Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Iστορικό άρθρο για το κίνημα της 30ής Μαΐου 1951


Το κίνημα της 30ής Μαΐου
Η αποτυχημένη στάση αξιωματικών του στρατού προκειμένου να αποτρέψουν την παραίτηση Παπάγου από την αρχιστρατηγία 62 χρόνια πριν
Του Δημήτρη Παπαδιαμάντη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το κίνημα της 30ής-31ης Μαΐου του 1951 αποτελεί ώς σήμερα ένα από τα πιο σκοτεινά γεγονότα της μετεμφυλιακής ιστορίας.
Την περίοδο πριν από τη δικτατορία του 1967, λησμονήθηκε σύντομα ως κάτι το ασήμαντο, ενώ μεταπολιτευτικά δημοσιογράφοι και ιστορικοί επιχείρησαν να το αναδείξουν ως βασικό σταθμό στην πορεία των γεγονότων προς το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Στόχος του συγκεκριμένου άρθρου, λοιπόν, θα είναι η προσπάθεια περιγραφής και αξιολόγησης του κινήματος αυτού στις, κατά το δυνατόν, πραγματικές του διαστάσεις.
Οι ακραίοι του ΙΔΕΑ και ο Αλεξ. Παπάγος
Το κίνημα της 30ής-31ης Μαΐου συνδέεται άμεσα με τους συσχετισμούς που είχαν διαμορφωθεί στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων, και ειδικά του Στρατού Ξηράς, μετά την απελευθέρωση. Τον Οκτώβριο του 1944 ιδρύθηκε στην Αθήνα η οργάνωση Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, ο γνωστός ΙΔΕΑ, με κύριο σκοπό του την επικράτηση των αντιΕΑΜικών στοιχείων στον Στρατό. Τα βασικά στοιχεία της ρητορικής του ΙΔΕΑ, η συστράτευση όλων των αξιωματικών στον αντικομμουνιστικό σκοπό (ασχέτως μεσοπολεμικής ή κατοχικής τοποθέτησης) και η απουσία πολιτικής παρέμβασης στο στράτευμα, αποδείχθηκαν δημοφιλή μεταξύ των στελεχών του Στρατού. Ετσι, ο ΙΔΕΑ την περίοδο 1945-1948 γνώρισε εντυπωσιακή αριθμητική εξάπλωση στον Στρατό Ξηράς και, απευθυνόμενος στα μεσαία και κατώτερα στελέχη, εξελίχθηκε σε πόλο ισχύος, εξαιτίας και της ανεκτικότητας του πολιτικού κόσμου.
Μέσα στο 1949 ο ΙΔΕΑ αποδυναμώθηκε αισθητά. Αρχικά, με την ανάδειξη του Αλ. Παπάγου σε αρχιστράτηγο, με υπερεξουσίες που τον καθιστούσαν απόλυτο κυρίαρχο του στρατεύματος, αλλά και με το τέλος του Εμφυλίου, που στερούσε από την οργάνωση τον κύριο λόγο ύπαρξής της. Ο Δεσμός, πάντως, δεν διαλύθηκε εντελώς: μια κλίκα μεσαίων ακραίων αξιωματικών, με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Αλ. Νάτσινα και Νικ. Γωγούση, συνέχισε να δραστηριοποιείται, μη έχοντας εμπιστοσύνη στο πολιτικό προσωπικό και επεξεργαζόμενη σχέδια δικτατορίας.
Μέλη της ομάδας αυτής, και ειδικότερα ο Γωγούσης, πέτυχαν να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του Παπάγου. Εν αγνοία του αρχιστρατήγου για τις συνωμοτικές τους δραστηριότητες, κατάφεραν να καταλάβουν καίριες θέσεις στη στρατιωτική δομή. Την ίδια περίοδο, το τεράστιο κύρος του Παπάγου (που έλαβε και τον βαθμό του στρατάρχη) τον αναδείκνυε σε πρώτο υποψήφιο για την ανάληψη της ηγεσίας μιας αυταρχικής κυβέρνησης. Οι σχεδιασμοί αυτοί προέρχονταν κυρίως από το Παλάτι, αλλά σκόνταφταν στη δεδηλωμένη αντίθεση των Αμερικανών προς οποιαδήποτε διολίσθηση της Ελλάδας εκτός του κοινοβουλευτισμού. Υπό την πίεση του βασικού πολιτικού του συμβούλου Σπ. Μαρκεζίνη, ο Παπάγος, αντιλαμβανόμενος πως το βασιλικό ζεύγος τον προετοίμαζε για ρόλο πιονιού, αποφάσισε να κινηθεί αυτόνομα στην πολιτική σκακιέρα και ήρθε σε ρήξη με τα Ανάκτορα. Υστερα από εργώδες παρασκήνιο, στις 29 Μαΐου του 1951 υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχιστρατηγία. Ο πρωθυπουργός Σοφ. Βενιζέλος και η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία απέτυχαν να τον μεταπείσουν: μια ομάδα ανώτερων και μεσαίων αξιωματικών έκρινε πως απαιτούνταν δραστικότερα μέτρα.
Συγκέντρωση στο ΜΤΣ
Το βράδυ της 30ής Μαΐου στα γραφεία του Μετοχικού Ταμείου Στρατού συγκεντρώθηκαν περίπου 12 αξιωματικοί και, με επικεφαλής τους ταξίαρχους Α. Χρηστέα και Στ. Ταβουλάρη, αποφάσισαν να αποτρέψουν δυναμικά την παραίτηση του Παπάγου. Οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί κατείχαν καίριες θέσεις στη διάρθρωση των δυνάμεων του Λεκανοπεδίου Αττικής, όπως ο συνταγματάρχης Διον. Παπαδόπουλος (διοικητής Συντάγματος Βαρέων Οπλων Πεζικού) ή ο συνταγματάρχης Γ. Κουρούκλης (στρατιωτικός διοικητής Αθηνών). Κινητοποίησαν λόχους πεζικού και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα Γενικά Επιτελεία που έδρευαν στον χώρο των Παλαιών Ανακτόρων (όπου έδρασε ο -τότε- λοχαγός Δημ. Ιωαννίδης), τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και το αεροδρόμιο του Τατοΐου. Σταδιακά η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία αφυπνίστηκαν, αλλά οι ανώτατοι αξιωματικοί που κατόρθωσαν να φτάσουν στο ΓΕΣ διαπίστωσαν ότι οι υφιστάμενοί τους δεν τους υπάκουαν.
Το καθοριστικό πλήγμα για το κίνημα προήλθε από εκείνον για χάρη του οποίου έγινε. Ο Παπάγος ενημερώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Μαΐου για την αναταραχή και γύρω στις 6.30 το πρωί κατήλθε στο Επιτελείο· σε ομιλία του προς τα συγκεντρωμένα στελέχη καταδίκασε σφοδρά την αντιπειθαρχική αυτή εκδήλωση, που όπως τόνισε έκανε ζημιά και στον ίδιο. Ο στρατάρχης ενδιαφερόταν πρώτα και κύρια για την πολιτική καριέρα που επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει και δεν ήθελε να συνδεθεί με ένα στρατιωτικό κίνημα. Πάντως, η αργοπορημένη άφιξή του στο Επιτελείο δεν μπορούσε να είναι τυχαία: έστελνε ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τον Θρόνο και τους πολιτικούς ότι, ακόμη και εκτός Στρατού, ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του.
Αρχικά, Παπάγος και Βενιζέλος συμφώνησαν στην πλήρη συγκάλυψη του θέματος ενόψει της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ανάγκη αποφυγής οποιουδήποτε αρνητικού σχολίου για την πειθαρχία στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις. Υπό την πίεση των Ανακτόρων όμως, διατάχθηκαν ανακρίσεις, ενώ και οι εισηγήσεις του στρατάρχη για τη συμπλήρωση της ανώτατης ηγεσίας αγνοήθηκαν πλήρως. Οταν δύο μήνες μετά ανακοινώθηκε και επίσημα η κάθοδος του Παπάγου στην πολιτική με την ίδρυση του Ελληνικού Συναγερμού, η διαμάχη γύρω από το στράτευμα οξύνθηκε επικίνδυνα. Οι αντίπαλοι του Παπάγου αποκάλυψαν την ύπαρξη του ΙΔΕΑ, τον οποίο παρουσίασαν ως στρατιωτικό σκέλος του Συναγερμού, και ο Παπάγος έθεσε ως σκοπό του την εξουδετέρωση όλων των ανώτατων αξιωματικών που δεν τον υπερασπίστηκαν στη διαμάχη του με τον βασιλιά και τους αντιπάλους του. Οι αξιωματικοί που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο κίνημα και τον ΙΔΕΑ αμνηστεύθηκαν από την κυβέρνηση Πλαστήρα τον Ιανουάριο του 1952. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 1952, όταν ο Ελληνικός Συναγερμός έγινε κυβέρνηση, οι αντίπαλοι του Δεσμού στα ανώτατα κλιμάκια του Στρατού αποστρατεύθηκαν, ενώ όσοι αξιωματικοί είχαν κατηγορηθεί ως ΙΔΕΑτες ή κινηματίες επανήλθαν στο στράτευμα και κατέλαβαν καίριες θέσεις.
Αφησε βαθιές πληγές
Το κίνημα της 30ής-31ης Μαΐου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά ως ένα είδος «προνουντσιαμέντου». Οι κινηθέντες αξιωματικοί δεν είχαν σκοπό τους την κατάληψη της εξουσίας: τους αρκούσε να μην παραιτηθεί ο Παπάγος. Επί των ημερών του στρατάρχη, οι συγκεκριμένοι βαθμοφόροι είχαν ανελιχθεί στη στρατιωτική ιεραρχία και η αποχώρησή του θα έβαζε σε κίνδυνο το επαγγελματικό τους μέλλον. Γι’ αυτό και το κίνημα δεν αφορά αποκλειστικά τον ΙΔΕΑ. Μεταξύ των στασιαστών υπήρχαν και ΙΔΕΑτες και στελέχη που δεν ήταν μέλη του Δεσμού. Από την άλλη μεριά, γνωστά μέλη της οργάνωσης, όπως ο συνταγματάρχης Κορακάς, διοικητής του Κέντρου Τεθωρακισμένων (θέση που κατείχε ο Στ. Παττακός το 1967), ή ο προαναφερθείς συνταγματάρχης Γωγούσης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Το κίνημα απέτυχε γιατί δεν είχε την υποστήριξη οιουδήποτε θεσμικού ή εξωθεσμικού παράγοντα, αλλά και γιατί δεν ήταν σοβαρά οργανωμένο. Κανείς απ’ τους ηγέτες της στάσης δεν σκέφθηκε να ζητήσει την κινητοποίηση της μεγαλύτερης μονάδας του Ελληνικού Στρατού, του Γ΄ Σώματος, του οποίου ο επιτελάρχης (ταξίαρχος Αθ. Φροντιστής) ανήκε στον Δεσμό. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, πως οι κινηματίες δεν επιχείρησαν να συλλάβουν την πολιτειακή, πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία: ακόμη και η κατάληψη των ραδιοσταθμών έγινε για να μην ανακοινωθεί ξανά η παραίτηση του Παπάγου, όχι για να απευθυνθούν στον λαό.
Ωστόσο, η στασιαστική αυτή εκδήλωση άφησε κάποιες βαθιές πληγές. Η εικόνα των Ενόπλων Δυνάμεων ως Παλλαδίου του Εθνους, ως κατ’ εξοχήν συμβόλου ενότητας, τα επόμενα χρόνια αμαυρώθηκε με τη διαμάχη γύρω από το κίνημα και τον ρόλο του ΙΔΕΑ. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι στο εσωτερικό του στρατεύματος υπήρχαν δυνάμεις που δεν προσέβλεπαν στο Στέμμα ως πόλο επιρροής και αναζητούσαν προστασία σε άλλες ηγετικές παρουσίες. Τέλος, σε καθαρά «επιχειρησιακό» επίπεδο, το κίνημα του 1951 απέδειξε ότι μια ομάδα αποφασισμένων μεσαίων αξιωματικών, που κατείχε θέσεις-κλειδιά, ειδικά στην Αττική, μπορούσε να φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων τους στρατηγούς. Ηταν ένα μάθημα που, δυστυχώς, έλαβαν και αξιοποίησαν αλάνθαστα οι συνωμότες του 1967.

* Ο κ. Δημήτρης Παπαδιαμάντης είναι διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Εθνικού - Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.