος με τη θέση αυτή, από τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία είναι εκείνη που εισέβαλε στην Κύπρο το 1974. Η επιμονή όμως με την οποία το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προέβαλλε πρόωρα τη θέση αυτή μοιάζει να έχει οδηγήσει την Αγκυρα σε θέσεις άτεγκτες. Η Τουρκία μπορεί να μη θέλει πλέον να εγγυηθεί την ασφάλεια όλου του νησιού, αλλά αυτό που ζητά χαρακτηρίζεται από τους γνωρίζοντες χειρότερο. Ομιλεί για εγγύηση επί της τουρκοκυπριακής πολιτείας της μελλοντικής Κυπριακής Ομοσπονδίας –άρα για μία άλλη μορφή διχοτόμησης– καθώς και για διατήρηση αυτού του ιδιόμορφου καθεστώτος για μακρά χρονική περίοδο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά προβάλλει και τη θέση για δημιουργία στρατιωτικής βάσης στο βόρειο τμήμα του νησιού που θα αποτελεί και «κυρίαρχο» τουρκικό έδαφος – μία αντιγραφή των βρετανικών βάσεων.
Είναι ηλίου φαεινότερον βέβαια ότι ο Ερντογάν του 2002-2004, όταν συζητείτο το «Σχέδιο Ανάν», δεν έχει καμία σχέση με το 2016-2017. Τότε, ο Ερντογάν προσδοκούσε προσέγγιση με την Ευρώπη. Σήμερα, έχει άλλη άποψη για την Ευρώπη και αναμφίβολα η μετριοπάθειά του έχει… πάει περίπατο. Αυτομάτως λοιπόν, η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του έχει κλονιστεί. Το μόνο, ίσως, «καρότο» που υπάρχει ώστε η Αγκυρα να επιδιώξει μία επίλυση του Κυπριακού είναι η διοχέτευση του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου μέσω αυτής προς την Ευρώπη. Πέραν αυτού όμως; Οσοι ανησυχούν τονίζουν ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να ζητήσει αλλού ανταλλάγματα, και ίσως ο Αλέξης Τσίπρας να βρεθεί σε δύσκολη θέση αν τον συναντήσει. Αλλοι επισημαίνουν ότι μπορεί η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ να είναι νεκρή, αλλά ο Ερντογάν δεν θέλει «να τα σπάσει» με την Ευρώπη για λόγους οικονομικούς ή επειδή δεν τον συμφέρει να διαχειριστεί μόνος του τα προσφυγικά κύματα.
Ο τούρκος πρόεδρος έχει φυσικά κι άλλα πράγματα στο κεφάλι του. Για την ακρίβεια δύο πράγματα. Πρώτον, να πραγματοποιήσει την αλλαγή του τουρκικού πολιτεύματος σε Προεδρική Δημοκρατία. Δεύτερον, «να σφραγίσει» το νότιο υπογάστριό του στη Συρία με τρόπο που θα επιτρέψει την καθυπόταξη του κουρδικού στοιχείου και την εξουδετέρωση (στο μέτρο του δυνατού) του τρομοκρατικού κύματος που έχει εξαπολύσει εις βάρος της Τουρκίας το Ισλαμικό Κράτος. Εχει δε εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι για να επιτύχει τα ανωτέρω συνεργάζεται με δύο «παίκτες» που μάλλον αντιστρατεύονται παρά ευνοούν μία λύση του Κυπριακού.
Για την αλλαγή του πολιτεύματος, ο τούρκος πρόεδρος συνεργάζεται με τους σκληρούς εθνικιστές του ΜΗΡ, δηλαδή των γνωστών «γκρίζων λύκων». Το ΜΗΡ θεωρεί την Κύπρο «τουρκικό έδαφος», οπότε φαντάζει δύσκολο ο Ερντογάν να εμφανιστεί «μαλακός» στο Κυπριακό πριν το νέο πολίτευμα τεθεί σε δημοψήφισμα (περί την άνοιξη του 2017) όπου οι «εθνικιστικές ψήφοι» κρίνονται υπεραπαραίτητες.
Η δε συνεργασία του με τη Ρωσία για το Συριακό «κρύβει» εμπόδια για τη διοχέτευση του φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Τουρκία. Εύκολα μπορεί κάποιος να κάνει τη σύνδεση μεταξύ της επιθυμίας της Μόσχας να μην δημιουργηθεί ανταγωνιστικός ενεργειακός δίαυλος που θα μπορούσε να μειώσει την εξάρτηση της Τουρκίας από το ρωσικό αέριο και της δυνατότητας αυτό να συμβεί αν το αέριο της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος) φθάσει σε τουρκικό έδαφος με αγωγό ή αγωγούς είτε απευθείας από το Ισραήλ είτε μέσω Κύπρου. Το γεγονός δε ότι οι αγωγοί αυτοί θα περάσουν από την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) συνιστά παράμετρο διόλου αμελητέα. Δυτικοί στρατηγικοί αναλυτές γνωρίζουν άριστα αυτές τις λεπτομέρειες και το ίδιο συμβαίνει και με ρώσους αναλυτές.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντιπαραθέσεις σε Αθήνα και Λευκωσία για το αν κάποιοι είναι περισσότερο πατριώτες από κάποιους άλλους δεν συνεισφέρουν σε τίποτα. Απλά αδυνατίζουν τη διαπραγματευτική θέση της ελληνοκυπριακής και της ελληνικής πλευράς. Διαφορές αντιλήψεων υπάρχουν και είναι λογικό, εξαιτίας της ευαισθησίας του θέματος. Ωστόσο, πολιτικές δυνάμεις επιδιώκουν να κεφαλαιοποιήσουν μία «υπερπατριωτική στάση» με κοντόφθαλμη λογική. Αν αυτή επικρατήσει, ίσως ο μύθος περί «χαμένων ευκαιριών» να επιβεβαιωθεί ξανά…