Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Άρθρο του Foreign Affairs για την προσέγγιση Φατάχ – Χαμάς


Φατάχ – Χαμάς: Μια δύσκολη προσέγγιση
Ποια προβλήματα λύνονται και ποια ανακύπτουν
Γαβριήλ Χαρίτος
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής δεν εξέπληξε ούτε τους Ισραηλινούς ούτε τους Παλαιστινίους.
Πολιτικοί αξιωματούχοι και αναλυτές επιβεβαίωσαν τις απαισιόδοξες προβλέψεις τους, παρά την ανεξήγητη αισιοδοξία που εξέφραζε συχνά πυκνά καθ' όλη τη διάρκεια των συνομιλιών ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι. Ωστόσο, τίποτα δεν προέλεγε την επανασύνδεση της Παλαιστινιακής Αρχής που ελέγχεται από την Φατάχ με την Χαμάς που ελέγχει την Λωρίδα τής Γάζας ύστερα από 7 χρόνια εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών επιλογών.
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα να εκτιμηθεί εάν και κατά πόσον αυτή η συμφωνία επανασύνδεσης Φατάχ-Χαμάς θα εφαρμοσθεί –μιας και έχουν προηγηθεί άλλες δύο κατά το παρελθόν, οι οποίες δεν απέδωσαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα- όλα δείχνουν ότι η Ραμάλα και η Γάζα προτίθενται αυτή την φορά να τιμήσουν τις υπογραφές τους και να σχηματίσουν ένα ενιαίο παλαιστινιακό μέτωπο έναντι του Ισραήλ, που θα εκφράζει κατά τρόπο ενιαίο την παλαιστινιακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις με σκοπό τνη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους με διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα και σαφή εδαφική κυριαρχία. Όσο και αν αυτό το εγχείρημα προβάλλεται κατά τρόπο εξαιρετικά αισιόδοξο από τα παλαιστινιακά ΜΜΕ, στην πραγματικότητα αυτή η επανασύνδεση έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, που ανάγονται τόσο σε εξωγενείς όσο και σε ενδογενείς παράγοντες.
ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Από τον Ιούνιο του 2007, οπότε και η Λωρίδα τής Γάζας απέκτησε διακριτή διοικητική προσωπικότητα, μη ελεγχόμενη από την Παλαιστινιακή Αρχή υπό τον Μαχμούντ Αμπάς, επέλεξε τελείως διαφορετικό προσανατολισμό όσον αφορά τον τρόπο θεώρησης της διένεξης με το Ισραήλ και την επιλογή διεθνών συμμαχιών. Η Χαμάς απομονώθηκε διπλωματικά από την Δύση, χαρακτηρίσθηκε από τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς οργανισμούς ως τρομοκρατική οργάνωση, και η Ρωσία τήρησε αποστάσεις ασφαλείας υιοθετώντας αντίστοιχη ψυχρή στάση έναντί της. Αντιθέτως, το Ιράν ήταν η μόνη χώρα που διάκειται φιλικά έναντι της Χαμάς τού Ισμαήλ Χανίγια, στηρίζοντας πολιτικά και διπλωματικά τις επιλογές της, οι οποίες ταυτίζονταν σε πολλά σημεία με τις επιλογές και τις πρακτικές τής Χεζμπολλάχ στον Νότιο Λίβανο – πιστής συμμάχου τής Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή. Όσον αφορά τις αραβικές χώρες, τηρούσαν τις απαραίτητες επαφές με την πολιτική ηγεσία τής Χαμάς, κάθε μια ανάλογα με τον βαθμό εξάρτησής της προς τη Δύση, λαμβάνοντας πάντοτε υπ'όψιν τις αρχές της αραβικής αλληλεγγύης, και στον βαθμό που τους επέτρεπε ή επέβαλε ο Αραβικός Σύνδεσμος. Ιδιάζουσα ήταν η περίπτωση της Αιγύπτου, η οποία κατά τα τελευταία χρόνια ταλανίζεται από πολιτειακές αλλαγές με γνώμονα την επικράτηση ή μη των φιλοϊσλαμιστικών τάσεων στο εσωτερικό της. Η διακυβέρνηση Μουμπάρακ ήταν εξ αρχής επιφυλακτική στις σχέσεις της με την Χαμάς, την οποία θεωρούσε ως υποστηρικτή των (εχθρικών προς το καθεστώς Μουμπάρακ) Αδελφών Μουσουλμάνων. Παρ' όλ' αυτά, η Αίγυπτος του Μουμπάρακ επιτέλεσε διαμεσολαβητικό ρόλο τόσο στις επαφές τής Χαμάς με την Παλαιστινιακή Αρχή όσο και με το Ισραήλ, σημειώνοντας κατά καιρούς σημαντικές επιτυχίες. Η Αίγυπτος του μεταβατικού στρατιωτικού καθεστώτος τού Μοχάμαντ αλ-Ταντάουι αποδείχθηκε ιδιαιτέρως ψυχρή με την Χαμάς, πλην όμως, εμμέσως πλην σαφώς, την ενίσχυσε καθότι οι τζιχαντιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις που δρούσαν στο Σινά εν τέλει απεδείχθησαν εξίσου αντιπολιτευόμενες και ως προς την πολιτική ηγεσία τού Ισμαήλ Χανίγια. Η Αίγυπτος του ισλαμιστή εκλεγμένου προέδρου τής μετά-Μουμπάρακ εποχής, Μοχάμαντ Μόρσι, έδειξε φιλικότερη αλλά πάντως συγκρατημένη διάθεση προς την Χαμάς ενώ η τωρινή ηγεσία τού στρατηγού αλ-Σίσι τηρεί από ιδιαίτερα επιφυλακτική έως απροκάλυπτα εχθρική στάση απέναντι στην Γάζα, επιτείνοντας την τωρινή της διεθνή απομόνωση.
Η θεώρηση της Χαμάς ως προς το παλαιστινιακό πρόβλημα χαρακτηρίζεται κατά κοινή ομολογία ως ακραία, καθότι δεν αναγνωρίζει το κράτος τού Ισραήλ, απαιτώντας να επιστρέψουν όλοι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες ,τόσο του 1948 όσο και του 1967, στις εστίες τους. Από τις περιοχές που ελέγχει εκτοξεύονται ρουκέτες κατά των ισραηλινών γειτονικών πόλεων και η πολιτική της ηγεσία κατηγορείται ότι ανέχεται την δραστηριότητα ενόπλων ομάδων που στρέφονται τόσο κατά του Ισραήλ όσο και κατά τής αιγυπτιακής κυριαρχίας στην γειτονική χερσόνησο του Σινά. Η Χαμάς έχει επικρατήσει να θεωρείται ως «το κακό παιδί» τής Μέσης Ανατολής, ευρισκόμενη έξω από κάθε ειρηνευτική διαδικασία και από κάθε δυνατότητα διπλωματικής συνδιαλλαγής με τον έξω κόσμο.
Εξαίρεση, ίσως, αποτελεί η ιδιότυπη σχέση που διατηρεί η Χαμάς με την Τουρκία τού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έδειξε να θυσιάζει την παραδοσιακή φιλία τής χώρας του με το Ισραήλ, καθιστώντας βασικό κεφάλαιο της μεσανατολικής του ατζέντας την ενίσχυση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον παλαιστινιακό πληθυσμό που κατοικεί στην Γάζα και την άρση τού αποκλεισμού που έχει επιβληθεί από το Ισραήλ. Πέραν, όμως, του δεσμού με την Τουρκία, καμία άλλη φιλικότερη επαφή δεν έχει καταφέρει να καλλιεργήσει η Χαμάς με τις υπόλοιπες χώρες τής Δύσης.
Αντιθέτως, η Παλαιστινιακή Αρχή, από την εκλογή τού προέδρου Μαχμούντ Αμπάς το 2007 έως και σήμερα, μονοπωλεί τα διεθνή fora υπό την ιδιότητα της μόνης νόμιμης εκπροσώπου τού παλαιστινιακού λαού. Αναγνωρίζεται διπλωματικά από την διεθνή κοινότητα, χαίρει σημαντικής οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Ρωσία, τους διεθνείς οργανισμούς και τις αραβικές χώρες και ενθαρρύνεται στον διεθνή στίβο να εκπροσωπεί τον παλαιστινιακό λαό στις ειρηνευτικές συνομιλίες που διεξάγονται εδώ και χρόνια με το Ισραήλ. Η Παλαιστινιακή Αρχή ακολουθεί σταθερά μετριοπαθή γραμμή όσον αφορά την επίλυση της διένεξης με το Ισραήλ, ζητώντας να καθορισθούν τα σύνορα του παλαιστινιακού κράτους με βάση την συνοριακή γραμμή που ίσχυε πριν τον Πόλεμο του 1967 με σκοπό να δημιουργηθεί ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος στην Δυτική Όχθη (και στην Λωρίδα τής Γάζας, εφόσον οι διαφορές με την Χαμάς εκλείψουν κάποτε), να αποχωρήσουν οι Εβραίοι έποικοι –ή οι περισσότεροι από αυτούς- από την Δυτική Όχθη και να ορισθεί η Ανατολική Ιερουσαλήμ ως η πρωτεύουσα των Παλαιστινίων.
Η πρόσφατη συμφωνία επανασύνδεσης μεταξύ της μετριοπαθούς Παλαιστινιακής Αρχής και της διεθνώς απομονωμένης Χαμάς δημιουργεί πολλά ερωτηματικά εάν και κατά πόσον η διεθνής κοινότητα θα είναι έτοιμη να δεχθεί έναν ενιαίο φορέα πολιτικής εκπροσώπησης που θα προκύψει από τον συγκερασμό δύο εκ διαμέτρου διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών θεωρήσεων. Μοιραία τίθεται το ερώτημα μέχρι ποίου βαθμού η Χαμάς θα αποδεχθεί να υιοθετήσει τη μετριοπαθή στάση τής Παλαιστινιακής Αρχής και ως εκ τούτου να μπει στην διαδικασία να συζητήσει την δυνατότητα συνδιαλλαγής με τον ορκισμένο εχθρό της – το Ισραήλ. Παράλληλα, προβληματισμούς προκαλεί κατά πόσον το σύστημα διακυβέρνησης που έχει σχηματισθεί επί σειρά ετών από τους αξιωματούχους τής Παλαιστινιακής Αρχής, θα δεχθεί να υιοθετήσει στοιχεία μιας ακραίας ιδεολογικής θεώρησης της πραγματικότητας, η οποία θα βασίζεται στην ισχύ των όπλων παρά στην ισχύ των επιχειρημάτων γύρω από ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων.
Η συμφωνία μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς ορίζει ότι εντός 5 εβδομάδων θα σχηματισθεί από κοινού μια κυβέρνηση τεχνοκρατών κοινής αποδοχής που θα χειρίζεται τα εσωτερικά παλαιστινιακά ζητήματα. Από την άλλη, τόσο ο Μαχμούντ Αμπάς όσο και ο Ισμαήλ Χανίγια ήταν ξεκάθαροι στο ότι τις ειρηνευτικές συνομιλίες με το Ισραήλ και τους διεθνείς διαπραγματευτές δεν θα τις διεξάγει η κυβέρνηση των τεχνοκρατών αλλά η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, στα συλλογικά όργανα της οποίας θα συμμετέχουν πλέον τόσο η Φατάχ όσο και η Χαμάς. Άγνωστο, όμως, είναι ακόμα ποια ακριβώς γραμμή θα επικρατήσει στα συλλογικά αυτά όργανα: Η μετριοπάθεια της Ραμάλας ή η σκληρή γραμμή τής Γάζας; Και εάν συγκερασθούν, έως ποίου σημείου αυτό θα καταστεί δυνατόν;
Το Ισραήλ, όπως είναι φυσικό, δεν ενθουσιάζεται καθόλου από αυτήν την εξέλιξη. Η αμερικανική διπλωματία δηλώνει αμήχανη και συγκρατημένα απαισιόδοξη για το άμεσο μέλλον, αλλά επίσης δείχνει και να μην είναι σε θέση να επηρεάσει τις εξελίξεις , όσο τουλάχιστον θα ανέμεναν τόσο η ίδια όσο και η διεθνής κοινότητα. Την συμφωνία επαναπροσέγγισης χαιρέτισαν το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, ωστόσο ο υπόλοιπος αραβικός κόσμος αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση τηρούν στάση αναμονής, χωρίς ακόμα να έχουν αποκρυσταλλώσει ποια τακτική θα τηρήσουν από τώρα και στο εξής. Το γεγονός ότι έως τώρα η μετριοπαθής Παλαιστινιακή Αρχή αποτελούσε τον σημαντικότερο οικονομικό και πολιτικό εταίρο των χωρών τής Δύσης και του αραβικού κόσμου προφανώς περιπλέκει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις που θα διαμορφωθούν.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ακόμα πολύ πρόωρο να εκτιμηθεί ποια τάση θα επικρατήσει ως προς τον διεθνή προσανατολισμό τής παλαιστινιακής πλευράς, προσανατολισμός που θα καθορίσει την πρόοδο ή μη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Άλλωστε, μπορεί οι διαπραγματεύσεις αυτές να έχουν διακοπεί, μπορεί η αμερικανική διπλωματία να απέτυχε κατά τον πλέον πανηγυρικό τρόπο κατά τους τελευταίους μήνες, αλλά το σίγουρο είναι ότι το παλαιστινιακό πρόβλημα παραμένει άλυτο και ότι η μοναδική ειρηνική οδός για την διευθέτησή του δεν είναι άλλη από τις ειρηνευτικές συνομιλίες.
ΕΝΔΟΓΕΝΕΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Οι διαφορές που οδήγησαν στο 7ετές διαζύγιο μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς δεν ήταν μόνο ιδεολογικές και πολιτικές. Σε μια κοινωνία στην οποία τα πρόσωπα αυτά καθ’αυτά ορίζουν τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες και σχηματίζουν κέντρα εξουσίας, οικογενειακές φατρίες και «τζάκια», εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ Χαμάς και Φατάχ ήδη πριν από το επεισοδιακό καλοκαίρι τού 2007 –όταν η Χαμάς εκδίωξε βίαια από την Γάζα τα στελέχη τής Φατάχ και κατέλαβε την εξουσία διαχωρίζοντάς την διοικητικά και πολιτικά από την διεθνώς αναγνωρισμένη Παλαιστινιακή Αρχή- εξαρτάται από πολλούς εξωθεσμικούς παράγοντες που θα χρειαστεί να περάσουν πολλές δεκαετίες για να κριθούν και να αξιολογηθούν με ακρίβεια και αντικειμενικότητα.
Ούτε η Παλαιστινιακή Αρχή ούτε και η Χαμάς είναι άμοιρες ευθυνών για τον εθνικό διχασμό που προκάλεσαν στον παλαιστινιακό λαό στην Δυτική Όχθη και στην Γάζα. Είναι εξίσου συνυπεύθυνες για αυτήν την πολιτική διαίρεση που είχε ως αποτέλεσμα κατ' αρχάς την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής δυνατότητας που θα είχε η παλαιστινιακή πλευρά στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Είναι πιθανό, μάλιστα, να κριθεί εκ των υστέρων ότι αυτή η διχοτόμηση του παλαιστινιακού στρατοπέδου εν τέλει καθυστέρησε μια πολιτική λύση. Μια λύση που είναι λίγο έως πολύ γνωστή και η οποία επί δεκαετίες περιγράφεται με αδρές γραμμές: δύο έθνη – δύο κράτη, συμβιβαστική λύση με βάση τα προ του 1967 σύνορα και υπό την εγγύηση δικλείδων ασφαλείας δυτικής εμπνεύσεως, κατόπιν διαπραγματεύσεων.
Παρ’ όλ’ αυτά, τόσο η Φατάχ όσο και η Χαμάς απέδειξαν τα τελευταία επτά χρόνια ότι δεν στάθηκαν στο ύψος τού ιστορικού τους ρόλου. Δεν συνεργάσθηκαν για το κοινό καλό τού παλαιστινιακού λαού, υποθάλποντας έριδες και διαμάχες που ανάγονταν σε ιδιοτελή πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Η εκτόξευση κατηγοριών ένθεν κακείθεν περί εθνικής μειοδοσίας, οικονομικής ατασθαλίας και διαφθοράς αποτελούν σημαντικό κομμάτι τής πολιτικής ενδοπαλαιστινιακής πραγματικότητας. Έτι περαιτέρω, οι δυνάμεις ασφαλείας τής Παλαιστινιακής Αρχής δεν δίστασαν όλα αυτά τα χρόνια να παίξουν τον ρόλο τού Ποντίου Πιλάτου, προκειμένου να συλληφθούν από τον ισραηλινό στρατό σημαίνοντα στελέχη τής Χαμάς που ζούσαν στις παλαιστινιακές πόλεις τής Δυτικής Όχθης. Παράλληλα, η Χαμάς έδειχνε να τηρεί εκπληκτική μετριοπάθεια τόσο σε πολιτικές δηλώσεις όσο και σε πράξεις, κάθε φορά που η ισραηλινή αεροπορία κατάφερνε και εκτελούσε Παλαιστίνιους που δεν επρόσκειντο στους κόλπους της.
Η πραγματικότητα είναι ότι τόσο η Παλαιστινιακή Αρχή όσο και η Χαμάς διατηρούσαν όλα αυτά τα χρόνια κανάλια επικοινωνίας με τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες εκμεταλλεύονταν την αδυναμία και των δύο οργανώσεων να θέτουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους τον πληθυσμό που διοικούσαν. Το συγκεκριμένο αυτό υπόβαθρο δεν είναι δυνατόν ούτε να λησμονηθεί ούτε ιστορικά να διαγραφεί με την πρόσφατη υπογραφή τής συμφωνίας επαναπροσέγγισης Φατάχ και Χαμάς. Υπάρχουν πολλά στελέχη τόσο της Χαμάς όσο και άλλων μικρότερων παλαιστινιακών ενόπλων οργανώσεων που είτε έχουν εκτελεσθεί είτε έχουν φυλακισθεί, όχι μόνο από τις ισραηλινές αρχές ασφαλείας αλλά και από δυνάμεις ασφαλείας των οποίων ηγούνταν παλαιστίνιοι ομοεθνείς τους. Δεδομένου, μάλιστα, του μεγέθους τής παλαιστινιακής κοινωνίας, αυτά τα γεγονότα δεν είναι δυνατόν να λησμονηθούν εύκολα ή να χαθούν στο ανώνυμο πλήθος.
Ως εκ τούτου, εάν προσπαθήσουμε να ιεραρχήσουμε τις δυσκολίες που η ενιαία παλαιστινιακή ηγεσία θα κληθεί να αντιμετωπίσει, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης συμφωνίας επαναπροσέγγισης Φατάχ και Χαμάς, στην κορυφή τής λίστας των θεμάτων προς επίλυση παραδόξως δεν θα είναι ούτε η πρόοδος των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ ούτε οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τις άλλες αραβικές χώρες ούτε καν η παραπαίουσα οικονομία της Παλαιστινιακής Αρχής και της Χαμάς. Στην πρώτη θέση τής λίστας θα είναι η αντιμετώπιση του πικρού παρελθόντος τού εθνικού διχασμού που προκάλεσαν, εξέθρεψαν και καλλιέργησαν όλα αυτά τα χρόνια οι δύο παράλληλες παλαιστινιακές ηγεσίες και τα βαθιά τραύματα που προκάλεσαν στην παλαιστινιακή κοινωνία, στον απλό πολίτη που καλείτο να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες πολιτικού διπολισμού, προσπαθώντας να διαλέξει εάν θα παίξει τον ρόλο του καταδότη, του θύτη ή του θύματος.
Η ενιαία παλαιστινιακή ηγεσία, είτε το θέλει είτε όχι, θα κληθεί αργά ή γρήγορα να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά και στην πράξη το πολύ πρόσφατο διχαστικό της παρελθόν. Η εύκολη λύση θα είναι μια πολιτική «ανώνυμου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Μια τέτοια «εύκολη» επιλογή, όμως, θα διαιωνίσει τον διχασμό και θα αποδυναμώσει τον κοινό εθνικό σκοπό. Από την άλλη, η δύσκολη λύση θα είναι να αποδοθούν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», με καθαρές πολιτικές και δημόσιες διαδικασίες, με σκοπό να διαλευκανθούν οι σκοτεινές γωνίες τής εξουσίας που οδήγησαν σε έναν διχασμό αδελφοκτόνο και επώδυνο, που η παλαιστινιακή κοινωνία έζησε στο πετσί της τα τελευταία 7 χρόνια τής πολιτικής τής διαίρεσης.
Δεν διαφαίνονται ακόμα οι ενδείξεις που θα διαφωτίσουν ποιαν ατραπό θα επιλέξει η συνεργασία μεταξύ τής «πολιτικώς ορθής» Παλαιστινιακής Αρχής τής Ραμάλα και της «θερμοκέφαλης ισλαμιστικής» Χαμάς τής Λωρίδας τής Γάζας. Σε αυτό ακριβώς το λεπτό σημείο, όμως, έγκεινται και οι πιθανότητες ουσιαστικής και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της πολιτικής τους συνύπαρξης και της εν γένει ενότητας του παλαιστινιακού λαού.

* Ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΙΤΟΣ είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς, Πολιτικές και Οικονομικές Σχέσεις στη Μεσόγειο από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Συνεργάσθηκε ως Visiting Scholar στο ισραηλινό think-tank Moshe Dayan Center for Middle Eastern and African Studies του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.