Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Άρθρο της Le Monde diplomatique ότι στις ΗΠΑ τα στρατευμένα ΜΜΕ πολώνουν τον δημόσιο διάλογο


Τα στρατευμένα μέσα πολώνουν τον δημόσιο διάλογο
ΗΠΑ
par Benson Rodney, [Κούτσης Θανάσης (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)
Από τη στιγμή που, με την εισβολή της καλωδιακής τηλεόρασης και του Διαδικτύου, ο Αμερικανός τηλεθεατής απέκτησε περισσότερες επιλογές ενημέρωσης από τα « παραδοσιακά » δελτία ειδήσεων του ABC, του CBS και του NBC, άρχισαν να αναδύονται όλο και περισσότερες ιδεολογικά στρατευμένες πηγές πληροφόρησης, που αποδείχθηκαν εξαιρετικά προσοδοφόρες για τους ιδιοκτήτες τους.
Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξής τους σε μια δύσκολη, για τα μέσα ενημέρωσης, εποχή : όχι η προώθηση ακραίων πολιτικών θέσεων (ιδίως από την πλευρά της Δεξιάς), αλλά τα άφθονα κέρδη.
Ο Μπιλ Ο’Ράιλι, ένας από τους πρωτοκλασάτους παρουσιαστές του υπερσυντηρητικού δικτύου Fox News, υποδεχόταν στο στούντιο τον πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, στις 2 του περασμένου Φεβρουαρίου, τις ημέρες της υψηλότατης τηλεθέασης που προηγούνται του Σούπερ Μπόουλ, του κορυφαίου γεγονότος στο αμερικανικό φούτμπολ. Με την ευκαιρία, επανέλαβε την αγαπητή στο κοινό του κατηγορία, ότι ο Λευκός Οίκος είχε παραπλανήσει τους Αμερικανούς πολίτες σχετικά με την αιματηρή επίθεση του Σεπτεμβρίου 2012 εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Βεγγάζη της Λιβύης : « Οι επικριτές σας υποστηρίζουν πως αποκρύψατε το γεγονός ότι επρόκειτο για τρομοκρατική επίθεση, προκειμένου να μην επηρεαστεί η προεκλογική εκστρατεία σας. Αυτό πιστεύουν ». Ο πρόεδρος απάντησε επιτόπου : « Και το πιστεύουν επειδή τους το λένε άνθρωποι σαν κι εσάς ».
Ο σύντομος αυτός διάλογος καταδεικνύει την ισχύ των ανοιχτά στρατευμένων μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ, μια ισχύ που προφανώς δεν αφήνει άλλη επιλογή στον Ομπάμα, παρά να υποβληθεί σε ανάκριση από έναν μαχητικό νεοσυντηρητικό. Μαρτυρά όμως και την επιρροή τους στην κοινή γνώμη. Έγιναν « η πιο δυνατή φωνή μέσα στο σπίτι [1] », εκείνο που οι ερευνητές Τζέφρεϊ Μ. Μπέρι και Σάρα Σομπιερέι ονομάζουν « βιομηχανία των ύβρεων [2] », και κατέστησαν παρωχημένους τους κανόνες ευπρέπειας από τους οποίους διεπόταν άλλοτε ο δημόσιος διάλογος.
Προκειμένου να δυσφημίσεις τον αντίπαλό σου, όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται. Η παραπομπή στον ναζισμό είναι από τα πιο προσφιλή. Στο κεντροαριστερών τάσεων δίκτυο MSNBC, που αντιπαρατίθεται έντονα στο Fox News, ο Εντ Σουλτς, αναφερόμενος σε ένα βίντεο με τον Ρας Λίμπο, τον πρύτανη του δεξιού ραδιοφώνου, ισχυριζόταν πως, « αν τον παρακολουθήσετε με κλειστό τον ήχο, ο Λίμπο μοιάζει με τον Αδόλφο Χίτλερ » (2 Μαρτίου 2009). Ο πρώην σχολιαστής του Fox Γκλεν Μπεκ (που παλαιότερα παρουσίαζε τη δεύτερη σε θεαματικότητα εκπομπή μετά από εκείνη του Ο’Ράιλι) χαρακτήρισε τις ομιλίες του Αλ Γκορ στα σχολεία, περί της προστασίας του περιβάλλοντος, ως απόπειρα « κατήχησης των νέων της Αμερικής. [...] Όταν τελειώσω με αυτό το θέμα, ίσως πιστέψετε κι εσείς ότι βρισκόμαστε καθοδόν προς τη χιτλερική νεολαία » (5 Μαρτίου 2010).
Ο Ρας Λίμπο, στη ραδιοφωνική εκπομπή του (που είναι η πρώτη σε ακροαματικότητα στις ΗΠΑ) της 29ης Φεβρουαρίου 2012, επιτέθηκε άγρια σε μια φοιτήτρια της Νομικής, που συνηγορούσε δημοσίως υπέρ της κάλυψης των αντισυλληπτικών από τους ασφαλιστικούς φορείς : « Θέλει να πληρώνεται για να κάνει σεξ. Κάνει τόσο πολύ σεξ που δεν έχει πια να πληρώσει τα αντισυλληπτικά της. Θέλει εσύ κι εγώ και οι φορολογούμενοι να την πληρώνουμε για να κάνει σεξ. Και αυτό, σε τι μας μετατρέπει ; Σε νταβατζήδες ».
Έχουν, όμως, πραγματικά τόση δύναμη τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης ; Αν τα ακροατήριά τους μοιράζονται με βάση ιδεολογικές και κομματικές διχοτομίες, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης προωθούν τον διχασμό και όχι ότι απλώς ανταποκρίνονται σε αυτόν ;
Διόλου νέο το φαινόμενο στην Αμερική
Τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης κυριαρχούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού. Στη συνέχεια όμως επισκιάστηκαν από τον υποστηριζόμενο από τη μαζική διαφήμιση Τύπο και τα υποκείμενα σε αυστηρές ρυθμίσεις ραδιοτηλεοπτικά μέσα, όπου κυριαρχούσαν τα τρία μεγάλα εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα (ABC, CBS και NBC), τα οποία υιοθέτησαν ουδέτερους τόνους και πρόταξαν τη « δημοσιογραφική αντικειμενικότητα », με στόχο τη μεγιστοποίηση του ακροατηρίου.
Η παρένθεση αυτή έκλεισε τη δεκαετία του 1980, με την έλευση της καλωδιακής τηλεόρασης. Ενώ το 1970 λιγότερο από το 8% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ διέθετε καλωδιακή, το 1989 πέρασε το κατώφλι του 50% και έως το 2004 το ποσοστό ανερχόταν στο 85% (συμπεριλαμβανομένης και της δορυφορικής τηλεόρασης). Σταδιακά, το περιορισμένων επιλογών σύστημα ραδιοτηλεοπτικών μέσων αντικαταστάθηκε από ένα περιβάλλον πολλαπλών επιλογών αναμετάδοσης : καλωδιακή, δορυφορική, ψηφιακή δορυφορική και, τέλος, διαδικτυακή. Οι περισσότεροι άνθρωποι παρακολουθούσαν το βραδινό δελτίο ειδήσεων των μεγάλων δικτύων μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Σε ένα καλωδιακό περιβάλλον με πολλαπλές επιλογές, οι τηλεθεατές με χαμηλό βαθμό ενδιαφέροντος για τις ειδήσεις (και με λιγότερο ισχυρό ιδεολογικό πρόσημο), τις εγκατέλειψαν προς όφελος της ψυχαγωγίας και συμμετείχαν λιγότερο στις εκλογές· οι λίγοι φανατικοί των ειδήσεων που απέμειναν, είχαν σε μεγάλο βαθμό σαφές ιδεολογικό προφίλ. Η διαδικασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη πριν καν υπάρξουν το Fox ή το MSNBC.
Η απόρριψη του « δόγματος της αμεροληψίας » από την κυβέρνηση Ρέιγκαν, το 1987, έβαλε τέλος στην υποχρέωση εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών μέσων να παρουσιάζουν σε ισότιμη βάση τις αντιτιθέμενες πολιτικές απόψεις. Η συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια μεγάλων ομίλων και οι πιέσεις για μεγαλύτερη κερδοφορία, σε συνδυασμό με το πολυκάναλο καλωδιακό και δορυφορικό περιβάλλον, έκαναν ελκυστικές τις επενδύσεις σε « εξειδικευμένα » προγράμματα. Αποδεικνύοντας σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους στη δημιουργία ακροατηρίου με συγκριτικά χαμηλό κόστος, τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης επέστρεψαν, καταρχάς από την πλευρά της Δεξιάς, ξεκινώντας με το « ραδιόφωνο λόγου » (talk radio) της δεκαετίας του 1980, συνεχίζοντας με τις ειδήσεις της καλωδιακής τηλεόρασης, τη δεκαετία του 1990, και κατόπιν επεκτεινόμενα στα ιδεολογικά χρωματισμένα ιστολόγια και ιστοσελίδες, κατά τη δεκαετία του 2000.
Σήμερα, στο αμερικανικό ραδιόφωνο οι εκπομπές και τα ακροατήρια συντηρητικού προσανατολισμού υπερτερούν συντριπτικά των προοδευτικών, χάρη στον σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο του «ραδιοφώνου λόγου » από τον δεξιό όμιλο Clear Channel Communications και την έλξη που ασκούν ο Ρας Λίμπο και ο Σον Χάνιτι (ένας από τους κορυφαίους παρουσιαστές του καλωδιακού Fox), καθένας τους με 15 εκατομμύρια ακροατές σε εβδομαδιαία βάση.
Το Fox και ο αντικατοπτρισμός του
Στις ειδήσεις της καλωδιακής τηλεόρασης κυριαρχεί το Fox News Channel, πνευματικό τέκνο του ισχυρού ανδρός της News Corporation, Ρούπερτ Μέρντοχ και του Ρότζερ Έιλς, πρώην παρασκηνιακού στελέχους των Ρεπουμπλικάνων. Από το ξεκίνημά του, το 1995, στέγασε τις κορυφαίες σε θεαματικότητα εκπομπές πολιτικού σχολιασμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Ο’Ράιλι (τρία εκατομμύρια τηλεθεατές κάθε βράδυ) και του Μπεκ (πάνω από δύο εκατομμύρια τηλεθεατές, πριν από τη διακοπή της, το 2010). Το MSNBC, το δεύτερο σε κατάταξη καλωδιακό κανάλι, ιδρύθηκε το 1995, την ίδια χρονιά με το Fox, ως συνεταιρισμός της Microsoft και του NBC, ιδιοκτησίας General Electric (το 2013, μοναδικός ιδιοκτήτης του έγινε η Comcast). Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, αυτοπροσδιορίστηκε ως ο προοδευτικός αντικατοπτρισμός του Fox. Τα τοκ-σόου του, με σημαντικά χαμηλότερες θεαματικότητες από εκείνες του Fox, συμπεριλαμβάνουν το « Rachel Maddow Show » (ένα εκατομμύριο τηλεθεατές), το « Hardball with Chris Matthews » και το « Last Word with Lawrence O’Donnell » (το καθένα γύρω στους 750.000 τηλεθεατές). Το CNN, παρ’ όλο που προσδιορίζεται ως προοδευτικό από συντηρητικούς σχολιαστές, ουσιαστικά δεν έχει εκπομπές σχολιασμού και επικεντρώνεται στις έκτακτες ειδήσεις και τα ντοκιμαντέρ.
Στο Διαδίκτυο, στις κορυφαίες προοδευτικές ιστοσελίδες ή ιστολόγια συμπεριλαμβάνονται το Huffington Post (που εξαγοράστηκε από την AOL, το 2011), το Daily Kos, το Talking Points Memo και η Wonkette. Στα κορυφαία συντηρητικά ιστολόγια συμπεριλαμβάνονται το Drudge Report, η Michelle Malkin και το Hot Air. Το καθημερινό ακροατήριο των στρατευμένων μέσων του Διαδικτύου (δύο εκατομμύρια επισκέψεις την ημέρα) είναι αρκετά μικρότερο από εκείνο του ραδιοφώνου ή της καλωδιακής τηλεόρασης.
Πόσο μεγάλη επιρροή ασκούν αυτά τα στρατευμένα μέσα ; Σύμφωνα με τους Μπέρι και Σομπιερέι, το συνολικό καθημερινό ακροατήριό τους αγγίζει τα 47 εκατομμύρια άτομα (αν και ο αριθμός πιθανότατα είναι μικρότερος, εφόσον κάθε άτομο μπορεί να παρακολουθεί περισσότερα μέσα). Ο ερευνητής Μάρκους Πράιορ από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον επισημαίνει ότι το κοινό των στρατευμένων μέσων παραμένει σαφώς μικρότερο από εκείνο των βραδινών δελτίων ειδήσεων του ABC, του CBS και του NBC, εφόσον καθένα τους ακόμη προσελκύει υπερδιπλάσιο κοινό από το « O’Reilly Factor », την πιο δημοφιλή καλωδιακή εκπομπή. Ακόμη και τα 2,4 εκατομμύρια άτομα που παρακολουθούν το « NewsHour », τις ειδήσεις της μικρής, σχεδόν περιθωριακής δημόσιας τηλεόρασης (PBS), είναι πολλαπλάσια εκείνων που παρακολουθούν τα περισσότερα καλωδιακά δελτία ειδήσεων.
Μεγάλο ποσοστό του κοινού της καλωδιακής τηλεόρασης έχει σαφή –και έντονη– ιδεολογική ταυτότητα. Μια έκθεση του Pew Research Center του 2012 δείχνει ότι οι τηλεθεατές των εκπομπών του Χάνιτι και του Ο’Ράιλι στο Fox αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί σε ποσοστό διπλάσιο του μέσου όρου (78% και 69% αντιστοίχως, έναντι 35% στο σύνολο των Αμερικανών). Στο MSNBC, το ακροατήριο της εκπομπής της Ρέιτσελ Μάντοου δήλωνε προοδευτικό κατά 57% (22% στο σύνολο των Αμερικανών).
Στο μεταξύ, οι πολιτικές τοποθετήσεις των ψηφοφόρων σε ολόκληρη τη χώρα έχουν πολωθεί. Είναι πολύ δυσκολότερο σήμερα να βρεις « προοδευτικούς Ρεπουμπλικάνους » ή « συντηρητικούς Δημοκρατικούς » : το χάσμα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, μεταξύ θρησκευόμενων και μη, δεν έχει πάψει να διευρύνεται [3].
Ποιος καθοδηγεί την πόλωση ;
Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο τα στρατευμένα μέσα να καθοδηγούν αυτήν τη διαδικασία. Μπορεί απλώς τα ακροατήρια με ήδη διαμορφωμένη ιδεολογική ταυτότητα να παρακολουθούν μόνο τα μέσα που αντανακλούν την προϋπάρχουσα κοσμοθεωρία τους. Η επιλεκτική αντίληψη του ανθρώπινου είδους λειτουργεί και στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης. Μια μελέτη πάνω στην τηλεοπτική σειρά Ντάλας, κατά τη δεκαετία του 1980, είχε δείξει ότι ο τρόπος ερμηνείας των επεισοδίων διέφερε αισθητά εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο, την εκπαίδευση, την πολιτική τοποθέτηση κ.ο.κ. των τηλεθεατών [4]. Πιο πρόσφατα, οι πολιτικοί επιστήμονες Κέβιν Αρσενό και Μάρτιν Τζόνσον διεξήγαγαν ένα πείραμα, κατά τη διάρκεια του οποίου προοδευτικοί και συντηρητικοί τηλεθεατές παρακολούθησαν « ουδέτερα », προοδευτικά ή συντηρητικά αποσπάσματα από δελτία ειδήσεων σχετικά με κάποιες κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης Ομπάμα : η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρακολούθηση της είδησης όπως παρουσιαζόταν από τα μεγάλα, « ουδέτερα » δίκτυα, είχε την ίδια πολωτική επίδραση με την παρακολούθηση των « στρατευμένων » δελτίων [5]. Με άλλα λόγια, η είδηση επεξεργαζόταν ιδεολογικά από τον παραλήπτη της ακόμη και όταν η παρουσίασή της ήταν όσο το δυνατό πιο ουδέτερη.
Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η ισχύς των στρατευμένων μέσων ; Η απάντηση είναι ότι, όχι μόνο υποθάλπουν, αλλά και εντείνουν τις προϋπάρχουσες πολιτικές απόψεις. Ο Τζέφρεϊ Μ. Μπέρι και η Σάρα Σομπιερέι τεκμηριώνουν την προσβλητική γλώσσα, τις υποτιμητικές προσφωνήσεις, τους σαρκασμούς και τις χυδαιολογίες, τις επιθέσεις επί του προσωπικού, τις « ιδεολογικά εξτρεμιστικές » εκφράσεις και διαστρεβλώσεις. Η μοιρασιά δεν είναι ισομερής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Τα αριστερά-προοδευτικά μέσα « έχουν αρκετά ρυπαρό περιεχόμενο », αλλά, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, « οι συντηρητικοί είναι ακόμη ρυπαρότεροι ». Οι τηλεθεατές του Fox News υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό –και μάλιστα με διαφορά της τάξης των 31 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με τους τηλεθεατές άλλων καναλιών– το μύθευμα πως ο πρόεδρος Ομπάμα δεν γεννήθηκε στις ΗΠΑ [6].
Στο παιχνίδι της συστηματικής δυσφήμισης των αντίθετων απόψεων, τα στρατευμένα μέσα παίζουν τον ρόλο της εμπροσθοφυλακής. Ο ρόλος τους είναι να κάνουν τους ακραίους υποστηρικτές « ακόμη πιο ακραίους [...] και ακόμη πιο βέβαιους ότι οι πεποιθήσεις τους είναι οι σωστές [7] ». Οι γεμάτοι βεβαιότητα τακτικοί καταναλωτές ειδήσεων –ανάμεσά τους πολλοί άνθρωποι του πολιτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον– στη συνέχεια πιθανότατα θα λειτουργήσουν ως διαμορφωτές γνώμης στα κοινωνικά τους δίκτυα. Αυτός είναι και ο πιθανότερος τρόπος με τον οποίο ασκούν εξουσία τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης : βοηθούν στον καθορισμό της ειδησεογραφίας και της πολιτικής επικαιρότητας και κινητοποιούν τους ψηφοφόρους.
Η εκτεταμένη κάλυψη από το Fox News προώθησε το κίνημα του « Κόμματος του Τσαγιού ». Όχι μόνο κάλυπτε το θέμα, αλλά ταυτόχρονα το δημιουργούσε –και έτσι βοήθησε στην κινητοποίηση των ακτιβιστών και των ψηφοφόρων που έδωσαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικάνους, κατά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2010. Το MSNBC, με τη σειρά του, κάλυψε εκτενέστατα το κίνημα « Occupy Wall Street », συμβάλλοντας στη δημοτικότητά του. Αντίθετα με τα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα στρατευμένα μέσα επιδιώκουν τη συμμετοχή.
Πώς θα αποκαταστήσουμε έναν ελάχιστο βαθμό ευπρέπειας και σεβασμού για τα γεγονότα, χωρίς να απολέσουμε τη συμμετοχική ενέργεια των στρατευμένων μέσων ; Τα στρατευμένα μέσα πιθανότατα θα παραμείνουν ενεργά για αρκετό καιρό ακόμη, επειδή αποτελούν μια προσοδοφόρα επιχείρηση. Το Fox News απέφερε το 61% των συνολικών κερδών της News Corporation για το 2012. Όμως, δεν είναι βέβαιο ότι οι καλές οικονομικές επιδόσεις μεταφράζονται και σε καλή συντηρητική πολιτική. Αν οι Ρεπουμπλικάνοι χάσουν τις εκλογές του 2016, οι παράγοντες του κόμματος και η επιχειρηματική κοινότητα ίσως χρειαστεί να επανεξετάσουν τη σχέση τους με τη κότα με τα χρυσά αυγά του κ. Μέρντοχ.

Notes
[1] Gabriel Sherman, The Loudest Voice in the Room, Random House, Νέα Υόρκη, 2014.
[2] Jeffrey M. Berry et Sarah Sobieraj, « The Outrage Industry : Political Opinion Media and the New Incivility », Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2014.
[3] Alan I. Abramowitz, The Polarized Public ? Why American Government Is So Dysfunctional, Pearson, Λονδίνο, 2013.
[4] Tamar Liebes και Elihu Katz, The Export of Meaning : Cross-Cultural Readings of « Dallas », Polity, Κέιμπριτζ, Ηνωμένο Βασίλειο, 1994.
[5] Kevin Arceneaux, « Why you shouldn’t blame polarization on partisan news », The Washington Post, 4 Φεβρουαρίου2014.
[6] David Brock, Ari Rabin-Havt και Media Matters for America, The Fox Effect : How Roger Ailes Turned a Network Into a Propaganda Machine, Anchor Books, Νέα Υόρκη, 2012.
[7] Matthew Levendusky, How Partisan Media Polarize America, University of Chicago Press, 2013.