Η παρακμή των θαλασσών
Οι επιπτώσεις τής καταστροφής των ωκεανών
Alan B. Sielen
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Από όλες τις απειλές που επικρέμονται πάνω από τον πλανήτη σήμερα, μια από τις πιο ανησυχητικές είναι η φαινομενικά αμείλικτη διολίσθηση των ωκεανών τού πλανήτη προς τον οικολογικό όλεθρο.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν μεταβάλλει τόσο την βασική χημεία των θαλασσών, ώστε βιώνουμε τώρα μια αντίστροφη εξέλιξη: την επιστροφή στα άγονα αρχέγονα νερά, όπως ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια πριν.
Ένας επισκέπτης των ωκεανών στην αυγή τού χρόνου, θα είχε βρει έναν υποβρύχιο κόσμο που ως επί το πλείστον ήταν άψυχος. Τελικά, περίπου 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια μετά , οι βασικοί οργανισμοί άρχισαν να αναδύονται από την αρχέγονη λάσπη. Αυτή η μικροβιακή σούπα άλγης και βακτηρίων χρειαζόταν λίγο οξυγόνο για να επιβιώσει. Σκώληκες, μέδουσες, και τοξικά φυτά κυριαρχούσαν στα βαθιά. Με τον καιρό, αυτοί οι απλοί οργανισμοί άρχισαν να εξελίσσονται σε ανώτερες μορφές ζωής, με αποτέλεσμα μια θαυμαστά πλούσια ποικιλία ψαριών, κοραλλιών, φαλαινών και άλλης θαλάσσιας ζωής που συνδέει κανείς με τους ωκεανούς σήμερα.
Ωστόσο, αυτή η θαλάσσια ζωή τώρα κινδυνεύει. Κατά τα τελευταία 50 χρόνια - μια απλή στιγμή στον γεωλογικό χρόνο - η ανθρωπότητα έχει έρθει επικίνδυνα κοντά στο να αντιστρέψει την σχεδόν θαυματουργή βιολογική αφθονία των βαθέων υδάτων. Η ρύπανση, η υπεραλίευση, η καταστροφή των οικοτόπων, καθώς και η αλλαγή τού κλίματος αδειάζουν τους ωκεανούς και επιτρέπουν στις χαμηλότερες μορφές ζωής να ανακτήσουν την κυριαρχία τους. Ο ωκεανογράφος Jeremy Jackson το αποκαλεί «η άνοδος της γλίτσας»: η μετατροπή των κάποτε πολύπλοκων ωκεάνιων οικοσυστημάτων που χαρακτηρίζονταν από περίπλοκα τροφικά δίκτυα με μεγάλα ζώα, σε απλοϊκά συστήματα που κυριαρχούνται από μικρόβια, μέδουσες και ασθένειες. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι εξαλείφουν τα λιοντάρια και τις τίγρεις των θαλασσών για να κάνουν χώρο για κατσαρίδες και αρουραίους.
Η προοπτική τής εξαφάνισης των φαλαινών, των πολικών αρκούδων, των τόνων, των θαλάσσιων χελωνών και των άγριων ακτών θα πρέπει να είναι αρκετά ανησυχητική από μόνη της. Αλλά η διακοπή τής εξέλιξης ολόκληρων οικοσυστημάτων απειλεί την ίδια την επιβίωσή μας, δεδομένου ότι είναι η υγιής λειτουργία αυτών των διαφορετικών συστημάτων που συντηρεί την ζωή στην γη. Η καταστροφή σε αυτό το επίπεδο θα κοστίσει ακριβά στους ανθρώπους από την άποψη των τροφίμων, της απασχόλησης, της υγείας και της ποιότητας ζωής. Παραβιάζει, επίσης, την σιωπηρή υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον που περνά από τη μια γενιά στην άλλη.
ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ
Τα προβλήματα των ωκεανών ξεκινούν με την ρύπανση, οι πιο ορατές μορφές τής οποίας είναι οι καταστροφικές διαρροές από υπεράκτιες γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ή από ατυχήματα σε δεξαμενόπλοια. Ωστόσο, όσο καταστροφικά κι αν είναι αυτά τα γεγονότα, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, η συνολική συμβολή τους στην θαλάσσια ρύπανση ωχριά σε σύγκριση με την πολύ λιγότερο εντυπωσιακή ρίψη αποβλήτων που βρίσκουν τον δρόμο τους προς την θάλασσα μέσω των ποταμών, των σωλήνων, της απορροής και του αέρα. Για παράδειγμα, σκουπίδια - πλαστικές σακούλες, μπουκάλια, μεταλλικά κουτιά, μικροσκοπικά πλαστικά σφαιρίδια που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές – φτάνουν στα παράκτια ύδατα ή απορρίπτονται από μεγάλα και μικρά πλοία. Αυτή η βρομιά παρασύρεται στην θάλασσα, όπου σχηματίζει επικούς κυκλώνες πλωτών αποβλήτων, όπως το περίφημο Great Pacific Garbage Patch, το οποίο εκτείνεται σε εκατοντάδες χιλιόμετρα σε ολόκληρο τον Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό.
Οι πιο επικίνδυνοι ρύποι είναι οι χημικές ουσίες. Οι θάλασσες δηλητηριάζονται από ουσίες που είναι τοξικές, παραμένουν στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα, διανύουν μεγάλες αποστάσεις, συσσωρεύονται στην θαλάσσια ζωή, και ανεβαίνουν στην τροφική αλυσίδα. Μεταξύ των χειρότερων ενόχων είναι τα βαρέα μέταλλα όπως ο υδράργυρος, ο οποίος απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα από την καύση τού άνθρακα και στη συνέχεια με την βροχή πέφτει στους ωκεανούς, τα ποτάμια και τις λίμνες. Ο υδράργυρος μπορεί επίσης να βρεθεί σε ιατρικά απόβλητα.
Εκατοντάδες νέες βιομηχανικές χημικές ουσίες εισέρχονται στην αγορά κάθε χρόνο, οι περισσότερες από αυτές χωρίς να έχουν δοκιμαστεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν αυτές που είναι γνωστές ως «επίμονοι οργανικοί ρύποι», που βρίσκονται συνήθως σε ρέματα, ποτάμια, παράκτια ύδατα, και, όλο και περισσότερο, στον ανοιχτό ωκεανό. Αυτές οι χημικές ουσίες συσσωρεύονται αργά στους ιστούς των ψαριών και των οστρακοειδών, και μεταφέρονται στα μεγαλύτερα πλάσματα που τα τρώνε. Μελέτες από την αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας τού Περιβάλλοντος έχουν συνδέσει την έκθεση σε επίμονους οργανικούς ρύπους με τον θάνατο, τις ασθένειες και τις ανωμαλίες σε ψάρια και άλλα άγρια ζώα. Αυτές οι διάχυτες χημικές ουσίες μπορούν επίσης να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου, το νευρικό σύστημα και το αναπαραγωγικό σύστημα στον άνθρωπο.
Έπειτα, υπάρχουν και τα θρεπτικά συστατικά, τα οποία εμφανίζονται όλο και περισσότερο σε παράκτια ύδατα, αφότου έχουν χρησιμοποιηθεί ως χημικά λιπάσματα σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, συχνά βαθιά στην ενδοχώρα. Όλα τα ζωντανά πράγματα χρειάζονται θρεπτικά συστατικά. Οι υπερβολικές ποσότητες, ωστόσο, σπέρνουν τον όλεθρο στο φυσικό περιβάλλον. Το λίπασμα που βρίσκει τον δρόμο του προς το νερό προκαλεί εκρηκτική ανάπτυξη των φυκιών. Όταν αυτά τα φύκια πεθαίνουν και βυθίζονται στον πυθμένα τής θάλασσας, η αποσύνθεσή τους στερεί το νερό από το οξυγόνο που απαιτείται για την στήριξη της πολύπλοκης θαλάσσιας ζωής. Κάποια από την ανάπτυξη των φυκιών παράγει επίσης τοξίνες που μπορούν να σκοτώσουν ψάρια και να δηλητηριάσουν ανθρώπους που καταναλώνουν θαλασσινά.
Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση αυτού που οι επιστήμονες της θάλασσας ονομάζουν «νεκρές ζώνες» - περιοχές άδειες από την ωκεάνια ζωή που οι άνθρωποι εκτιμούν περισσότερο. Η υψηλή συγκέντρωση θρεπτικών ουσιών που ρέει με τον ποταμό Μισισιπή και καταλήγει στον Κόλπο τού Μεξικού έχει δημιουργήσει μια εποχική υπεράκτια νεκρή ζώνη μεγαλύτερη από την πολιτεία τού Νιού Τζέρσεϊ. Μια ακόμη μεγαλύτερη νεκρή ζώνη - η μεγαλύτερη του κόσμου - μπορεί να βρεθεί στην Βαλτική Θάλασσα, και είναι συγκρίσιμη σε μέγεθος με την Καλιφόρνια. Οι εκβολές των δύο μεγαλύτερων ποταμών τής Κίνας, του Γιανγκτσέ και του Κίτρινου Ποταμού, έχουν παρομοίως χάσει την πολύπλοκη θαλάσσια ζωή τους. Από το 2004, ο συνολικός αριθμός των εν λόγω υδάτινων χέρσων περιοχών σε όλο τον κόσμο έχει υπερ-τετραπλασιαστεί, από 146 σε πάνω από 600 σήμερα.
ΔΙΔΑΞΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΨΑΡΕΥΕΙ – ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΙ;
Μια άλλη αιτία τής παρακμής των ωκεανών είναι ότι οι άνθρωποι απλά σκοτώνουν και τρώνε πάρα πολλά ψάρια. Μια συχνά αναφερόμενη μελέτη τού 2003 στο περιοδικό Nature από τους θαλάσσιους βιολόγους Ransom Myers και Boris Worm, διαπίστωσε ότι ο αριθμός των μεγάλων ψαριών – αμφότερων των ειδών ανοιχτής θαλάσσης, όπως ο τόνος, ο ξιφίας και το μάρλιν, και των μεγάλων ψαριών τού βυθού, όπως ο μπακαλιάρος, τα ιππόγλωσσα, και το καλκάνι - είχαν μειωθεί κατά 90% σε σχέση με το 1950. Το εύρημα προκάλεσε διαμάχη μεταξύ ορισμένων επιστημόνων και στελεχών τού κλάδου τής αλιείας. Αλλά, μεταγενέστερες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι οι πληθυσμοί των ψαριών έχουν πράγματι μειωθεί δραματικά.
Στην πραγματικότητα, αν κανείς κοιτάξει πέρα από το 1950, ένα ποσοστό περί το 90% αποδεικνύεται ότι είναι συντηρητικό. Όπως έχουν δείξει οι ιστορικοί οικολόγοι, είμαστε πολύ μακριά από τις ημέρες που ο Χριστόφορος Κολόμβος ανέφερε ότι είδε μεγάλο αριθμό θαλάσσιων χελωνών να μεταναστεύουν στα ανοικτά των ακτών τού Νέου Κόσμου, όταν ένας πεντάμετρος οξύρρυγχος γεμάτος με χαβιάρι πήδησε από τα νερά τού Chesapeake Bay, όταν ο ηπειρωτικός στρατός τού George Washington μπορούσε να αποφύγει την πείνα τρώγοντας σμήνη από φρίσσες που κολυμπούσαν στο ποτάμι για να αναπαραχθούν, όταν πυκνά στρώματα στρειδιών σχεδόν μπλόκαραν τις εκβολές τού ποταμού Hudson, και όταν ο συγγραφέας περιπετειών των αρχών τού εικοστού αιώνα Zane Grey θαύμαζε τους τεράστιους ξιφίες, τους τόνους, τα wahoo και τις σφυρίδες που έβρισκε στον Κόλπο τής Καλιφόρνια.
Σήμερα, η ανθρώπινη όρεξη έχει σχεδόν εξαφανίσει αυτούς τους πληθυσμούς. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι τα αποθέματα των μεγάλων ψαριών-θηρευτών συρρικνώνονται ραγδαία όταν κάποιος σκεφτεί το γεγονός ότι ένας τόνος μπορεί να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στην αγορά της Ιαπωνίας. Οι υψηλές τιμές - τον Ιανουάριο του 2013, ένας τόνος τού Ειρηνικού 240 κιλών πωλήθηκε για 1,7 εκατομμύρια δολάρια σε δημοπρασία στο Τόκιο - κάνουν κερδοφόρα την διαδικασία να χρησιμοποιούνται αεροπλάνα και ελικόπτερα για να σαρώνουν τον ωκεανό από τα ψάρια που απομένουν. Απέναντι σε αυτές τις τεχνολογίες, τα θαλάσσια ζώα δεν έχουν καμία τύχη.
Ούτε είναι τα μεγάλα ψάρια τα μόνα που απειλούνται. Περιοχή μετά από περιοχή, όταν εξαφανίζονται τα μακρόβια αρπακτικά είδη, όπως ο τόνος και ο ξιφίας, οι αλιευτικοί στόλοι προχωρούν σε μικρότερα ψάρια, που τρέφονται με πλαγκτόν, όπως οι σαρδέλες, ο γαύρος και η ρέγκα. Η υπερεκμετάλλευση των μικρότερων ψαριών στερεί τα μεγαλύτερα άγρια ψάρια από ό,τι απομένει για την τροφή τους. Υδρόβια θηλαστικά και πτηνά, όπως ψαραετοί και αετοί, επίσης πεινούν. Οι θαλάσσιοι επιστήμονες αναφέρονται σε αυτήν την διαδοχική διαδικασία, ως «αλιεία σε όλη την διατροφική αλυσίδα».
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τρώμε πάρα πολλά θαλασσινά. Είναι επίσης και το πώς τα αλιεύουμε. Η σύγχρονη βιομηχανία αλιευτικών στόλων σέρνει πετονιές με χιλιάδες αγκίστρια για πολλά μίλια πίσω από ένα σκάφος, και οι βιομηχανικές μηχανότρατες στην ανοιχτή θάλασσα ποντίζουν δίχτυα σε χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά την διαδικασία αυτή, πολλά είδη που δεν ενδιαφέρουν τους αλιείς, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων χελωνών, των δελφινιών, των φαλαινών και των μεγάλων θαλάσσιων πτηνών (όπως τα άλμπατρος) μπλέκονται ή ψαρεύονται τυχαία. Εκατομμύρια τόνοι [εμπορικά] μη επιθυμητής θαλάσσιας ζωής σκοτώνεται ή τραυματίζεται σε εμπορικές αλιευτικές δραστηριότητες κάθε χρόνο. Μάλιστα, περίπου το ένα τρίτο όσων βγάζουν οι ψαράδες έξω από τα νερά δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση να αλιευθεί. Μερικές από τις πιο καταστροφικές ψαριές πετάνε το 80% με 90% από αυτά που αλιεύονται. Στον Κόλπο του Μεξικού, για παράδειγμα, για κάθε κιλό γαρίδας που έχει αλιευθεί από αλιευτικό σκάφος, πετιούνται πάνω από τρία κιλά θαλάσσιας ζωής.
Καθώς οι ωκεανοί παρακμάζουν και η ζήτηση για τα προϊόντα τους αυξάνεται, οι θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες και εκείνες των γλυκέων υδάτων μπορεί να μοιάζουν με μια δελεαστική λύση. Στο κάτω - κάτω, από την στιγμή που εφαρμόζουμε στην στεριά κτηνοτροφία για τροφή, γιατί να μην κάνουμε ιχθυοτροφεία στη θάλασσα; Η ιχθυοκαλλιέργεια αυξάνεται ταχύτερα από ό, τι οποιαδήποτε άλλη μορφή παραγωγής τροφίμων, και σήμερα, η πλειοψηφία των ψαριών στο παγκόσμιο εμπόριο και το ήμισυ των εισαγωγών θαλασσινών στις ΗΠΑ προέρχονται από υδατοκαλλιέργειες. Αν γίνεται σωστά, η ιχθυοκαλλιέργεια μπορεί να είναι περιβαλλοντικά αποδεκτή. Αλλά, ο αντίκτυπος της υδατοκαλλιέργειας ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τα είδη που εκτρέφονται, τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, και την τοποθεσία, και αρκετοί ακόμα παράγοντες καθιστούν δύσκολη την υγιή και βιώσιμη παραγωγή. Πολλοί ψάρια στις ιχθυοκαλλιέργειες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε επεξεργασμένα άγρια ψάρια για τροφή, κάτι που εξαλείφει τα οφέλη τής προστασίας των ψαριών μέσω της ιχθυοκαλλιέργειας. Εκτρεφόμενα ψάρια μπορούν επίσης να διαφύγουν σε ποτάμια και ωκεανούς και θέτουν σε κίνδυνο άγριους πληθυσμούς μεταδίδοντάς τους ασθένειες ή παράσιτα ή ερχόμενα σε ανταγωνισμό με τα αυτόχθονα είδη για λόγους σίτισης και αναπαραγωγής. Οι ιχθυοφάρμες χωρίς δίχτυα μολύνουν επίσης, στέλνοντας απόβλητα των ψαριών, φυτοφάρμακα, αντιβιοτικά, υπολείμματα τροφίμων, ασθένειες και παράσιτα να ρέουν κατευθείαν στα περιβάλλοντα ύδατα.
ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΥΣΤΑΤΟ ΣΥΝΟΡΟ ΤΗΣ ΓΗΣ
Ωστόσο, ένας άλλος παράγοντας που οδηγεί στην παρακμή των ωκεανών είναι η καταστροφή των οικοτόπων που επέτρεψαν στην θαλάσσια ζωή να ευδοκιμήσει για χιλιετίες με θεαματικό τρόπο. Η οικιστική και εμπορική ανάπτυξη απέθεσαν απόβλητα σε άλλοτε άγριες παράκτιες περιοχές. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι εξαλείφουν τα παράκτια έλη, τα οποία χρησιμεύουν ως βοσκοτόπια και φυτώρια για τα ψάρια και άλλα άγρια ζώα, φιλτράρουν τους ρύπους, και ενισχύουν τις ακτές απέναντι στις καταιγίδες και την διάβρωση.
Μακριά από τα βλέμματα μεν αλλά όχι λιγότερο ανησυχητική είναι η συνολική καταστροφή των οικοτόπων στον βαθύ ωκεανό. Για τους αλιείς που αναζητούν όλο και πιο φευγαλέα θηράματα, τα βάθη των θαλασσών έχουν γίνει το τελευταίο σύνορο της γης. Εκεί, βυθισμένες οροσειρές που ονομάζονται θαλάσσια όρη - που είναι δεκάδες χιλιάδες σε αριθμό και τα περισσότερα ανεξερεύνητα - έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα επιθυμητοί στόχοι. Κάποια ανεβαίνουν από τον πυθμένα τής θάλασσας σε ύψη που προσεγγίζουν εκείνο του Mount Rainier, στην Πολιτεία τής Ουάσιγκτον. Οι απότομες πλαγιές, οι ράχες και οι κορυφές των υποθαλάσσιων ορέων στο Νότιο Ειρηνικό και αλλού είναι το σπίτι μιας πλούσιας ποικιλίας θαλάσσιας ζωής, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων ομάδων αγνώστων ειδών.
Σήμερα, τα αλιευτικά σκάφη σέρνουν τεράστια δίχτυα εφοδιασμένα με χαλύβδινες πλάκες και βαριά ρολά στον πυθμένα τής θάλασσας και πάνω στα υποθαλάσσια βουνά, πάνω από 1.500 μέτρα βαθιά, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Καθώς οι βιομηχανικές μηχανότρατες ισοπεδώνουν σαν μπουλντόζες τον βυθό, οι επιφάνειες των θαλάσσιων ορέων γίνονται άμμος, γυμνά βράχια και μπάζα. Τα κοράλλια των βαθέων ψυχρών υδάτων, μερικά μεγαλύτερα σε ηλικία από τα redwoods τής Καλιφόρνια [στμ: δάση σεκόγιας ηλικίας άνω των 3.000 ετών], εξαλείφονται. Κατά την διαδικασία αυτή, ένας άγνωστος αριθμός ειδών από αυτές τις μοναδικές νησίδες τής βιολογικής ποικιλότητας - που θα μπορούσαν να προσφέρουν νέα φάρμακα ή άλλες σημαντικές πληροφορίες - οδηγούνται σε εξαφάνιση πριν ο άνθρωπος έχει έστω και μια πιθανότητα να τα μελετήσει.
Σχετικά καινούργια προβλήματα παρουσιάζουν επιπρόσθετες προκλήσεις. Τα χωροκατακτητικά είδη, όπως τα λιονταρόψαρα, τα μύδια-ζέβρες και οι μέδουσες του Ειρηνικού, διαταράσσουν τα παράκτια οικοσυστήματα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν προκαλέσει την κατάρρευση ολόκληρου του τομέα τής αλιείας. Ο θόρυβος από τα σόναρ που χρησιμοποιούνται από στρατιωτικά συστήματα και άλλες πηγές μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τις φάλαινες, τα δελφίνια και άλλη θαλάσσια ζωή. Μεγάλα πλοία που επιταχύνουν σε ακτοπλοϊκές γραμμές πυκνής κυκλοφορίας επίσης σκοτώνουν τις φάλαινες. Τέλος, το λιώσιμο των πάγων τής Αρκτικής δημιουργεί νέους περιβαλλοντικούς κινδύνους, καθώς ενδιαιτήματα άγριας πανίδας εξαφανίζονται, η εξόρυξη γίνεται ευκολότερη και οι θαλάσσιες οδοί επεκτείνονται.
ΣΕ ΘΕΡΜΑ ΥΔΑΤΑ
Και σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε άνοδο την θερμοκρασία τού πλανήτη από τέσσερις έως επτά βαθμούς Κελσίου κατά την διάρκεια αυτού του αιώνα, καθιστώντας τους ωκεανούς πιο θερμούς. Η στάθμη τής θάλασσας αυξάνεται, οι καταιγίδες γίνονται όλο και ισχυρότερες, και οι κύκλοι τής ζωής των φυτών και των ζώων απειλούνται, αλλάζοντας τα πρότυπα της μετανάστευσης [των ζώων] και προκαλώντας άλλες σοβαρές διαταραχές.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει ήδη καταστρέψει τους κοραλλιογενείς υφάλους και οι θαλάσσιοι επιστήμονες προβλέπουν τώρα την κατάρρευση ολόκληρων συστημάτων υφάλων στις επόμενες δεκαετίες. Τα θερμότερα νερά διώχνουν τα μικροσκοπικά φυτά που τρέφουν τα κοράλλια και από τα οποία εξαρτώνται για τον ζωηρό χρωματισμό τους. Στερημένα από τροφή, τα κοράλλια πεθαίνουν από πείνα, μια διαδικασία γνωστή ως «λεύκανση». Παράλληλα, η άνοδος της θερμοκρασίας των ωκεανών αυξάνει τα κρούσματα ασθενειών σε κοράλλια και άλλη θαλάσσια ζωή. Πουθενά αλλού αυτές οι περίπλοκες διασυνδέσεις δεν συμβάλλουν περισσότερο στον θάνατο στις θάλασσες από όσο στα εύθραυστα οικοσυστήματα κοραλλιών.
Οι ωκεανοί έχουν γίνει επίσης πιο όξινοι, καθώς το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα διαλύεται στα νερά τής γης. Η συσσώρευση του οξέος στα νερά των ωκεανών μειώνει την διαθεσιμότητα του ανθρακικού ασβεστίου, ενός βασικού δομικού στοιχείου για τους σκελετούς και τα κελύφη των κοραλλιών, του πλαγκτόν, των οστρακόδερμων, και πολλών άλλων θαλάσσιων οργανισμών. Ακριβώς όπως τα δέντρα φτιάχνουν ξύλο για να ανεβούν ψηλά και να φτάσουν το φως, πολλά θαλάσσια πλάσματα χρειάζονται σκληρά κελύφη για να αναπτυχθούν αλλά και για να προφυλαχθούν από τα αρπακτικά ζώα.
Επιπλέον όλων αυτών των προβλημάτων, η πιο σοβαρή επίπτωση της ζημιάς που γίνεται στους ωκεανούς από την κλιματική αλλαγή και την οξίνιση των ωκεανών ίσως να είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Οι θάλασσες υποστηρίζουν διαδικασίες απαραίτητες για την ζωή στην γη. Αυτές οι διαδικασίες περιλαμβάνουν πολύπλοκα βιολογικά και φυσικά συστήματα, όπως οι κύκλοι τού αζώτου και του άνθρακα, η φωτοσύνθεση, η οποία δημιουργεί το ήμισυ του οξυγόνου που αναπνέουν οι άνθρωποι και αποτελεί την βάση τής βιολογικής παραγωγικότητας του ωκεανού, και η κυκλοφορία των ωκεανών. Μεγάλο μέρος αυτής της δραστηριότητας λαμβάνει χώρα στον ανοιχτό ωκεανό, όπου αλληλεπιδρούν η θάλασσα και η ατμόσφαιρα. Παρά τα τρομακτικά περιστατικά, όπως ο σεισμός στον Ινδικό Ωκεανό και το τσουνάμι τού 2004, η λεπτή ισορροπία τής φύσης που συντηρεί αυτά τα συστήματα έχει παραμείνει αξιοσημείωτα σταθερή από την εποχή πολύ πριν από την έλευση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Αλλά, αυτές οι πολύπλοκες διαδικασίες, όσο επηρεάζουν όσο και επηρεάζονται από το κλίμα τής γης, και οι επιστήμονες εκλαμβάνουν ορισμένες πρόσφατες εξελίξεις ως κώδωνα κινδύνου, προαναγγέλλοντας ενδεχομένως μια επικείμενη καταστροφή. Για να δοθεί ένα παράδειγμα, τροπικά ψάρια όλο και περισσότερο μεταναστεύουν στα πιο δροσερά ύδατα της Αρκτικής και των Νότιων ωκεανών. Τέτοιες αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν είδη ψαριών σε εξαφάνιση, απειλώντας μια κρίσιμη πηγή τροφίμων, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες στους τροπικούς. Ή σκεφθείτε ότι τα δορυφορικά δεδομένα δείχνουν ότι τα ζεστά επιφανειακά ύδατα αναμιγνύονται λιγότερο με τα ψυχρά, βαθύτερα νερά. Αυτή η μείωση στην κατακόρυφη ανάμιξη χωρίζει την της θαλάσσια ζωή που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια από τα θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται παρακάτω, τελικά μειώνοντας τον πληθυσμό τού φυτοπλαγκτού, που αποτελεί το θεμέλιο τής τροφικής αλυσίδας των ωκεανών. Μετασχηματισμοί στον ανοιχτό ωκεανό θα μπορούσαν να επηρεάσουν δραματικά το κλίμα τής Γης και τις πολύπλοκες διαδικασίες που υποστηρίζουν την ζωή, τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα. Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη κατανοήσει πλήρως το πώς λειτουργούν όλες αυτές οι διαδικασίες, αλλά το να αγνοηθούν τα προειδοποιητικά σημάδια μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
Οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες πλέον περιμένουν πολύ λιγότερα από την θάλασσα. Τα βασικά για την ποιότητα του περιβάλλοντος, η χρηστή διακυβέρνηση και η προσωπική ευθύνη, έχουν καταποντιστεί. Αυτή η παθητική αποδοχή τής συνεχιζόμενης καταστροφής των θαλασσών είναι η πιο επαίσχυντη, με δεδομένο το πόσο εύκολα θα μπορούσε να αποφευχθεί η διαδικασία αυτή. Υπάρχουν πολλές λύσεις, και μερικές είναι σχετικά απλές. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και να επεκτείνουν τις προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές, να εγκρίνουν και να επιβάλουν ισχυρότερους διεθνείς κανόνες για την διατήρηση της βιολογικής ποικιλομορφίας στον ανοιχτό ωκεανό, και συμφωνήσουν σε ένα μορατόριουμ για την αλιεία ειδών ψαριών που φθίνουν, όπως ο τόνος τού Ειρηνικού. Όμως, οι λύσεις θα απαιτήσουν επίσης ευρύτερες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες προσεγγίζουν την ενέργεια, την γεωργία, και την διαχείριση των φυσικών πόρων. Οι χώρες θα πρέπει να προβούν σε σημαντικές μειώσεις στις εκπομπές αερίων τού θερμοκηπίου, να κάνουν την μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, να εξαλείψουν τις χειρότερες τοξικές χημικές ουσίες, και να τερματίσουν την μαζική ρύπανση των λεκανών απορροής με θρεπτικές ουσίες (λιπάσματα).
Οι προκλήσεις αυτές μπορεί να φαίνονται τρομακτικές, ειδικά για τις χώρες που εστιάζουν στην βασική τους επιβίωση. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις, οι διεθνείς οργανισμοί, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι επιστήμονες, και οι επιχειρήσεις έχουν την απαραίτητη εμπειρία και την ικανότητα να βρουν απαντήσεις στα προβλήματα των ωκεανών. Και έχουν καταφέρει στο παρελθόν, μέσω καινοτόμων τοπικών πρωτοβουλιών σε κάθε ήπειρο, εντυπωσιακές επιστημονικές προόδους, σκληρές περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και επιβολή, καθώς και σημαντικά διεθνή μέτρα, όπως η καθολική απαγόρευση της ρίψης πυρηνικών αποβλήτων στους ωκεανούς.
Ωστόσο, για όσο η ρύπανση, η υπεραλίευση και η οξίνιση των ωκεανών αποτελούν λόγους ανησυχίας μόνο για τους επιστήμονες, λίγα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Διπλωμάτες και ειδικοί επί της εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι κατανοούν τις δυνητικές συγκρούσεις σε έναν υπερθερμασμένο κόσμο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η αλλαγή τού κλίματος θα μπορούσε να μετατραπεί σύντομα σε ένα ζήτημα πολέμου και ειρήνης. Οι επιχειρηματικοί ηγέτες πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα από ό, τι οι περισσότεροι τις άμεσες συνδέσεις μεταξύ των υγιών θαλασσών και των υγιών οικονομιών. Και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την ευημερία των πολιτών, πρέπει σίγουρα να δουν την σημασία τού καθαρού αέρα, της γης και του νερού.
Ο κόσμος αντιμετωπίζει μια επιλογή. Δεν πρέπει να γυρίσει τους ωκεανούς στην παλαιολιθική εποχή. Το εάν μπορούμε να επιδείξουμε πολιτική βούληση και ηθικό θάρρος για να αποκαταστήσουμε την υγεία στις θάλασσες πριν να είναι πολύ αργά, αποτελεί ένα αναπάντητο ερώτημα. Η πρόκληση και η ευκαιρία είναι εκεί.
* Ο ALAN B. SIELEN είναι βασικός συνεργάτης για την Διεθνή Περιβαλλοντική Πολιτική στο Κέντρο Θαλάσσιας Βιοποικιλότητας και Προστασίας στο Scripps Institution of Oceanography. Ήταν αναπληρωτής βοηθός διαχειριστή για τις Διεθνείς Δραστηριότητες στην Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ από το 1995 ως το 2001.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στo τεύχος Μαρτίου 2014 του Foreign Affairs, The Hellenic Edition.