Ψύχραιμος και δημόσιος διάλογος
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Είναι εντυπωσιακό πόσο καλές και δημιουργικές συζητήσεις οργανώνονται στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις τα τελευταία χρόνια της κρίσης.
Για κάθε θεματολογία, από την εξωτερική πολιτική έως την οικονομική κρίση, μπορεί κάποιος να ακούσει εμπνευσμένους ομιλητές, να συμμετάσχει σε συζητήσεις υψηλού επιπέδου.
Η κυνική άποψη λέει πως όλο αυτό είναι ένα φαινόμενο μιας ελίτ που επικοινωνεί με τον εαυτό της και κανέναν άλλον. Και πράγματι, είναι εύκολο να αποθαρρυνθεί κανείς όταν συναντάει τους ίδιους και τους ίδιους σε τέτοιες εκδηλώσεις.
Στην Ελλάδα, άλλωστε, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αδυναμία επικοινωνίας με ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Οι απελπισμένοι, οι άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν μπορούν να προσδοκούν τίποτα καλύτερο δεν διαβάζουν εφημερίδες, βλέπουν ελάχιστη τηλεόραση και βέβαια δεν θα τους συναντήσετε σε δημόσιες εκδηλώσεις για περίπλοκα θέματα. Το πώς σπάει κανείς τον τοίχο και συνομιλεί μαζί τους αποτελεί ένα μυστήριο, παγκοσμίων διαστάσεων. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, «χαίρομαι που μπόρεσα και εξελέγην πρόεδρος πριν από την κατάρρευση της παλαιάς τάξης πραγμάτων στην ενημέρωση». Ο κόσμος που θέλει να τραφεί μόνο με θεωρίες συνωμοσίας και μίσος δύσκολα θα συγκινηθεί από έναν ψύχραιμο και θετικό διάλογο.
Δεν πρέπει, όμως, να απελπισθούμε ούτε να σταματήσουμε την προσπάθεια για μια σοβαρή και ψύχραιμη δημόσια συζήτηση όσων μας απασχολούν. Από όλες αυτές τις εκδηλώσεις, ασχέτως του ιδεολογικού τους προσήμου, κάτι βγαίνει. Ποιος θα σκεπτόταν πριν από μερικά χρόνια ότι θα διεξάγονταν σε ελληνικά πανεπιστήμια ανοικτές συζητήσεις επιπέδου για το αν πρέπει να έχουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια ή όχι; Ή ποιος θα μπορούσε να βρει και να ενημερωθεί για λεπτά θέματα εξωτερικής πολιτικής με τέτοια ευκολία;
Ναι, ο κίνδυνος να μιλάμε μεταξύ μας μέσα σε μία «γυάλα» είναι υπαρκτός. Αν όμως δεν επιχειρήσουμε να μπολιάσουμε τον δημόσιο διάλογο με σύνεση και φρέσκες ιδέες, η συνέχεια θα είναι προβλέψιμη. Και πρέπει ασφαλώς την ίδια στιγμή να βρούμε ανορθόδοξους τρόπους για να συνομιλήσουμε με το κομμάτι της κοινωνίας που έχει οχυρωθεί δικαιολογημένα στο γκέτο του θυμού και της άρνησης. Είναι και αυτό μια πρόκληση.
Για κάθε θεματολογία, από την εξωτερική πολιτική έως την οικονομική κρίση, μπορεί κάποιος να ακούσει εμπνευσμένους ομιλητές, να συμμετάσχει σε συζητήσεις υψηλού επιπέδου.
Η κυνική άποψη λέει πως όλο αυτό είναι ένα φαινόμενο μιας ελίτ που επικοινωνεί με τον εαυτό της και κανέναν άλλον. Και πράγματι, είναι εύκολο να αποθαρρυνθεί κανείς όταν συναντάει τους ίδιους και τους ίδιους σε τέτοιες εκδηλώσεις.
Στην Ελλάδα, άλλωστε, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αδυναμία επικοινωνίας με ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Οι απελπισμένοι, οι άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν μπορούν να προσδοκούν τίποτα καλύτερο δεν διαβάζουν εφημερίδες, βλέπουν ελάχιστη τηλεόραση και βέβαια δεν θα τους συναντήσετε σε δημόσιες εκδηλώσεις για περίπλοκα θέματα. Το πώς σπάει κανείς τον τοίχο και συνομιλεί μαζί τους αποτελεί ένα μυστήριο, παγκοσμίων διαστάσεων. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, «χαίρομαι που μπόρεσα και εξελέγην πρόεδρος πριν από την κατάρρευση της παλαιάς τάξης πραγμάτων στην ενημέρωση». Ο κόσμος που θέλει να τραφεί μόνο με θεωρίες συνωμοσίας και μίσος δύσκολα θα συγκινηθεί από έναν ψύχραιμο και θετικό διάλογο.
Δεν πρέπει, όμως, να απελπισθούμε ούτε να σταματήσουμε την προσπάθεια για μια σοβαρή και ψύχραιμη δημόσια συζήτηση όσων μας απασχολούν. Από όλες αυτές τις εκδηλώσεις, ασχέτως του ιδεολογικού τους προσήμου, κάτι βγαίνει. Ποιος θα σκεπτόταν πριν από μερικά χρόνια ότι θα διεξάγονταν σε ελληνικά πανεπιστήμια ανοικτές συζητήσεις επιπέδου για το αν πρέπει να έχουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια ή όχι; Ή ποιος θα μπορούσε να βρει και να ενημερωθεί για λεπτά θέματα εξωτερικής πολιτικής με τέτοια ευκολία;
Ναι, ο κίνδυνος να μιλάμε μεταξύ μας μέσα σε μία «γυάλα» είναι υπαρκτός. Αν όμως δεν επιχειρήσουμε να μπολιάσουμε τον δημόσιο διάλογο με σύνεση και φρέσκες ιδέες, η συνέχεια θα είναι προβλέψιμη. Και πρέπει ασφαλώς την ίδια στιγμή να βρούμε ανορθόδοξους τρόπους για να συνομιλήσουμε με το κομμάτι της κοινωνίας που έχει οχυρωθεί δικαιολογημένα στο γκέτο του θυμού και της άρνησης. Είναι και αυτό μια πρόκληση.