Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Ανάλυση του Foreign Affairs για τον Τσάρο των ακροβατισμών


Ο τσάρος των ακροβατισμών
Μια κλασική ψυχροπολεμική στρατηγική επιστρέφει στο Κρεμλίνο
Cynthia A. Roberts
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Ήταν εξαιρετικά δύσκολο, κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών, να διακρίνει κανείς τα ακριβή όρια της αποφασιστικότητας του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία.
Εκτός του να έχει τοποθετήσει περίπου 40.000 Ρώσους στρατιώτες στα ουκρανικά σύνορα και να έχει διατάξει να διεξαχθούν στρατιωτικές ασκήσεις, ο Πούτιν έχει χρησιμοποιήσει φιλορώσους ακτιβιστές, καθοδηγούμενους από μυστικούς Ρώσους χειριστές, να υποδαυλίσουν αναταραχές και αστάθεια στην ανατολική Ουκρανία. Όλο αυτό το διάστημα, έχει προειδοποιήσει ότι οι στρατιωτικές ενέργειες του Κιέβου προκειμένου να επανακτήσει τον κυβερνητικό έλεγχο, παραβιάζουν τα δικαιώματα των εν λόγω ρωσικών πληθυσμών και ωθούν την χώρα σε «πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου». Ο Πούτιν πρότεινε, επίσης, ότι η κυβέρνηση της Ουκρανίας, ήδη στα πρόθυρα της κατάρρευσης , θα πρέπει να πληρώσει για το φυσικό αέριο σε υψηλότερες τιμές με αρχή την 1η Ιουνίου - μια καλυμμένη απειλή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εξαρτάται από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω των ουκρανικών αγωγών. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις απειλές, ο απώτερος στόχος των επικίνδυνων προκλήσεων του Πούτιν έχει παραμείνει ασαφής.
Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο Πούτιν καθοδηγείται από θυμό ή αγανάκτηση. Όταν του μίλησε η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ στις αρχές Μαρτίου, καθώς η κρίση στην Ουκρανία ήταν ακόμα στα πρώτα της στάδια, φάνηκε να συναγάγει το συμπέρασμα αυτό, και είπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα ότι ο Ρώσος πρόεδρος ζούσε σε «άλλο κόσμο». Όμως οι ενέργειες του Πούτιν δεν είναι παράλογες. Η κατανόησή τους απαιτεί μια προσεκτική ανάγνωση του θεωρητικού των διεθνών σχέσεων Thomas Schelling, του οποίου το κλασσικό έργο στις διπλωματικές ακροβασίες, «Η στρατηγική τής σύγκρουσης», φαίνεται - στην ρωσική μετάφραση της, ίσως – ότι βρήκε τον τρόπο να φτάσει στο γραφείο τού Πούτιν.
Όπως εξηγεί ο Schelling, η ακροβασία «είναι η τακτική να αφήνεις σκόπιμα την κατάσταση να γίνεται κάπως ανεξέλεγκτη, ακριβώς διότι ούσα ανεξέλεγκτη μπορεί να είναι αφόρητη για την άλλη πλευρά και να την εξαναγκάσει σε διευθέτηση». Ο Schelling θα περιέγραφε την δυναμική που ο Πούτιν έχει επιβάλλει στην Ουκρανία ως «ορθολογικότητα του παραλόγου»: ο Πούτιν έχει σκόπιμα δημιουργήσει ρίσκα και «αξιοποιεί τον κίνδυνο ότι κάποιος μπορεί κατά λάθος να πάει πέρα από το χείλος τού γκρεμού, τραβώντας τον άλλο μαζί του».
Απειλώντας να παρέμβει για να προστατεύσει τους Ρώσους «συμπατριώτες» στην Ουκρανία από την κλιμάκωση της βίας που η Μόσχα βοήθησε να υποκινηθεί και δεν έχει κάνει τίποτα για να σταματήσει, ο Πούτιν σηματοδοτεί ότι έχει ένα τεράστιο θέμα που διακυβεύεται. Εάν οι Δυτικοί πολιτικοί δεν είχαν προηγουμένως εκτιμήσει τον βαθμό στον οποίο η Ουκρανία αποτελεί ένα βασικό ενδιαφέρον τής Ρωσίας, σίγουρα το κάνουν τώρα. Η ευθυγράμμιση της Ουκρανίας με την Ρωσία είναι κεντρική τόσο για την συντηρητική εθνικιστική βάση τού Πούτιν όσο και για την ρωσική ασφάλεια ως ένα ενδιάμεσο κράτος, δεδομένων των αφύλακτων συνόρων της. Η Ουκρανία είναι η κύρια αρτηρία μέσω τής οποίας ρέουν οι ρωσικές εξαγωγές, και παραμένει μέρος τού μετα-σοβιετικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Η σαφέστερη γεωπολιτική φιλοδοξία τού Πούτιν, η δημιουργία μιας Ευρασιατικής Ένωσης, που θα επιτρέπει στην Ρωσία να κυριαρχεί επί των γειτόνων της και να λειτουργεί ως περιφερειακή δύναμη, θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς μια στενή σχέση με την Ουκρανία.
Σε μια συνέντευξή του στις 17 Απριλίου, ο Πούτιν δήλωσε: «Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε». Η αποφασιστικότητα του Κρεμλίνου να σταματήσει την προέλαση των ευρω-ατλαντικών θεσμών σηματοδοτήθηκε με μια μικρότερη εκστρατεία εναντίον τής Γεωργίας το 2008. Τώρα ο Πούτιν υποδηλώνει επίσης ότι η Ρωσία θα αρχίσει να αντιμετωπίζει μια ευρεία λωρίδα τής νοτιοανατολικής Ουκρανίας - μια περιοχή που ιστορικά ονομάζεται Νοβοροσία (Νέα Ρωσία), η οποία μεταφέρθηκε στην Ουκρανία από τις σοβιετικές Αρχές - ως ένα ρωσικό προτεκτοράτο. Αλλά τα σκληρά λόγια για την Ουκρανία δεν σηματοδοτούν μια προτίμηση για πόλεμο ή για κατάκτηση. Αντίθετα, οι ακροβατισμοί του στέλνουν το μήνυμα ότι η Ρωσία έχει μεγαλύτερα διακυβεύματα στην Ουκρανία από όσα έχει η Δύση εκεί. Με το να επικοινωνεί στους ηγέτες στο Κίεβο και την Δύση ότι είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει να βυθίσει την Ουκρανία σε εμφύλιο πόλεμο, ο Πούτιν έχει ήδη αποκτήσει διαπραγματευτική δύναμη στις συζητήσεις για την τύχη τής Ουκρανίας.
Οι πολιτικοί ακροβατισμοί είχαν αφθονία θαυμαστών μεταξύ των πολιτικών, ειδικά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο Schelling διατύπωσε την θεωρία του. Ο John Foster Dulles, ο οποίος υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών τού προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ από το 1953 ως το 1959, θεωρείται από κάποιους ιστορικούς ως «ο μέγας δάσκαλος των διπλωματικών ακροβατισμών». Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι απειλές τής κυβέρνησης Αϊζενχάουερ ότι θα «απαντήσει σθεναρά σε χώρους και με μέσα τής εκλογής της», συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών όπλων εναντίον τής Κίνας αν επεκτεινόταν ο πόλεμος στην Ινδοκίνα το 1954, είχε έναν αντίκτυπο: η κινεζική ηγεσία μετέβαλε την θέση της και πίεσε τους Viet Minh να κάνουν παραχωρήσεις για μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων.
Αλλά ο ίδιος ο Dulles προειδοποίησε ότι οι ακροβασίες δεν ήταν μια στρατηγική για τους άτολμους. «Εάν φοβάσαι να πάς μέχρι την άκρη τού γκρεμού, είσαι χαμένος», εξηγούσε: «η ικανότητα να πηγαίνεις στα πρόθυρα χωρίς να εμπλακείς σε πόλεμο» ήταν «η απαραίτητη τέχνη». Ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος θαύμαζε τον Dulles για την –για γερά νεύρα- πολιτική του, συμφώνησε, όπως έχει δείξει ο ιστορικός Marc Trachtenberg. Χρησιμοποίησε την ίδια τακτική σε μια σειρά από κρίσεις από το 1958 ως το 1962, αξιοποιώντας την ευπάθεια του Δυτικού Βερολίνου για να πιέσει την Δύση να αναγνωρίσει την Ανατολική Γερμανία ως ξεχωριστό κράτος. Ο Χρουστσόφ κατάφερε να μπλοκάρει τις φιλοδοξίες τής Δυτικής Γερμανίας, ενώ επεδείκνυε την αποφασιστικότητά του στα γεράκια στο Κρεμλίνο και στο κομμουνιστικό μπλοκ. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι με τα γερότερα νεύρα θα είναι οι νικητές», είπε το 1958. «Οι άνθρωποι με αδύναμα νεύρα θα αποτύχουν».
Αν και η θεωρία τού Schelling υποδηλώνει ότι πολιτικοί οι οποίοι χρησιμοποιούν με σύνεση τους πολιτικούς ακροβατισμούς θα μπορούσαν να υπερισχύσουν χωρίς να χρειάζεται να πολεμήσουν, στην πράξη, η ιστορία είναι ανάμεικτη. Στην κρίση τής Κούβας το 1962, ο πρόεδρος John F. Kennedy αντιπαρατέθηκε με την Σοβιετική Ένωση αφότου ανακάλυψε την μυστική εγκατάσταση στην Κούβα σοβιετικών πυραύλων πυρηνικής δυνατότητας, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις τού Χρουστσόφ ότι η Μόσχα δεν είχε προμηθεύσει την Αβάνα με τέτοια όπλα. Γνωρίζοντας – ενώ ο Κένεντι δεν το γνώριζε - ότι οι πυρηνικοί πύραυλοι ήταν πλήρως λειτουργικοί και συνοδεύοντο από τακτικά πυρηνικά όπλα υπό τον έλεγχο τοπικών διοικητών για να αποκρούσουν μια επίθεση των ΗΠΑ κατά της Κούβας, ο Χρουστσόφ αναγνώρισε ότι η πιθανότητα για αναπόφευκτους κινδύνους και ακούσια αποτελέσματα ξεπερνούσε κατά πολύ τα περιορισμένα κέρδη τής Μόσχας, κι έτσι υποχώρησε συνετά. Μη δίνοντας καμία σημασία στο γόητρό του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ανακήρυξε τον Χρουστσόφ «τον πιο λαμπρό παγκόσμιο ηγέτη» που είχε γνωρίσει ποτέ, γιατί «φόβιζε τρομερά τους ανθρώπους». Ο Νίξον ενστερνίστηκε την δική του παραλλαγή τής «θεωρίας τού τρελού» κατά την διάρκεια του πολέμου τού Βιετνάμ, όταν έβαλε την χώρα σε επίπεδα πυρηνικού συναγερμού για να εξαναγκάσει τους Σοβιετικούς και τους Βορειοβιετναμέζους δορυφόρους τους να είναι πιο ελαστικοί στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Όμως, η ιστορική έρευνα δείχνει ότι το τέχνασμα του Νίξον είχε μικρή επίδραση. Σύμφωνα με τους μελετητές Scott Sagan και Jeremi Suri, η στρατηγική πυρηνικού συναγερμού τού Νίξον «έφερε τα χειρότερα από όλες τις πλευρές... [ήταν] τόσο αναποτελεσματική όσο και επικίνδυνη».
Η προσέγγιση του Πούτιν στην Ουκρανία έχει κάποιες ομοιότητες με την στρατηγική τού Χρουστσόφ στην Γερμανία. Ο Χρουστσόφ ήταν αντιμέτωπος με μια δυτικογερμανική ηγεσία ενισχυμένη από την ανάκαμψη της οικονομίας, όλο και πιο σοβαρής σχετικά με τις πυρηνικές της φιλοδοξίες, και ανυπόμονης για μια επανένωση με Δυτικούς όρους. Επίσης αντιμετώπιζε προκλήσεις για την εξουσία του εγχωρίως και αλλού στον κομμουνιστικό κόσμο. Ο Πούτιν, ομοίως, φαίνεται να ανησυχεί ότι μια Ουκρανία αγκυρωμένη στην Δύση τελικά θα γίνει μια ευημερούσα δημοκρατική χώρα και θα οδηγήσει τους Ρώσους να αμφισβητήσουν το δικό τους στάσιμο παρεοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα. Όπως ο Χρουστσόφ, ο Πούτιν έχει στοιχηματίσει την εγχώρια νομιμοποίησή του, εν μέρει, στις γεωπολιτικές εξελίξεις έναντι των ξένων προκλήσεων και των απείθαρχων δορυφορικών κρατών. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε και το μαστίγιο και το καρότο διαπραγματευόμενος με τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας, ο οποίος αντιστεκόταν στο να φέρει την Ουκρανία στην τροχιά τής Ρωσίας ενάντια στην θέληση πολλών Ουκρανών που ήθελαν την χώρα τους να προσανατολίζεται προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Πούτιν μετέστρεψε τελικά τον Γιανουκόβιτς, αλλά αυτό πυροδότησε την εξέγερση στο Μαϊντάν, την ταχεία έξοδο του Γιανουκόβιτς, καθώς και την ανάγκη στον Πούτιν να αλλάξει στρατηγικές. Για αμφότερους τον Χρουστσόφ και τον Πούτιν, ο ανταγωνισμός στην ανάληψη κινδύνων προσέφερε μια γοητευτική ευκαιρία να λύσουν δια μιας πολλές διεθνείς και εσωτερικές προκλήσεις, αναγκάζοντας τους άλλους να συμβιβαστούν σε ανεπιθύμητες δοκιμές αποφασιστικότητας.
Οι πολιτικές ακροβασίες τού Πούτιν δεν έχουν μόνο δημιουργήσει κινδύνους. Αποκαλύπτουν, επίσης, πληροφορίες σχετικά με το διαπραγματεύσιμο εύρος των πιθανών συμφωνιών που θα μπορούσαν να επιτευχθούν στην Ουκρανία και με το ποια πλευρά είναι πρόθυμη να αφιερώσει περισσότερη ισχύ για να επιτύχει τους στόχους της. Σε αντίθεση με τον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος απέκλεισε την χρήση βίας, ο Πούτιν έχει δείξει ότι έχει ισχυρά κίνητρα για να νικήσει. Αλλά πολύ πιθανόν να δεχόταν κάποιες εκπτώσεις έναντι των μέγιστων στόχων του, προκειμένου να προλάβει σενάρια που θα προτιμούσε να αποφύγει. Ο Πούτιν σίγουρα θα προτιμούσε να μην ξεκινήσει μια ολομέτωπη εισβολή στην Ουκρανία ή να κολλήσει με το κόστος να νικήσει μια οποιαδήποτε μεταγενέστερη εξέγερση. Είναι επίσης πιθανό ότι μάλλον θα ήθελε να αποφύγει έναν οικονομικό πόλεμο με την Δύση.
Αλλά η Δύση δεν θα πρέπει να συγχέει την απροθυμία τού Πούτιν να πραγματοποιήσει τις απειλές του σχετικά με μια στρατιωτική επέμβαση ή με ρωσικά οικονομικά αντίποινα απέναντι σε ακραίες δυτικές κυρώσεις, με μια έλλειψη αποφασιστικότητας να το πράξει αν το ένιωθε αναγκαίο. Με μια οικονομία του μεγέθους τής Γερμανίας και με σημαντικά ταμειακά αποθέματα, η Ρωσία είναι σε θέση να διακινδυνεύσει μια αμοιβαία οικονομική καταστροφή με την Δύση. Η Μόσχα θα μπορούσε να καταφέρει χτυπήματα εναντίον δυτικών εταιρειών που επένδυσαν στην Ρωσία και να λάβει άλλα οικονομικά μέτρα που θα σπέρνουν τον όλεθρο στις παγκόσμιες αγορές και στην οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη.
Υπ’ αυτήν την έννοια, αν και το ΝΑΤΟ πρέπει να ενισχύσει τις άμυνες των κρατών-μελών του, η Δύση θα ήταν ανόητο να ταιριάξει με την στρατηγική τού Πούτιν με δικούς της ακροβατισμούς. Αντ’ αυτού, οι Δυτικοί ηγέτες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Δύση έχει σημαντικά χαμηλότερα διακυβεύματα στη μοίρα τής Ουκρανίας από όσο έχει η Ρωσία, και να εργαστούν για να διευκολύνουν μια συμφωνία που να μπορεί να περιέχει στοιχεία δεύτερης προτεραιότητας από όλες τις πλευρές. Για τη Μόσχα, αυτά περιλαμβάνουν την ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας με σημαντική περιφερειακή αυτονομία, ουδετερότητα για το Κίεβο, και μια εμπορική συνεργασία με την Ρωσία. Για την Δύση, αυτό σημαίνει διακοπή τής εξάπλωσης της βίας και ότι θα μείνει ανέπαφη η Ουκρανία. Αντί να εφαρμόσει νέες κυρώσεις ή να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο – κάτι που θα κλιμακώσει την κρίση και θα διακινδυνεύσει την κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού, θα οδηγήσει σε πολεμικό ξέσπασμα στην Ουκρανία, και σε μια ενδεχόμενη διχοτόμηση - η Δύση θα πρέπει να πιέσει την Ρωσία να βοηθήσει ώστε να βρεθεί μια συμφωνία που να μπορεί να την υποστηρίξει, να παρέχει ένα μερίδιο οικονομικής βοήθειας, και να μειώσει την τιμή τού φυσικού αερίου.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό θα σημαίνει ότι η Ρωσία θα έχει σημαντική επιρροή στις τύχες τής Ουκρανίας. Αλλά η Δύση θα εξακολουθεί να έχει το πλεονέκτημα σε μακροπρόθεσμη βάση. Οι ακροβατισμοί τού Χρουστσόφ πριν από μισό αιώνα προσφέρουν μια προειδοποιητική ιστορία για τον Πούτιν. Παρά το γεγονός ότι ο Χρουστσόφ είχε υπολογιστεί σωστά ότι η Δύση ήταν απρόθυμη να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο για το Δυτικό Βερολίνο, η συναίνεση της Δύσης με την ύπαρξη των δύο Γερμανιών δημιούργησε απλώς μια νέα σειρά από προβλήματα για τη Μόσχα, η οποία σύντομα άλλαξε την στρατηγική της από τους ακροβατισμούς στο χτίσιμο του τείχους τού Βερολίνου. Ο Χρουστσόφ βρέθηκε υποχρεωμένος να σταματήσει την μαζική έξοδο των ειδικευμένων εργαζομένων προς την Δύση, υποστήριξε την ανατολικογερμανική οικονομία με Σοβιετικές επιδοτήσεις, και περιόρισε κάθε κίνδυνο μετάδοσης εντός τού σοβιετικού μπλοκ, κάτι που αποδείχθηκε μια τεράστια οικονομική επιβάρυνση που τελικά συνέβαλε στην τελική οικονομική κρίση τής Σοβιετικής Ένωσης. Στην περίπτωση του Πούτιν, όπως και του Χρουστσόφ, τα βραχυπρόθεσμα κέρδη θα μπορούσαν να γυρίσουν ως μπούμερανγκ σε μακροπρόθεσμες καταστροφές.

* Η CYNTHIA A. ROBERTS διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Hunter College και είναι επίκουρη συνεργάτις και επίκουρη καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Saltzman για Σπουδές Πολέμου και Ειρήνης στο Πανεπιστήμιο Columbia.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141390/cynthia-a-roberts/the-czar...