Η κρίση της Ταϊβάν και η σινοσοβιετική ρήξη
Ποιοι παράγοντες επέδρασαν στις σχέσεις των δύο μεγάλων κομμουνιστικών δυνάμεων και τις οδήγησαν στη σύγκρουση 59 χρόνια πριν
Του Λυκούργου Κουρκουβέλα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οι σχέσεις Κίνας - ΕΣΣΔ και η τελική ρήξη ανάμεσα στις δύο μεγάλες κομμουνιστικές δυνάμεις αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενα κεφάλαια της ψυχροπολεμικής ιστορίας.
Οι διαφωνίες των ιστορικών εστιάζονται, κυρίως, γύρω από τις αιτίες που οδήγησαν στη σύγκρουση των δύο κρατών στα τέλη της δεκαετίας του 1960: Πώς και γιατί δύο χώρες με ταυτόσημες ιδεολογικές καταβολές έφθασαν στο σημείο της απόλυτης ρήξης σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η ιδεολογία διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση των διακρατικών σχέσεων; Οι απαντήσεις και ερμηνείες ποικίλλουν ανάλογα με την έμφαση που δίνουν οι ερευνητές στους πολιτικούς, στρατηγικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς ακόμη και ψυχολογικούς παράγοντες που επέδρασαν καίρια στην πορεία των σινοσοβιετικών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, συμφωνία υπάρχει ως προς τον χρονικό προσδιορισμό των απαρχών της ρήξης ανάμεσα στις δύο χώρες, ο οποίος εντοπίζεται στις δύο κρίσεις της Ταϊβάν το 1954 και το 1958.
Η Κίνα βομβαρδίζει, οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1954 η κομμουνιστική Κίνα ξεκίνησε τον βομβαρδισμό των νήσων Quemoy, που βρίσκονταν στην κατοχή των Κινέζων «εθνικιστών», οι οποίοι μετά την τελική επικράτηση του Μάο Τσε Τουνγκ στον εμφύλιο, το 1949, ήλεγχαν την Ταϊβάν. Η έναρξη των κινεζικών επιχειρήσεων αποτελούσε στην ουσία συνέχεια του κινεζικού εμφυλίου, καθώς ο διακηρυγμένος στόχος του Μάο ήταν η «απελευθέρωση» της Ταϊβάν από τους Κινέζους «εθνικιστές». Η επέκταση των κινεζικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στα νησιά Μάτσου και Ντάτσεν ανάγκασε τους Αμερικανούς να παρεμβάλουν τις ναυτικές δυνάμεις τους ανάμεσα στην Ταϊβάν και τη Λ.Δ. Κίνας. Οι ηγέτες της Λ.Δ. Κίνας, σε πρώτη φάση, ήλπιζαν ότι οι Αμερικανοί δεν θα παρέμβουν και έτσι θα προκαλείτο ρήγμα στις σχέσεις ΗΠΑ - Ταϊβάν. Ο Μάο πίστευε πως μία σύγκρουση με τον μεγάλο «καπιταλιστικό εχθρό» ήταν αναπόφευκτη και ότι ο μόνος τρόπος για να περιοριστούν οι Αμερικανοί ήταν η κλιμάκωση των συγκρούσεων.
Οι εκτιμήσεις και τα σχέδια του Κινέζου ηγέτη οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα. Η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ ανέλαβε την προάσπιση της Ταϊβάν και των παράκτιων νήσων, ενώ η αμερικανική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συζήτησε ακόμη και το ενδεχόμενο της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων εναντίον της Κίνας. Η αποφασιστικότητα των Αμερικανών έγινε φανερή με την «απόφαση για τη Φορμόζα» (Formosa Resolution) της 28ης Ιανουαρίου 1955, που έλαβε το αμερικανικό Κογκρέσο, η οποία επέτρεπε στην κυβέρνηση Αϊζενχάουερ να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για την προάσπιση της Ταϊβάν. Παρά τις νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν οι Κινέζοι την περίοδο του Μαρτίου - Απριλίου 1955, η αποφασιστικότητα που επεδείκνυαν οι Αμερικανοί οδήγησε στην απότομη αλλαγή της κινεζικής στάσης. Στις 23 Απριλίου 1955, στη διάσκεψη του Μπαντούνγκ, ο πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Τσου Εν Λάι ανακοίνωσε ότι το Πεκίνο ήταν πρόθυμο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για τη χαλάρωση της έντασης στην Απω Ανατολή γενικά και στα Στενά της Ταϊβάν ειδικότερα. Η πρώτη κρίση της Ταϊβάν είχε ουσιαστικά τερματιστεί.
Η κρίση της Ταϊβάν σημειώθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις Κίνας - ΕΣΣΔ βρίσκονταν στο απόγειό τους. Παρά τις προηγούμενες διαφορές που είχαν ανακύψει ανάμεσα στον Μάο και τον Στάλιν, η Κίνα παρέμενε ο πιο πιστός σύμμαχος της ΕΣΣΔ και απόλυτα εξαρτημένη από την ηγέτιδα κομμουνιστική δύναμη. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει γύρω στα μέσα του 1954, κάτι που έγινε εμφανές με την κρίση στην Ταϊβάν. Νέες ερευνητικές προσπάθειες έχουν καταδείξει ότι από τον Ιούλιο του 1954 ο Μάο εγκατέλειψε ξαφνικά την πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης», που είχαν ξεκινήσει οι Σοβιετικοί στη μετασταλινική εποχή, και άρχισε να προωθεί τη στρατηγική της ευθείας σύγκρουσης με τον καπιταλιστικό κόσμο και ιδίως με τις ΗΠΑ. Σε διεθνές επίπεδο, η πρώτη κίνηση του Κινέζου ηγέτη στο νέο αυτό πλαίσιο ήταν η πρόκληση της πρώτης κρίσης στην Ταϊβάν. Η λήψη της απόφασης για τον βομβαρδισμό των νήσων Quemoy ελήφθη από τον ίδιο τον Μάο χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση με την ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Παρά το γεγονός ότι νέες μελέτες έχουν ρίξει το βάρος τους στην προσωπικότητα του Μάο για να ερμηνεύσουν τα στρατηγικά λάθη και την τελική αποτυχία του κινεζικού εγχειρήματος, και παρότι η σοβιετική ηγεσία στήριξε «δημοσίως» τη νέα σύμμαχό της, το σημαντικό ήταν ότι η κρίση του 1954 αποτέλεσε την πρώτη πράξη ανεξαρτητοποίησης του Μάο από αυτό που ο ίδιος προσλάμβανε ως τη «βαριά σκιά του σοβιετικού ηγεμονισμού».
Τα σχέδια του Μάο, η ανεξαρτητοποίηση από την ΕΣΣΔ
Από την πρώτη κρίση της Ταϊβάν και μετά, ο Μάο σταδιακά άρχισε μια συνειδητή προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από τον σοβιετικό έλεγχο, η οποία κινήθηκε σε διάφορα επίπεδα. Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής ο πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας άρχισε να αντιτίθεται στην πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» των Σοβιετικών, που ενείχε τη χαλάρωση των εντάσεων με τον δυτικό κόσμο, και να διακηρύττει το αναπόφευκτο της σύγκρουσης ανάμεσα στον καπιταλιστικό και τον κομμουνιστικό κόσμο. Εδώ βρίσκονταν και οι ρίζες της περίφημης ιδεολογικής ρήξης ανάμεσα στις δύο ηγέτιδες κομμουνιστικές δυνάμεις. Ο Μάο κατηγορούσε τους Σοβιετικούς και προσωπικά τον Χρουστσόφ για «ρεβιζιονισμό», καθώς διατεινόταν ότι η «ειρηνική συνύπαρξη» με τους καπιταλιστές διαστρέβλωνε το μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα και «δηλητηρίαζε» τον επαναστατικό χαρακτήρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, η αμφισβήτηση της ΕΣΣΔ έλαβε σάρκα και οστά με την έναρξη, το 1958, του κινήματος του «Μεγάλου Αλματος προς τα Εμπρός» (Great Leap Forward), που στόχο είχε την εντός πέντε ετών μετατροπή της Κίνας από μία αμιγώς αγροτική οικονομία σε μία κομμουνιστική κοινωνία μέσω της κολεκτιβοποίησης και της ταχείας εκβιομηχάνισης.
Τα βήματα που έκανε ο Μάο ως προς την όσο το δυνατό μεγαλύτερη ανεξαρτητοποίηση από τη σοβιετική επιρροή δεν στόχευαν μόνο στην ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας του περήφανου και μακραίωνου κινεζικού έθνους, αλλά είχαν και άλλο ένα κίνητρο: την ισότιμη συμμετοχή στην ηγεσία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια, ο ίδιος ο Κινέζος ηγέτης, υποτιμώντας τις πολιτικές και διανοητικές ικανότητες του «χοντροκομμένου» Χρουστσόφ, αυτοπροβαλλόταν ως διάδοχος του Μαρξ και του Λένιν και ως ο ιδεολογικός και πολιτικός εκφραστής του κομμουνισμού στον Τρίτο Κόσμο. Αλλωστε, ο Μάο ήταν ο ηγέτης μιας νικηφόρου κομμουνιστικής επανάστασης. Απέναντι στον Στάλιν και τον δικό του επαναστατικό θρύλο, δεν θα μπορούσε να εγείρει τέτοιες απαιτήσεις. Αλλά ο Χρουστσόφ, προϊόν της σοβιετικής γραφειοκρατίας, δεν διέθετε το κύρος να περιορίσει τις φιλοδοξίες του μεγάλου Κινέζου ηγέτη.
Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής πρακτικής, οι αντιλήψεις του Μάο ως προς τις σχέσεις της Κίνας με την ΕΣΣΔ και τον ρόλο του ιδίου αναφορικά με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα συνοψίστηκαν στη δεύτερη κρίση της Ταϊβάν, το 1958, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σοβιετικοί «σύμμαχοι» παρέμεναν διαρκώς στο σκοτάδι ως προς τα κίνητρα και τις στρατηγικές της κινεζικής ηγεσίας. Η σημασία της δεύτερης κρίσης της Ταϊβάν έγκειται στο ότι σηματοδότησε τη σταδιακή αντίδραση της ΕΣΣΔ στις «προκλήσεις» του Μάο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μέσα σε λίγα χρόνια οι πρώην σύμμαχοι θα περάσουν μέσα από μια σειρά διμερών κρίσεων, πρώτα με την εκατέρωθεν ιδεολογική αποκήρυξη και κατόπιν στο στρατηγικό επίπεδο. Η «τριγωνική» διπλωματία των Νίξον και Κίσινγκερ –το ταυτόχρονο «άνοιγμα» δηλαδή των ΗΠΑ προς την ΕΣΣΔ και την Κίνα με στόχο την εκμετάλλευση των εχθρικών σχέσεων των δύο τελευταίων– θα επιδείνωνε περαιτέρω τις σχέσεις των δύο κομμουνιστικών δυνάμεων, οι οποίες θα παρέμεναν σε αυτό το επίπεδο μέχρι την επίσκεψη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο Πεκίνο το 1989.
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι μέλος του Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.