Τα τοξικά φρούτα της οργής
Tου Νίκου Κωνσταντάρα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η οργή και η ανασφάλεια που καθόρισαν το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών διαμορφώνουν την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου και δημιουργούν νέους κινδύνους δυσλειτουργίας, πόλωσης και δυστυχίας.
Ενώ ασχολούμαστε ακόμη με Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και μικρότερα ή νεότερα κόμματα, είναι εμφανές ότι αυτά τα σχήματα δεν ταυτίζονται πια με πραγματικά πολιτικά κομμάτια της κοινωνίας. Και όσο αργεί να φανεί μια πολιτική δύναμη που θα μπορέσει να πείσει τους πολίτες ότι έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, ότι θα βάλει τη χώρα σε τροχιά δικαιοσύνης και ανάπτυξης, τόσο θα συνεχίζεται ο κατακερματισμός της πολιτικής σκηνής, δεν θα ανέχεται καμία ομάδα ούτε τα μέτρα λιτότητας ούτε μεταρρυθμίσεις. Η οργή και η ανασφάλεια θα παραλύουν τη χώρα.
Πριν από τις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, ήταν προφανές ότι κυριαρχούσαν δύο ρεύματα κάτω από την επιφάνεια της πολιτικής. Το ένα εκπροσωπούσε τους ανθρώπους που πίστευαν ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει κομμάτι του πυρήνα της Ευρώπης πάση θυσία, το άλλο έδειχνε να πιστεύει ότι ο σωστός δρόμος ήταν μέσω της αποδέσμευσης από τους εταίρους και δανειστές μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πρώτοι πίστευαν πως είχαν ακόμη κάτι να χάσουν από τη χρεοκοπία της χώρας, ενώ οι άλλοι είτε είχαν εξασφαλισμένο το μέλλον τους είτε αισθάνονταν ότι δεν είχαν τίποτε άλλο να χάσουν είτε ήθελαν να εκδικηθούν το καθεστώς.
Ετσι είδαμε την πτώση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας (επειδή χρεώθηκαν την κακοδιαχείριση δεκαετιών και τα σκληρά μέτρα λιτότητας), την εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ και τη δυναμική εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μόνο όταν άνθρωποι που δεν είχαν ψηφίσει τη Ν.Δ. τον Μάιο την ψήφισαν τον Ιούνιο, μπόρεσαν η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και η Δημοκρατική Αριστερά να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας. Ηταν επόμενο ότι ο συνασπισμός τους (με το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της οικονομίας μέσω αντιλαϊκών μέτρων και υπό συνεχείς πιέσεις από τους δανειστές) θα άφηνε το πεδίο ελεύθερο για την ανάπτυξη αντιπολιτευόμενων κομμάτων όλων των πολιτικών αποχρώσεων, από τον κοινωνικά ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ έως τη φασιστική και ρατσιστική Χρυσή Αυγή.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν τη συνεχόμενη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής, ενώ τα κεντρώα κόμματα συνεχίζουν να χάνουν δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ πολλαπλασίασε την επιρροή του από το 2009 έως σήμερα, λόγω της κάθετης αντίθεσής του στη σκληρή λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Προσφέρει στους ψηφοφόρους την ελπίδα ότι μπορούν να γυρίσουν πίσω τον χρόνο και να επιστρέψουμε σε καλύτερες μέρες. Ενώ δεν κρύβει τον ανθρωπισμό στον πυρήνα του, δεν τον προβάλλει με την ίδια ένταση με την οποία μάχεται τις μεταρρυθμίσεις. Η Χρυσή Αυγή, στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, έχει τελείως διαφορετική τακτική – όχι μόνον δεν κρύβει τον αληθινό της εαυτό, αλλά προβάλλει τη μισαλλοδοξία και τη βία της με κάθε ευκαιρία. Οταν η μία δύναμη διστάζει να δείξει κομμάτια του εαυτού της, ενώ η άλλη δεν κρύβει τίποτα, αλλά, αντιθέτως, επενδύει στην απενοχοποίηση της οργής και στην απαξία της πολιτικής, ενισχύεται ο φόβος ότι, στο τέλος, θα κυριαρχήσει η δεύτερη. Ο ανεξέλεγκτος θυμός θα λειτουργήσει μόνον υπέρ της Χρυσής Αυγής. Πόσες ανατροπές δεν οδήγησαν στην τελική επικράτηση των σκληρότερων...
Γι’ αυτό, όπως πριν από τις εκλογές θα ήταν χρήσιμο για τα κόμματα που (έστω με επιφυλάξεις) στήριζαν το Μνημόνιο να είχαν αποδεχθεί ότι περισσότερα τους ένωναν παρά τους χώριζαν, σήμερα πρέπει να δούμε ότι οι πραγματικές διαφορές δεν είναι μεταξύ όσων πιστεύουν στη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρώπη και όσων πρεσβεύουν την αποδέσμευσή μας από εταίρους και υποχρεώσεις. Είναι ανάμεσα στις δυνάμεις της κοινωνικής προόδου, η οποία βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη συνεργασία, και ενός εθνικιστικού παλιμπαιδισμού βασισμένου σε εμμονές και βία.
Αν οι πολιτικές δυνάμεις επιμείνουν στις έριδες για θέματα δευτερευούσης σημασίας, αν δεν συνεργαστούν για το κοινό καλό, δεν θα αποκτήσουμε μια λειτουργική οικονομία και μια πιο δίκαιη κοινωνία. Οσο ζούμε με δανεικά, όσο πιστεύουμε ότι κυριαρχεί η αδικία, θα είμαστε όμηροι της οργής και των θεραπόντων της. Δεν θα αποκτήσουμε μια Δημοκρατία στην οποία όλοι είναι ίσοι, που δεν θα φοβάται να συγκρουστεί με όσους την υπονομεύουν.