Γιατί παραμένει μόνο η Ελλάδα σε πρόγραμμα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να ασφυκτιά σε καθεστώς μνημονίου, όταν όλες οι άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα;
Η ελληνική υπόθεση έχει αποτελέσει προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης στη διεθνή μάχη ιδεών μεταξύ των υπέρμαχων και των πολέμιων της λιτότητας. Και τα δύο στρατόπεδα έχουν αγνοήσει το μέρος της ιστορίας που δεν συμβαδίζει με τη θεωρία τους και έχουν εστιάσει εκεί που τους βολεύει.
Η ελληνική υπόθεση έχει αποτελέσει προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης στη διεθνή μάχη ιδεών μεταξύ των υπέρμαχων και των πολέμιων της λιτότητας. Και τα δύο στρατόπεδα έχουν αγνοήσει το μέρος της ιστορίας που δεν συμβαδίζει με τη θεωρία τους και έχουν εστιάσει εκεί που τους βολεύει.
Το συντηρητικό-νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο βλέπει στην Ελλάδα το κλασικό παράδειγμα δημοσιονομικού εκτροχιασμού ενός αδηφάγου κράτους που έπνιξε τον ιδιωτικό τομέα και έσπρωξε την οικονομία στον γκρεμό της χρεοκοπίας. Στο αφήγημα αυτό συνήθως δίνεται έμφαση στις υπερβολικές δαπάνες και όχι στην αδυναμία συλλογής των φόρων προ κρίσης, αν και το δεύτερο ήταν το πεδίο στο οποίο η χώρα υστερούσε σημαντικά έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επιπλέον, αγνοείται ο βαθμός στον οποίο η λιτότητα που επιβλήθηκε από το 2010 και μετά συνέβαλε στην επιδείνωση της ελληνικής κρίσης.
Το προοδευτικό-κεϊνσιανό στρατόπεδο, από την άλλη, έχει κυριευτεί από τους μονομανείς της λιτότητας. Οι τελευταίοι θεωρούν ότι η ελληνική κρίση όχι απλά επιδεινώθηκε, αλλά προκλήθηκε από τον ρυθμό και την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής και ότι η δημοσιονομική χαλάρωση είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για την έξοδο από αυτήν. Οι εκπρόσωποι αυτής της σχολής είτε υποβαθμίζουν τη σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ανάκαμψη της χώρας είτε τονίζουν ότι η τρόικα επέμεινε στις λάθος μεταρρυθμίσεις ως αποτέλεσμα των ιδεολογικών της εμμονών.
Η αφροσύνη των ξένων
Κανένας δεν μπορεί σοβαρά να αρνηθεί πλέον –και ορισμένοι εκ των πιστωτών (ΔΝΤ) το έχουν παραδεχθεί ανοιχτά– ότι έγιναν κρίσιμα λάθη στον σχεδιασμό του πρώτου ελληνικού προγράμματος. Το βέτο των Ευρωπαίων στην επιλογή της εξαρχής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους οδήγησε στην υιοθέτηση ενός ακραία απαιτητικού προγράμματος.
Ο στόχος ήταν να μετατραπεί το πρωτογενές έλλειμμα του 2009, ύψους 8,6% του ΑΕΠ (λίγους μήνες αργότερα θα αναθεωρούνταν προς τα πάνω φτάνοντας το 10,2%), σε πρωτογενές πλεόνασμα 5,9% του ΑΕΠ το 2014 και 6% το 2015. Η δρακόντεια αυτή προσαρμογή οδήγησε σε ύφεση πολύ βαθύτερη και αύξηση της ανεργίας πολύ μεγαλύτερη από τις προβλέψεις της τρόικας. Oι δημοσιονομικές απαιτήσεις των άλλων προγραμμάτων ήταν δυσβάσταχτες, αλλά όχι εξίσου ακραίες.
Στην Πορτογαλία, ο στόχος ήταν το πρωτογενές έλλειμμα του 2010 (6,1% του ΑΕΠ) να μετατραπεί σε πλεόνασμα 2,8% του ΑΕΠ το 2014 και 3,2% το 2015. Στην Ιρλανδία, της οποίας το πρωτογενές έλλειμμα έφτασε το καταστροφικό 11,9% του ΑΕΠ το 2009 και που προσέφυγε στην τρόικα τον Νοέμβριο του 2010, ο στόχος ήταν να πέσει στο 6,7% του ΑΕΠ το 2011, να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% το 2014 και 0,9% το 2015.
Αντίσταση και πάλη
Ωστόσο, το δεύτερο ελληνικό πρόγραμμα –σε αντίθεση με αυτά της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου– περιλάμβανε τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στα χρονικά. Οι στόχοι για τα πλεονάσματα μειώθηκαν, παρατάθηκαν χρονικά και μετά μειώθηκαν ξανά (στους επόμενους μήνες αναμένεται να ενταθεί η διαπραγμάτευση για να μείωσή τους, για την περίοδο μετά το 2019).
Παρ’ όλα αυτά, πάνω από έξι χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, η χώρα παραμένει παγιδευμένη στην ύφεση και στον διεθνή οικονομικό έλεγχο. Το κλειδί βρίσκεται στην έννοια του «ownership», που το ΔΝΤ έχει ορίσει ως «την πρόθυμη ανάληψη της ευθύνης για το πρόγραμμα και τις πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί» από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Στην πρόσφατη έκθεση του Independent Evaluation Office (IEO) η τάση των ελληνικών κυβερνήσεων να φορτώνουν τις ευθύνες για το ελληνικό πρόγραμμα στους πιστωτές αντιπαρατίθεται με τη σθεναρή υιοθέτηση των προγραμμάτων από τις κυβερνήσεις στη Λισσαβώνα και το Δουβλίνο. «Η έλλειψη “ιδιοκτησίας” εκ μέρους των ελληνικών αρχών καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στην επιτυχή εφαρμογή του», σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Η μη ανάληψη ευθύνης έχει πολλές πτυχές και αιτίες. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε ανίκανο να ξεπεράσει τις κομματικές λογικές μηδενικού αθροίσματος. Οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης, από τον Γιώργο Παπανδρέου έως τον Αλέξη Τσίπρα, προτίμησαν τη σύγκρουση με σκοπό την ταχύτερη κατάληψη της εξουσίας παρά τη σφυρηλάτηση της συναίνεσης για τα θεμελιώδη που έχει ανάγκη η χώρα.
Η δημόσια διοίκηση, κακοποιημένη για δεκαετίες, κλήθηκε να αναμορφώσει την εαυτό της και να ηγηθεί της αναδόμησης της οικονομίας, σε συνθήκες ισοπεδωτικών περικοπών. Οπως οι πιστωτές κατάλαβαν ύστερα από ένα διάστημα, η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες σε πρόγραμμα, δεν είχε τη διοικητική ικανότητα ενός ανεπτυγμένου κράτους – ίσως περισσότερο από το ΔΝΤ, χρειαζόταν την παρέμβαση της Παγκόσμιας Τράπεζας.