Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Ανάλυση του Foreign Affairs για τον προαιώνιο αγώνα Τουρκίας-Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα


Άγκυρα στη Μαύρη Θάλασσα
Ο προαιώνιος αγώνας Τουρκίας και Ρωσίας για περιφερειακή υπεροχή
Akin Unver
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η απώλεια της Κριμαίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την ρωσική αυτοκρατορία το 1783 ήταν μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία των δύο πολιτισμών.
Για τους Οθωμανούς, ήταν η πρώτη μόνιμη απώλεια ενός μεγάλου μουσουλμανικού εδάφους προς μια χριστιανική δύναμη, στην προκειμένη περίπτωση την Ρωσία τής Μεγάλης Αικατερίνης, η οποία, όπως η Ρωσία τού Βλαντιμίρ Πούτιν, είχε παρέμβει σε έναν κριμαϊκό εμφύλιο πόλεμο και τελικά προσάρτησε την χερσόνησο. Για τους Ρώσους, ήταν η αρχή τής μεταμόρφωσης της χώρας τους σε μια παγκόσμια δύναμη: μέσω της Μαύρης Θάλασσας, η Ρωσία θα μπορούσε να πλεύσει στην Δύση.
Από το 1783 και μετά, η Μόσχα χρησιμοποιούσε την θαλάσσια παρουσία της για να βασανίζει τους Οθωμανούς, κερδίζοντας περισσότερο έδαφος με μεγάλη αιματοχυσία και καταστροφή. Η Μόσχα επέκτεινε γρήγορα τις ναυτικές επιχειρήσεις της από τη Μαύρη Θάλασσα στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου. Καθώς έκανε αυτά, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έσπευσαν να αντιμετωπίσουν την Ρωσία στα στενά τού Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Ο ανταγωνισμός οδήγησε σε έναν άλλο πόλεμο στην Κριμαία, τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της βρετανικής και της γαλλικής απροθυμίας να αφήσουν την Ρωσία να κυριαρχήσει πλήρως στη Μαύρη Θάλασσα σε βάρος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήθελε επίσης επιρροή στην περιοχή. Ο πόλεμος ήταν λιγότερο μια τοπική αψιμαχία και περισσότερο μια προεπισκόπηση των επερχόμενων παγκοσμίων πολέμων.
Στα χαρτιά, η Ρωσία έχασε την μάχη και οι Οθωμανοί κέρδισαν. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν οι γαλλικές και οι βρετανικές δυνάμεις που είχαν κερδίσει πραγματικά τον πόλεμο για λογαριασμό των Οθωμανών. Ακόμα κι έτσι, οι Οθωμανοί αυτοκρατορικοί διαχειριστές παρερμήνευσαν τη νίκη και αισθανόμενοι υπεροχή, έγιναν οκνηροί. Οι Ρώσοι, εν τω μεταξύ, χρησιμοποίησαν την ήττα στην Κριμαία ως μια ευκαιρία για να προχωρήσουν σε μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Τελικά, οι μεταρρυθμίσεις δεν εμπόδισαν την κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος, αλλά το έκαναν να πέσει πιο αργά από όσο η πτώση που συγκλόνισε τους Οθωμανούς. Έτσι, από τα τέλη τού 19ου αιώνα, η Ρωσία ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Καύκασο, τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα για μια ακόμη φορά.
Φυσικά, η ρωσική κυριαρχία ποτέ δεν σταμάτησε την Τουρκία από το να αισθάνεται ότι συνδέεται με την Κριμαία. Εκείνα τα χρόνια, η περιοχή έγινε το Παρίσι των μουσουλμάνων διανοουμένων. Παρήγαγε τους ιδρυτές τού σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού, συμπεριλαμβανομένων του Yusuf Akçura και του İsmail Gasprinski. Για την Τουρκία, όμως, η Κριμαία είχε κάτι παραπάνω από πολιτιστική σημασία. Στο βιβλίο του «Shattering Empires», ο αναπληρωτής καθηγητής τού Princeton, Michael Reynolds, αποκαλύπτει ότι Κριμαία ήταν επίσης καθοριστική για το οθωμανικό σύστημα πληροφοριών, το οποίο πίστευε ότι αν η Ουκρανία διαχωριστεί από την Ρωσία, η Ρωσία θα καταρρεύσει. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την οθωμανική επανάκαμψη στη Μαύρη Θάλασσα. Σύμφωνα με πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών, η καλύτερη στρατηγική των Οθωμανών ήταν να ξεσηκώσουν την δυσαρέσκεια των μουσουλμάνων Τατάρων στην Κριμαία.
Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι το 1914, οι Οθωμανοί μπήκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βομβαρδισμό τής Σεβαστούπολης (του ναύσταθμου της Ρωσίας στην Κριμαία), η οποία είχε γίνει σύμβολο του ρωσικού επεκτατισμού. Η αποστολή ήταν επιτυχής: ξεκλήρισε τις επιχειρήσεις τής Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα σε όλο τον Μεγάλο Πόλεμο. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, ήταν μια εξωτερική δύναμη που πραγματικά είχε επιτρέψει την οθωμανική νίκη. Έχοντας έλλειψη δικής της ναυτικής στρατιωτικής τεχνολογίας, η αυτοκρατορία είχε χρησιμοποιήσει λαθραία δύο γερμανικά πολεμικά πλοία, το Goeben και το Breslau, για την επίθεση. Όταν ο Ρώσος πρέσβης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έφυγε από την Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την βομβιστική επίθεση, υπέθεσε ότι οι Οθωμανοί θα μπορούσαν να κερδίσουν τη μάχη, αλλά θα ηττηθούν συνολικά: «Αν κερδίσουν οι Γερμανοί, οι Οθωμανοί θα γίνουν αποικίες τους. Αν νικήσουν οι Βρετανοί, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διαλυθεί». Μέχρι την στιγμή που επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος τού πολέμου, όπως παρατήρησε, θα μπορούσε ακόμη και να είναι μια ρωσική πόλη. Στην περίπτωση εκείνη, η Ρωσία πέτυχε περισσότερα κέρδη κατά των Οθωμανών από όσα περίμεναν αρχικά πολλοί Τούρκοι. Αλλά η επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917, το γεγονός που οδήγησε τον Τσάρο να ανακαλέσει τον στρατό από την ανατολική Ανατολία, έσωσε απροσδόκητα την Οθωμανική Αυτοκρατορία από σίγουρη ρωσική σφαγή.
Η μεταπολεμική περίοδος σηματοδότησε μια σπάνια αναθέρμανση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Ανήμπορη να ρίξει το βάρος της γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, λόγω της μετεπαναστατικής αδυναμίας της, η πρόσφατα ανακηρυχθείσα Σοβιετική Ένωση εγκατέλειψε την προηγούμενη στρατηγική τής τσαρικής επέκτασης και αντί γι’ αυτήν επέλεξε την συνεργασία. Εν τω μεταξύ, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση δικών της αλλαγών, δηλαδή, έδινε χώρο στην τουρκική δημοκρατία υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Μάλιστα, μερικοί λένε ότι αυτή η εποχή των Λένιν-Ατατούρκ ήταν η μόνη περίοδος στην ιστορία πραγματικής συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Σε εκείνες τις ημέρες, οι δημοφιλείς ηγέτες και των δύο μετα-αυτοκρατορικών κρατών έδιναν έμφαση στην αντίσταση εναντίον τής Δύσης, και η Κριμαία υποβαθμίστηκε ως σημείο τριβής μεταξύ τους.
Αλλά κάθε εγκαρδιότητα μεταξύ των δύο εξουσιών σύντομα εξαφανίστηκε όταν η Ρωσία, με επικεφαλής πλέον τον Ιωσήφ Στάλιν, αναδύθηκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως ηγεμόνας τής ευρύτερης λεκάνης τής Ευρασίας. Πίεσε προς την επανενσωμάτωση των βορειοανατολικών επαρχιών τής Ανατολίας, Αρνταχάν, Αρτβίν και Καρς στην Σοβιετική Ένωση και ζήτησε ένα ειδικό καθεστώς για τα σοβιετικά πλοία που διέρχονται μέσα από τα στενά τού Βοσπόρου. Αρκετές φορές ο Στάλιν αμφισβήτησε την Σύμβαση του Montreux τού 1936 περί του Καθεστώτος των [τουρκικών] Στενών, η οποία ρύθμιζε τη ναυτική διέλευση μέσω των στενών τού Βοσπόρου και των Δαρδανελίων για πάνω από μια δεκαετία. Σύμφωνα με τον Στάλιν, η συμφωνία δεν είχε πλέον σημασία στον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κόσμο - έναν κόσμο στον οποίο η νέα Ρωσία δεν μπορούσε να υπόκειται στις ιδιοτροπίες τής τουρκικής κυβέρνησης. Στα βρετανικά αρχεία για την Διάσκεψη της Γιάλτας στο τέλος τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν φέρεται να ρωτά τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, τότε Βρετανό πρωθυπουργό, «Τι θα κάνει η Βρετανία αν στην Ισπανία ή την Αίγυπτο δοθεί το δικαίωμα να κλείσει το Κανάλι τού Σουέζ, ή τι θα έλεγαν οι Ηνωμένες Πολιτείες αν κάποια Νοτιοαμερικανική δημοκρατία είχε το δικαίωμα να κλείσει την διώρυγα του Παναμά;» (Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Anthony Eden θα απαντήσει το 1956, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο, με την Γαλλία και το Ισραήλ, προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο στο φράγμα τού Ασουάν μέσω στρατιωτικής δύναμης αφότου ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ έκανε ακριβώς ό, τι ο Στάλιν είχε υπονοήσει και έκλεισε την Διώρυγα του Σουέζ).
Κατά την περίοδο αυτή, η Τουρκία, η οποία υπό την διακυβέρνηση του Ατατούρκ είχε δώσει έμφαση στην συνεργατική ουδετερότητα, έπρεπε να αλλάξει πορεία. Δεν μπορούσε πλέον να αντέξει τις πιέσεις από μια ανακάμπτουσα Ρωσία. Και γι’ αυτό εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952.
Όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε τελικά, η περιοχή τής Μαύρης Θάλασσας έγινε πιο παγκοσμιοποιημένη. Χώρες εργάστηκαν μέσω πολυμερών οργανισμών όπως ο ΟΣΕΠ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου) και δημιούργησαν ένα σύστημα περιφερειακής αλληλεξάρτησης για να διαχύσουν τις δυνητικές μετα-ψυχροπολεμικές κρίσεις. Η Τουρκία τόνισε τον ρόλο της ως σταθεροποιητή στη Μαύρη Θάλασσα και η Ρωσία τόνισε την ικανότητά της να παρέχει φυσικό αέριο για όλους. Επειδή η περιοχή φαινόταν σχετικά διευθετημένη, κατά τα τελευταία 20 χρόνια η τουρκική ακαδημαϊκή κοινότητα και το τουρκικό κοινό έδωσαν σχετικά λιγότερη προσοχή σε αυτό, ασχολούμενοι αντ’ αυτού τον ρόλο τής Τουρκίας στη Μέση Ανατολή ή την πορεία της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ίσως δεν έπρεπε να χάσει την αρχική εστίασή της.
DÉJÀ VU ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Τον Μάρτιο, όταν η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία και ανακοίνωσε την πρόθεσή της να «αξιοποιήσει πλήρως την γεωστρατηγική δυναμική τής Κριμαίας [1]» και να αναπτύξει περαιτέρω τον ρωσικό στόλο στη Μαύρη Θάλασσα, «ένα σημαντικό έργο για την χώρα όταν μια σειρά από συμφωνίες με την Ουκρανία ακυρώθηκαν αφότου η χερσόνησος της Κριμαίας ενώθηκε με την Ρωσία τον περασμένο μήνα [2]», όλα αυτά άλλαξαν. Ξαφνικά, η ειρήνη και η σταθερότητα - μόνο το δεύτερο συνθετικό στην τουρκο-ρωσική ιστορία - για άλλη μια φορά έδωσαν την θέση τους στον ρωσικό επεκτατισμό.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η προέλαση στην Κριμαία ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια του Πούτιν να διασώσει την εύθραυστη εξουσία του. Αλλά από την τουρκική πλευρά, η εισβολή τής Ρωσίας στην Κριμαία ταιριάζει στο πρότυπο των 340 ετών. Πρώτον, όπως κάποιοι στρατιωτικοί ιστορικοί πιστεύουν, η Ρωσία τείνει να επεκτείνεται όταν όλοι οι γείτονές της είναι αδύναμοι και ανίκανοι να αντιδράσουν. Δεύτερον, η κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα είναι συνήθως κάτι περισσότερο: προοιωνίζεται περαιτέρω παρεμβάσεις. Τρίτον, η κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα απαιτεί αναπόφευκτα μια ρεβιζιονιστική θέση σχετικά με το καθεστώς των Στενών τού Βοσπόρου, επειδή τα περιπολούντα ρωσικά πλοία μπορούν να κινηθούν προς τα κάτω στη Μεσόγειο μόνο μέσα από αυτό το μοναδικό κανάλι. Φυσικά, οι Δυτικές δυνάμεις βλέπουν την οποιαδήποτε ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο ως απειλή. Η Ρωσία, ως εκ τούτου, δεν εδραιώνεται στη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς να προετοιμάζεται για σύγκρουση (αν και όχι απαραίτητα στρατιωτική ή άμεση) με άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Πολλές πτυχές των κινήσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία όντως ταιριάζουν με αυτό το ιστορικό μοντέλο. Η απάντηση στην Ρωσία από τους Δυτικούς ισορροπιστές ήταν αδύναμη και διχασμένη. Η πόλεμος της Συρίας, πολλοί υποστηρίζουν, απέδειξε στην Ρωσία ότι η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να προβάλουν ισχύ κοντά στην ρωσική ζώνη επιρροής, είναι περιορισμένη. Και σχεδόν κάθε Δυτικός στρατός ασχολείται με σημαντικές περικοπές προϋπολογισμού. Η Ρωσία μπορεί να είναι επίσης ασθενής, λέει το σκεπτικό, αλλά οι άμεσοι γείτονές της είναι ακόμη πιο αδύναμοι - και η Δύση δεν είναι έτοιμη να τους προστατεύσει.
Η Τουρκία, επίσης, είναι φοβερά εκτεθειμένη στη Μαύρη Θάλασσα. Στις αρχές Αυγούστου του 2013, το τουρκικό κυβερνητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) ακύρωσε ένα δεκαετές Τουρκικό Εθνικό Σχέδιο Πολεμικών Πλοίων (MİLGEM), ένα ναυτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που αφορούσε την κατασκευή υψηλής τεχνολογίας stealth κορβετών. (Η ακύρωση είχε λιγότερο να κάνει με το ίδιο το έργο και περισσότερο με την διαμάχη τού ΑΚΡ με τον κύριο χρηματοδότη του έργου, την Koç Corporation.) Τον Σεπτέμβριο του 2013, η Τουρκία πήρε μια μοιραία απόφαση να επιλέξει ένα κινεζικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας HQ-9 T-LORAMIDS αντί των Patriots της Raytheon και της Lockheed Martin, των ρωσικών S-300, και των ιταλο-γαλλικών SAMP / T Aster 30. Με το MİLGEM στο ράφι και με κακής ποιότητας και αβέβαια συστήματα πυραυλικής άμυνας τοποθετημένα μόλις και μετά βίας, η Τουρκία δεν έχει ένα σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση της επέκτασης του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα.
Ο Mark Galeotti, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, υποστηρίζει ότι οι ρωσικές δυνατότητες στη Μαύρη Θάλασσα είναι ακόμα σχετικά στοιχειώδεις [3], και ότι δεν θα είναι σε θέση να επιβιώσουν σε μια μεγαλύτερη αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ. Αλλά η Ρωσία είναι πιθανό να στοιχηματίζει ότι το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να εμπλακεί. Στην πραγματικότητα, οι Ρώσοι εξακολουθούν να θυμούνται τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853 και είναι καλοί στο να υπολογίζουν πόσο πολύ μπορούν να πιέζουν πριν προκαλέσουν μεγάλες δυτικές αντιδράσεις. Αλλά ακόμη και εάν η Μόσχα είναι προσεκτική, η εμπλοκή τής Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα θα περιπλέξει αναπόφευκτα τα πράγματα για την Τουρκία. Κατ’ αρχήν, η Ρωσία είναι πεπεισμένη ότι ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ, θα κερδίσει τελικά τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία και, ως ευχαριστία για την ρωσική υποστήριξη κατά την διάρκεια του πολέμου, θα επιτρέψει στη Μόσχα να έχει μακροπρόθεσμη πρόσβαση στη ναυτική βάση Ταρτούς τής Συρίας. Με την Σεβαστούπολη και την Ταρτούς να παρέχουν στην Ρωσία πρόσβαση σε θερμά ύδατα και στις δύο πλευρές τής χερσονήσου τής Ανατολίας, η Τουρκία θα βρεθεί πρακτικά περικυκλωμένη από ένα αυξανόμενο Ρωσικό Ναυτικό.
Εξαιτίας αυτού, οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες τής περιοχής και για τις υπεράκτιες προσπάθειες εξερεύνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου τής Τουρκίας, θα δεχθούν ένα χτύπημα. Η Ρωσία θα μπορούσε δυνητικά να αρχίσει να διαφωνεί γύρω από το νομικό καθεστώς των στενών τού Βοσπόρου με το επιχείρημα - όπως ο Στάλιν – ότι η συμφωνία τού Montreux πρέπει να επικαιροποιηθεί για να δώσει στην Ρωσία ανεμπόδιστη πρόσβαση στην περιοχή. Το Ρωσικό Ναυτικό έχει ήδη αποδειχθεί πρόθυμο να ρίξει το βάρος του γύρω από τα θέματα αυτά, ιδίως στην ανατολική Μεσόγειο, όπου το Ισραήλ και η Κύπρος έχουν αρχίσει να διασχίζουν την θάλασσα, χωρομετρώντας για το φυσικό αέριο. Σε απάντηση, η Ρωσία υπενθύμισε στην Κύπρο τον έλεγχό της επί κυπριακών τραπεζών ενώ προχώρησε πιο προσεκτικά με το Ισραήλ.
Η Ρωσία έχει παίξει πολύ σκληρότερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκλαμβάνει τις αποστολές εξερεύνησης φυσικού αερίου που ξεκινούν από τις τουρκικές ακτές τής Μαύρης Θάλασσας και διευθύνονται από την Exxon-Chevron ως Δυτικό ιμπεριαλισμό. Η εισβολή στην Κριμαία ήταν ίσως η πιο ξεκάθαρη ρωσική προειδοποίηση σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές μέχρι σήμερα: οι δραστηριότητες της Exxon, της Chevron, και της Shell στη Μαύρη Θάλασσα βρίσκονται σήμερα σε νομικό κενό. Οι τρεις εταιρείες είχαν υπογράψει συμφωνίες για υπεράκτιες εξερευνήσεις και γεωτρήσεις κατά μήκος των ακτών τής Ουκρανίας πριν από την κριμαϊκή προσάρτηση, και τώρα, με ένα ενισχυόμενο Ρωσικό Ναυτικό στη Μαύρη Θάλασσα, οι εν λόγω συμφωνίες είναι πολύ αμφίβολες.
Με την περικύκλωση της χερσονήσου τής Ανατολίας, ο Πούτιν κάνει επίσης μια δήλωση εναντίον τής ευρωπαϊκής στρατηγικής τού Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου και δημιουργεί μια άμεση πρόκληση στο σχέδιο για τον Trans-Anatolian Natural Gas Pipeline (TANAP), που παρακάμπτει την Ρωσία και θα τροφοδοτήσει με αζερικό φυσικό αέριο την Ευρώπη. Τα αισθήματα της Ρωσίας για το θέμα συνοψίζονται ίσως καλύτερα σε μια πρόσφατη δήλωση του Dmitry Rogozin, του Ρώσου αναπληρωτή πρωθυπουργού, ο οποίος είπε ότι δύο γαλλικά πλοία αμφίβιας επίθεσης Mistral-class, τα οποία η Ρωσία αγόρασε από την Γαλλία πριν από την αναμέτρηση για την Κριμαία, θα πρέπει να παραδοθούν στην Ρωσία «το συντομότερο δυνατόν» αλλιώς η Γαλλία θα πρέπει να επιστρέψει 1,2 δισ. ευρώ. Εάν η Ρωσία καταλήξει να αποκτήσει τα δύο επιθετικά πλοία, το καθένα εκ των οποίων μπορεί να μεταφέρει 16 ελικόπτερα, 70 τεθωρακισμένα οχήματα και 450 στρατιώτες, αυτά θα καταστήσουν την Ρωσία ικανή να εξαπολύει επιδρομές μικρής κλίμακας σε όλα τα παράκτια κράτη τής Μαύρης Θάλασσας, κάτι που θα μπορούσε να σταματήσει τον ευρωπαϊκό Νότιο Διάδρομο Φυσικού Αερίου.
Όλα αυτά ακούγονται σαν άσχημα νέα - και είναι. Αν υπάρχει ένας λόγος για ελπίδα, όμως, είναι ότι ο ρωσικός επεκτατισμός τού Στάλιν ώθησε την Τουρκία να γίνει ένας πιστός σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Η εισβολή στην Κριμαία θα μπορούσε μόνο να ωθήσει την Τουρκία, η οποία υπό τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε παρασυρθεί μακριά από την Δύση, να θυμηθεί γιατί η χώρα του εντάχθηκε στην συμμαχία εξ αρχής. Με απλά λόγια, ούτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ούτε η σύγχρονη Τουρκία ήταν ποτέ σε θέση να αποτρέψουν ή να αντισταθούν στον ρωσικό επεκτατισμό από μόνες τους. Όταν ασχολείται με τις βραχυπρόθεσμες ρωσικές απαιτήσεις, η Ρωσία πάντα γίνεται πιο διεκδικητική. Από το 1689, η μόνη πραγματική επιλογή τής Τουρκίας για την επιβίωσή της ήταν να συνεργαστεί με τους συμμάχους. Αλλά για να φτάσει σε αυτό το σημείο απαιτείται μια σταθερή και μετρήσιμη δέσμευση από την Δύση προς την Τουρκία. Κάθε φορά που οι δύο ένωσαν τις δυνάμεις τους, η Δύση έκανε αξιόπιστες επιδείξεις της αποφασιστικότητάς της. Προς το παρόν, όμως, δεν είναι σαφές κατά πόσο το ΝΑΤΟ θα εμπλακεί στην Ουκρανία. Ο βαθμός στον οποίο θα το κάνει – κάτι που θα καταδεικνύει μια ισχυρή βούληση για να ελέγξει την Ρωσία - θα καθορίσει κατά πόσον η Τουρκία θα ενταχθεί στην προσπάθεια περιορισμού τής Ρωσίας ή απλά θα καταρρεύσει υπό την ρωσική πίεση.

* Ο AKIN UNVER είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has, στην Κωνσταντινούπολη. Προηγουμένως ήταν υφηγητής Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στην έδρα Ertegün στο τμήμα Μεσανατολικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Princeton.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141415/akin-unver/ankara-to-black...