Τι κατάλαβε λάθος η Ευρώπη σχετικά με την NSA
Και γιατί η τρομοκρατία θα μπορούσε να της αλλάξει άποψη για την κατασκοπία
Michèle Flournoy και Adam I. Klein
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Κατά τα τελευταία αρκετά χρόνια, καθώς η Δυτική Ευρώπη έχει πληγεί από απανωτές ισλαμικές τρομοκρατικές επιθέσεις, η Γερμανία έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό την βία. Αλλά η προσφυγική κρίση και η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) φαίνεται να έχουν διακόψει την καλή τύχη της Γερμανίας.
Σε διάστημα μιας εβδομάδας, τον Ιούλιο, ένας 17χρονος αιτών άσυλο Αφγανός επιτέθηκε σε πέντε επιβάτες τρένου με ένα τσεκούρι στην βαυαρική πόλη Würzburg˙ ένας αιτών άσυλο Σύρος τοποθέτησε μια βόμβα έξω από ένα μουσικό φεστιβάλ σε άλλη βαυαρική πόλη, το Ansbach, τραυματίζοντας 15˙ ένας 18χρονος Γερμανός ιρανικής καταγωγής σφαγίασε εννέα άτομα σε ένα εμπορικό κέντρο στο Μόναχο˙ και ένας 21χρονος αιτών άσυλο Σύριος χρησιμοποίησε μαχαίρι για να δολοφονήσει μια ντόπια γυναίκα στο Reutlingen η οποία είχε απορρίψει τις προτάσεις του. Οι δύο τελευταίες επιθέσεις δεν είχαν καμία εμφανή σχέση με ξένες τρομοκρατικές ομάδες. Αλλά η διαδοχή των βίαιων επεισοδίων, που όλες συνδέονται με κάποιο τρόπο με την Μέση Ανατολή, έχει δημιουργήσει μια αίσθηση πολιορκίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δώσει, και θα συνεχίσουν να δίνουν σημαντική στήριξη στους Ευρωπαίους συμμάχους τους καθώς ερευνούν τις τρομοκρατικές επιθέσεις και προσπαθούν να διαλύσουν μελλοντικές συνωμοσίες. Μεγάλο μέρος αυτής της βοήθειας προϋποθέτει παρακολούθηση των επικοινωνιών των τρομοκρατών. Και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου γίνεται από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA).
Ωστόσο, πολλοί Ευρωπαίοι βλέπουν την NSA ως περισσότερο εχθρό παρά φίλο. Αυτό είναι ένα απομεινάρι των αποκαλύψεων του 2013 από τον πρώην κυβερνητικό συμβασιούχο Edward Snowden σχετικά με την έκταση των δραστηριοτήτων παρακολούθησης της NSA, οι οποίες προκάλεσαν εκτεταμένη οργή μεταξύ των πολιτών της Ευρώπης. Οι αποκαλύψεις άφησαν επίσης τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες να προσπαθούν να καθησυχάσουν τους ξένους πελάτες τους ότι τα προϊόντα τους δεν έχουν πειραχτεί από την NSA. Ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες, ελπίζοντας να κερδίσουν δουλειές, ενθάρρυναν την πεποίθηση ότι ήταν [«πειραγμένα»].
Η δυσπιστία που προκλήθηκε από τις διαρροές του Σνόουντεν συνεχίζει να βλάπτει τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, τον περασμένο Οκτώβριο, σε μια υπόθεση που προέκυψε από τις αποκαλύψεις, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ακύρωσε την συμφωνία U.S.-EU Safe Harbor, η οποία επέτρεπε στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να μεταφέρουν τα δεδομένα των πελατών τους από την Ευρώπη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διάλυση της Safe Harbor έχει ήδη κοστίσει στις αμερικανικές εταιρείες εκατομμύρια σε νομικά έξοδα και άλλες δαπάνες συμμόρφωσης. Εάν η αντικαταστάτρια συμφωνία αποτύχει επίσης, τα χωρίς σύνορα επιχειρηματικά μοντέλα των αμερικανικών παγκόσμιων εταιρειών του Διαδικτύου θα μπορούσαν να βρεθούν σε κίνδυνο.
Τα καλά νέα είναι ότι οι πολιτικές δυναμικές γύρω από τα θέματα παρακολούθησης στην Ευρώπη έχουν ήσυχα αλλάξει, κάτι που είχε ξεκινήσει να γίνεται ακόμη και πριν από τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις. Οι πιο σημαντικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα στην Γερμανία, την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και ηγέτιδα της κοινής γνώμης σε θέματα δεδομένων της ιδιωτικής ζωής. Η αντίδραση μετά τον Σνόουντεν μεταξύ των Γερμανών ήταν ιδιαίτερα σοβαρή -δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένων των επίμονων αναμνήσεων από τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις από την Στάζι της Ανατολικής Γερμανίας και εκείνες της ναζιστικής εποχής. Ως αποτέλεσμα, πολλοί Γερμανοί βλέπουν το απόρρητο των δεδομένων τους ως θεμελιώδες δικαίωμα και είναι εγγενώς καχύποπτοι έναντι των μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Για το λόγο αυτό, ίσως το πιο συγκλονιστικό από τις αποκαλύψεις του Snowden ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υποκλέψει επικοινωνίες από το κινητό τηλέφωνο της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ. Πολλοί από τους πιστά διατλαντιστές της Γερμανίας, οι οποίοι είχαν εργαστεί επί δεκαετίες για να υπερασπιστούν την αμερικανο-γερμανική συμμαχία κατά της εγχώριας κριτικής, το εξέλαβαν αυτό ως μια προσωπική προδοσία. Η Μέρκελ είπε: «Κατασκοπία μεταξύ φίλων, απλά δεν γίνεται».
Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι όχι μόνο γίνεται, αλλά η Γερμανία το είχε κάνει αυτό, επίσης. Ως αντίδραση στις αποκαλύψεις του Snowden, το κοινοβούλιο της Γερμανίας, η Bundestag, δημιούργησε μια ερευνητική επιτροπή για να μελετήσει τις δραστηριότητες της NSA. Σε μια απροσδόκητη τροπή, οι κυριότερες αποκαλύψεις της επιτροπής κατέληξαν να είναι σχετικά με την BND, την υπηρεσία εξωτερικών πληροφοριών της Γερμανίας. Για παράδειγμα, η επιτροπή διαπίστωσε ότι η BND είχε κάνει παρακολουθήσεις σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και διπλωματικές αποστολές, στα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ανθρωπιστικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, ακόμη και στην αποστολή του Βατικανού στο Βερολίνο.
Αυτή η στιγμή του αυτοελέγχου έφερε την ευκαιρία για μια πιο παραγωγική, λιγότερο συγκρουσιακή αμερικανο-γερμανική συζήτηση σχετικά με την πολιτική παρακολουθήσεων. Σε μια πρόσφατη σειρά συναντήσεων στο Βερολίνο με Γερμανούς κυβερνητικούς αξιωματούχους, ειδικούς της πολιτικής και των ατομικών ελευθεριών, βρήκαμε ότι η δίκαιη κριτική επί των πρακτικών των ΗΠΑ εξισορροπείτο από μια αναζωογονητική προθυμία να εξεταστούν οι πρακτικές των ΗΠΑ στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της BND. Και συναντήσαμε μια πιο ρεαλιστική στάση απέναντι στην ηλεκτρονική παρακολούθηση και τον προσβαλλόμενο αλλά αναπόφευκτο ρόλο της στην σύγχρονη αντιτρομοκρατία.
Εν τω μεταξύ, η κοινή γνώμη στο Βέλγιο, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που απειλούνται από τζιχαντιστικές επιθέσεις, έγειρε δραματικά προς την ασφάλεια. Πρόσφατα, μια έρευνα της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης για τις αντιτρομοκρατικές δυνατότητες της Γαλλίας συνέστησε μια σημαντική αναδιάταξη των μυστικών υπηρεσιών και της αστυνομίας. «Σήμερα δεν μετράμε για αυτούς που μας επιτίθενται», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας. Η Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου πέρασε πρόσφατα τον αμφιλεγόμενο νόμο περί αρμοδιοτήτων έρευνας, που δίνει στις Αρχές σημαντικές νέες εξουσίες εποπτείας και απαιτεί από τις εταιρείες να βοηθήσουν τις Αρχές να σπάνε την κρυπτογράφηση σε ορισμένες περιπτώσεις. Η Γερμανία μπορεί τώρα να προχωρήσει σε μια παρόμοια κατεύθυνση. Σε μια Ευρώπη υπό συχνές επιθέσεις από το ISIS, η περισσότερη, όχι η λιγότερη, συλλογή δεδομένων και η ανταλλαγή πληροφοριών φαίνεται να είναι η εντολή που αρμόζει.
Και εδώ βρίσκεται μια ευκαιρία. Μια από τις διαρκείς απογοητεύσεις από την αμερικανική πλευρά των συζητήσεων ασφάλειας και επιτήρησης είναι ότι οι Ευρωπαίοι υποστηρικτές της προστασίας δεδομένων έχουν επικρίνει τις πρακτικές των ΗΠΑ, ενώ είναι απληροφόρητοι ή αγνοούν το γεγονός ότι οι μυστικές υπηρεσίες των χωρών τους κάνουν παρόμοια πράγματα και ακόμα ότι υπόκεινται σε λιγότερους νομικές περιορισμούς και λιγότερο έλεγχο από όσο η NSA. Οι αποκαλύψεις για τις δραστηριότητες της BND οδήγησαν τον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας να εισαγάγει ένα σχέδιο νόμου για την ρύθμιση των δραστηριοτήτων της ηλεκτρονικής παρακολούθησης της BND. Κάνοντας αυτές τις εξουσίες ξεκάθαρες, ο νέος νόμος θα επιτρέψει στους Αμερικανούς και τους Γερμανούς να συγκρίνουν τις εξουσίες των αντίστοιχων μυστικών υπηρεσιών τους και τα καθεστώτα ελέγχου που τους εποπτεύουν.
Αυτό είναι μια σύγκριση που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να καλωσορίσουν. Ο νόμος θα δώσει στην BND εκτεταμένες εξουσίες για την διεξαγωγή παρακολούθησης στο Διαδίκτυο και για να συλλέγει και να διατηρεί τα δεδομένα Αμερικανών και άλλων μη-Ευρωπαίων. Ούτε το σχέδιο νόμου ούτε οποιαδήποτε δεδηλωμένη πολιτική ανταποδίδει τις προστασίες που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα χορήγησε στους Γερμανούς (και άλλους αλλοδαπούς) στο πλαίσιο της Προεδρικής Πολιτικής Οδηγίας 28. Και οι Αμερικανοί δεν πήραν καμία από τις εγγυήσεις που οι Ευρωπαίοι απαίτησαν για τους πολίτες τους στη νέα συμφωνία Privacy Shield , η οποία πρόκειται να αντικαταστήσει την Safe Harbor.
Ωστόσο, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προσφέρει (και, στην Privacy Shield προσφέρουν) στους Ευρωπαίους μεγαλύτερη προστασία από την αμερικανική παρακολούθηση από όση οι Αμερικανοί απολαμβάνουν από την ευρωπαϊκή παρακολούθηση, αυτές οι μονόδρομες παραχωρήσεις δεν είναι ευρέως γνωστές και έχουν δημιουργήσει λίγη καλή θέληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε να διορθώσει αυτό το πρόβλημα με το να προτείνει την διεξαγωγή πολιτικού διαλόγου σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την παρακολούθηση μεταξύ πρόθυμων συμμάχων και εταίρων με παρόμοιες κουλτούρες κανόνων δικαίου. Κάνοντας αυτό, θα πρέπει να περιμένουμε άλλες χώρες να επεκτείνουν για τους Αμερικανούς τις ίδιες δεσμεύσεις που η Ουάσιγκτον αναλαμβάνει για τους πολίτες τους. Μια τέτοια διπλωματική πρωτοβουλία θα ήταν ένας λογικός, μετριοπαθής τρόπος να αποδειχθεί η καλή πίστη, ενώ θα τονίζονται οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί μετά τις διαρροές Snowden.
Η ηγέτις των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, χρησιμοποιεί το κινητό της καθώς κοιτάζει έξω από το παράθυρο του γραφείου της στην καγκελαρία, στο Βερολίνο, στις 22 Νοεμβρίου 2005. FABRIZIO BENSCH / REUTERS
Ένα δεύτερο παράπονο που συχνά διατυπώνεται από Αμερικανούς αξιωματούχους της εθνικής ασφάλειας είναι ότι ακόμη και καθώς οι αξιωματούχοι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την ιδιωτικότητα κατακεραύνωναν δημοσίως τις παρακολουθήσεις της NSA, οι υπηρεσίες ασφαλείας των ίδιων των κυβερνήσεών τους ζητούσαν ήσυχα από τους Αμερικανούς ομολόγους τους πληροφορίες για ύποπτους τρομοκράτες. Αυτό παράγει μια στρεβλή κατανόηση των συνεπειών των πρακτικών [συλλογής] πληροφοριών από τις ΗΠΑ στο ευρωπαϊκό κοινό. Ωστόσο, με τις τζιχαντιστικές επιθέσεις να χτυπούν στην καρδιά της Ευρώπης, οι πολιτικές δυναμικές έχουν μετατοπιστεί, μέχρι το σημείο που οι Ευρωπαίοι ηγέτες αισθάνονται άνετα να διαλαλούν δημόσια την ενισχυμένη ανταλλαγή πληροφοριών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως έκανε ο Τόμας Ντε Μεζιέρ, υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας, νωρίτερα φέτος.
Εδώ πάλι, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια καλή ιστορία να πουν, εφόσον επιλέξουν να το πράξουν. Για παράδειγμα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015, ο Λευκός Οίκος ανέπτυξε ομάδες ειδικών της αντιτρομοκρατίας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «για να βοηθήσουν τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους να καλύψουν τις άμυνες και τα σύνορά τους», όπως αναφέρεται από τους New York Times. Οι επιθέσεις στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο και ο απόηχός τους απεικονίζει μόνο πόσο πολύ χρειαζόταν η υποστήριξη αυτή, και παραμένει [αναγκαία].
Δυστυχώς, η βοήθεια αυτή, όπως σημείωσε η εφημερίδα New York Times, «πέρασε απαρατήρητη». Φυσικά, ετούτες οι δραστηριότητες είναι ό,τι πρέπει να γίνεται και θα πρέπει να συνεχιστούν ανεξάρτητα από το αν δημιουργούν ευνοϊκή δημοσιότητα. Ωστόσο, είναι επίσης προς το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ, οι πολίτες της Ευρώπης να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση του πώς το μοίρασμα των πληροφοριών -συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που προκύπτουν από την NSA- βοηθά στην προστασία τους από την τρομοκρατία. Η διασφάλιση ότι τα οφέλη αυτά είναι ευρύτερα γνωστά μπορεί να βοηθήσει στην μείωση του σκεπτικισμού σχετικά με τις αμερικανικές δραστηριότητες [συλλογής] πληροφοριών -σκεπτικισμός που συνεχίζει να βλάπτει τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αποδεικνύει η ιστορία [της συμφωνίας] Safe Harbor.
Θα πρέπει να είναι αυτονόητο ότι μια περιοδεία δημοσίων σχέσεων που θα διαλαλεί την αμερικανική βοήθεια στην αντιτρομοκρατία θα ήταν δυσάρεστη και αντιπαραγωγική. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι προσεκτικές για να μην υπαινιχθούν ότι η αντιτρομοκρατία είναι ο μοναδικός σκοπός της συλλογής σημάτων-πληροφοριών από τους Αμερικανούς. Αυτό δεν είναι αλήθεια, και η Ουάσινγκτον θα χάσει την αξιοπιστία της υπονοώντας κάτι διαφορετικό. Τούτου λεχθέντος, είναι σίγουρα ένας σημαντικός σκοπός, και υπάρχουν τρόποι για την ενίσχυση της επίγνωσης του κοινού της Ευρώπης για την αξία των πληροφοριών των ΗΠΑ σχετικά με την ασφάλειά τους, χωρίς έπαρση ή υπερβολές για αυτήν την υπόθεση.
Τουλάχιστον, η αμερικανική κοινότητα των πληροφοριών θα πρέπει, με όσο περισσότερη εξειδίκευση επιτρέπει η εθνική ασφάλεια, να προσφέρουν μεγαλύτερη λεπτομέρεια σχετικά με το πόσα και τι είδους δεδομένα αντιτρομοκρατίας μοιράζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες με τους Ευρωπαίους εταίρους τους, καθώς και τα είδη των πληροφοριών που λαμβάνουν από αυτούς. Επιπλέον, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει την αξιέπαινη πρακτική της κυβέρνησης Ομπάμα για την αποστολή των «κύματος ομάδων» Αμερικανών ειδικών της αντιτρομοκρατίας στους Ευρωπαίους εταίρους όταν χρειάζεται, και θα πρέπει να εξετάσει την ενίσχυση της προβολής των προσπαθειών αυτών, καθιστώντας τους Αμερικανούς πρέσβεις και τους ανώτερους αξιωματούχους της εθνικής ασφάλειας διαθέσιμους να τα συζητήσουν με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Γενικότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους θα πρέπει να είναι πιο διαφανείς σχετικά με το περιεχόμενο και τους σκοπούς της συνεργασίας των υπηρεσιών πληροφοριών τους, κάτι που ήταν μια βασική πηγή διαμάχης μετά τις αποκαλύψεις του Snowden. Η μεγαλύτερη διαφάνεια μπορεί να βοηθήσει να καθησυχαστεί το κοινό ότι οι διακυβερνητικές συνεργασίες περιορίζονται σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος και δεν χρησιμοποιούνται για την παράκαμψη των νόμων που διέπουν την εγχώρια παρακολούθηση. Οι ανταλλαγές μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών παρατηρητηρίων των πολιτικών ελευθεριών είναι ένας άλλος τρόπος για να αποδειχθεί πιο αξιόπιστα ότι τέτοιες συνεργασίες λαμβάνουν επαρκή έλεγχο. Τέλος, με δεδομένο το κύμα των μεταρρυθμίσεων των υπηρεσιών πληροφοριών που σαρώνει την Ευρώπη στον απόηχο των πρόσφατων επιθέσεων, η επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε να εμπλέξει τα μέλη και το προσωπικό της Επιτροπής 9/11 [στμ: Επιτροπή για την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2011], μαζί με αξιωματούχους του Κογκρέσου και του εκτελεστικού κλάδου που εργάστηκαν για τις μετά την 11η Σεπτεμβρίου μεταρρυθμίσεις των υπηρεσιών πληροφοριών, ώστε να μοιραστούν με τους Ευρωπαίους ομολόγους τα μαθήματα που αντλήθηκαν από αυτές τις προσπάθειες.
Η συμβατική σοφία θεωρεί ότι οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν άνοιξαν ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης για τις παρακολουθήσεις και το απόρρητο των δεδομένων. Αυτό μπορεί να ίσχυε το 2013, αλλά η δυναμική στην Ευρώπη αλλάζει με σημαντικό τρόπο. Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία που έχουν δημιουργήσει αυτές οι αλλαγές.
* Η MICHÈLE A. FLOURNOY είναι διευθύνουσα σύμβουλος στο Κέντρο για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια (CNAS) και πρώην υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για τις πολιτικές.
Ο ADAM I. KLEIN είναι επισκέπτης συνεργάτης στο CNAS και συνεργάτης για τις Διεθνείς Υποθέσεις στο Council on Foreign Relations.
(Στην πρώτη φωτογραφία : Μια γενική άποψη της μεγάλης πρώην βάσης παρακολούθησης της αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) στο Bad Aibling, νότια του Μονάχου, στις 18 Ιουνίου 2013. MICHAELA REHLE / REUTERS)
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2016-08-02/what-europe-g...