Ο κόκκινος Γουάιτ
Γιατί ένας από τους πατέρες του μεταπολεμικού καπιταλισμού κατασκόπευε υπέρ των σοβιετικών
By Benn Steil
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της επακόλουθης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, έχει γίνει κοινός τόπος για πολιτικούς, ειδήμονες και οικονομολόγους να επικαλούνται τη μνήμη του Bretton Woods.
Τον Ιούλιο του 1944, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκπρόσωποι από 44 χώρες συγκεντρώθηκαν σε αυτή την απομακρυσμένη πόλη του New Hampshire για να δημιουργήσουν κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν: ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα που θα διοικείται από έναν διεθνή οργανισμό. Ο «κανόνας του χρυσού» από τα τέλη του 19ου αιώνα, το οργανικό θεμέλιο της πρώτης μεγάλης οικονομικής παγκοσμιοποίησης, είχε καταρρεύσει κατά τη διάρκεια του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου. Οι προσπάθειες για να αναβιώσει τη δεκαετία του 1920 αποδείχθηκαν καταστροφικά ανεπιτυχείς. Οι οικονομίες και το εμπόριο κατέρρευσαν. Οι διασυνοριακές εντάσεις βρίσκονταν στα ύψη. Στη δεκαετία του 1930, διεθνιστές στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν τις αδυναμίες του διεθνούς οικονομικού συστήματος, μια για πάντα. Σύμφωνα με τα λόγια του Harry Dexter White, τότε ελάχιστα γνωστού αξιωματούχου του Υπ. Οικονομικών ο οποίος έγινε ο -όχι και τόσο αναμενόμενος- αρχιτέκτονας του συστήματος του Bretton Woods, είχε έρθει η ώρα να οικοδομηθεί ένα «New Deal για έναν νέο κόσμο».
Δουλεύοντας παράλληλα και σε μια ακανθώδη συνεργασία με τον Βρετανό ομόλογό του, τον επαναστατικό οικονομολόγο Τζον Μάυναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes), ο Γουάιτ έθεσε ως στόχο να δημιουργήσει τις οικονομικές βάσεις για μια βιώσιμη μεταπολεμική παγκόσμια ειρήνη. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη από τις αγορές, αλλά και λιγότερα προνόμια για να μην μπορούν να τις χειραγωγούν ώστε να προσπορίζονται εμπορικά κέρδη. Το εμπόριο στο μέλλον θα αξιοποιηθεί για την εξυπηρέτηση της πολιτικής συνεργασίας με τον τερματισμό των ελλείψεων σε χρυσό και δολάρια. Οι κερδοσκόποι που τροφοδότησαν (και επωφελήθηκαν από) τους φόβους αυτών των ελλείψεων θα αλυσοδένονταν από τους περιορισμούς που θα τίθεντο στις ξέφρενες διασυνοριακές ροές κεφαλαίων. Τα επιτόκια θα καθορίζονται από κυβερνητικούς εμπειρογνώμονες εκπαιδευμένους στη νέα ισχυρή πειθαρχία της μακροοικονομίας, στην ίδρυση της οποίας ο Κέυνς είχε καθοριστικό ρόλο. Ένα νεοσυσταθέν Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) θα διασφαλίσει ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν χειραγωγούνται για να δημιουργηθεί κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Το πιο σημαντικό, εκκολαπτόμενοι δικτάτορες ποτέ πια δεν θα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν εμπόδια στο εμπόριο και τις συναλλαγματικές ροές ως εργαλεία οικονομικής επιθετικότητας, καταστρέφοντας τους γείτονές τους και να ρίχνοντας λάδι στη φωτιά του πολέμου.
Παρ’ ότι ποτέ δεν κατείχε κανέναν επίσημο τίτλο κάποιας σημασίας, ο Γουάιτ είχε πετύχει μέχρι το 1944 να έχει αδικαιολόγητα ευρεία επιρροή επί της αμερικανικής εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής. Απρόθυμα σεβαστός από τους συναδέλφους του εγχωρίως και τους ομολόγους του στο εξωτερικό για την τραχιά ευφυΐα του, την προσοχή του στη λεπτομέρεια, το διαρκές κίνητρό του και την ικανότητα του στη χάραξη πολιτικής, ο Γουάιτ έκανε ελάχιστη προσπάθεια να είναι αρεστός. «Δεν έχει την παραμικρή ιδέα πώς να συμπεριφέρεται ή να τηρεί τους κανόνες μιας πολιτισμένης συνεύρεσης», γκρίνιαζε ο Κέυνς. Αλαζόνας και τρομακτικός, ο Γουάιτ ήταν επίσης νευρωτικός και ανασφαλής, έχοντας πάντα σαφή επίγνωση ότι η αδύναμη θέση του στην Ουάσιγκτον εξαρτάτο εξ ολοκλήρου από την ικανότητά του να κρατά εξοπλισμένο με δραστικές πολιτικές τον υπουργό Οικονομικών Henry Morgenthau, έναν έμπιστο του προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ με περιορισμένο μυαλό,. Ο Γουάιτ αρρώσταινε συχνά από άγχος πριν από διαπραγματεύσεις με τον Κέυνς, και στη συνέχεια εκρήγνυτο κατά τη διάρκειά τους. «Εμείς θα προσπαθήσουμε», ξεστόμισε ο Γουάιτ κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα έντονης σύσκεψης, «να παραγάγουμε κάτι που η υψηλότητά σας θα μπορεί να καταλάβει».
Όμως, ως ο επικεφαλής αρχιτέκτονας του Bretton Woods, ο Γουάιτ διαχειρίστηκε τον πολύ πιο ευφυή Βρετανό ομόλογό του, διακρίνοντας τον εαυτό του ως έναν αδιάλλακτο εθνικιστή που θα μπορούσε να εξάγει κάθε πλεονέκτημα από την τεκτονική μετατόπιση στις γεωπολιτικές συνθήκες που τέθηκαν σε κίνηση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γουάιτ έθεσε τις βάσεις για μια δολαριοκεντρική μεταπολεμική τάξη, αντιθετική στα μακροχρόνια βρετανικά συμφέροντα, ιδιαίτερα δεδομένου ότι σχετίζονταν με την κατάρρευση της αποικιακής αυτοκρατορίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακόμα και οι στενότεροι συνεργάτες του Γουάιτ δεν γνώριζαν, ωστόσο, ότι το μεταπολεμικό όραμά του περιλάμβανε μια πολύ πιο ριζική αναδιάταξη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, με επίκεντρο τη δημιουργία μιας μόνιμης στενής συμμαχίας με τη νέα ευρωπαϊκή ανερχόμενη δύναμη – την Σοβιετική Ένωση. Και σίγουρα οι περισσότεροι δεν γνώριζαν ότι ο Γουάιτ ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει έκτακτα μέσα για την επίτευξή της.
Κατά τη διάρκεια 11 ετών, αρχής γενομένης από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Γουάιτ ενήργησε ως τυφλοπόντικας των Σοβιετικών, δίνοντάς τους μυστικές πληροφορίες και συμβουλές για το πώς να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση Ρούσβελτ και υποστηρίζοντάς τους κατά τη διάρκεια εσωτερικών πολιτικών συζητήσεων. Ο Γουάιτ ήταν πιθανώς πιο σημαντικός για τις σοβιετικές υπηρεσίες πληροφοριών από τον Alger Hiss, τον αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος ήταν ο πιο διάσημος κατάσκοπος στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου.
Η αλήθεια σχετικά με τις ενέργειες του Γουάιτ ήταν ξεκάθαρη για τουλάχιστον 15 χρόνια τώρα, αλλά οι ιστορικοί παραμένουν βαθιά διχασμένοι σχετικά με τις προθέσεις του και την κληρονομιά του, αμήχανοι από το χάσμα μεταξύ των δημόσιων απόψεων του Γουάιτ για την πολιτική οικονομία, οι οποίες ήταν γενικά προοδευτικές και κεϋνσιανές, και της παράνομης συμπεριφοράς του για λογαριασμό των Σοβιετικών. Μέχρι πρόσφατα, η υπόθεση Γουάιτ έμοιαζε με έναν μυστήριο φόνο με μάρτυρες και ένα όπλο, αλλά χωρίς σαφές κίνητρο.
Τώρα έχουμε ένα. Το πιο κοντινό πράγμα στον χαμένο κρίκο ανάμεσα στον επίσημο Γουάιτ και τον μυστικό Γουάιτ είναι ένα ανέκδοτο χειρόγραφο δοκίμιο σε κίτρινο γραμμωτό επιστολόχαρτο που βρέθηκε θαμμένο σε έναν μεγάλο φάκελο από διάφορα ορνιθοσκαλίσματα στα αρχεία του Γουάιτ στο Πανεπιστήμιο Princeton. Προφανώς παραβλεφθέν από τους προηγούμενους χρονικογράφους του, παρέχει ένα συναρπαστικό παράθυρο πάνω στις προσδοκίες και τη νοοτροπία αυτού του φιλόδοξου, πνευματικά υπερτιμημένου στο ύψος της δύναμής του, το 1944.
Στο δοκίμιο, με τον ομιχλώδη τίτλο «Political-Economic Int. of Future», ο Γουάιτ περιγράφει έναν μεταπολεμικό κόσμο στον οποίο το σοβιετικό σοσιαλιστικό μοντέλο οικονομικής οργάνωσης, αν και δεν υποκαθιστά τον αμερικανικό φιλελεύθερο καπιταλισμό, θα είναι ανοδικό. «Σε κάθε περίπτωση», υποστηρίζει, «η αλλαγή θα είναι προς την κατεύθυνση της αύξησης του [κυβερνητικού] ελέγχου επί της βιομηχανίας, και της αύξησης των περιορισμών σχετικά με τις δραστηριότητες του ανταγωνισμού και της ελεύθερης επιχείρησης». Ενώ ο Γουάιτ πίστευε στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνεχώς υποβάθμιζε τόσο την έλλειψη της ατομικής ελευθερίας στη Σοβιετική Ένωση («Η τάση στη Ρωσία φαίνεται να είναι προς τη μεγαλύτερη ελευθερία της θρησκείας .... Το σύνταγμα της ΕΣΣΔ εγγυάται αυτό το δικαίωμα») όσο και τον τυχοδιωκτισμό των Σοβιετικών στην εξωτερική και αμυντική πολιτική» («Η πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Ρωσία [είναι] να μην υποστηρίζει ενεργά [επαναστατικά σοσιαλιστικά] κινήματα σε άλλες χώρες»).
Στο δοκίμιο, ο Γουάιτ υποστηρίζει ότι η Δύση είναι υποκριτική στη δαιμονοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρότρυνε τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσελκύσουν τους σοβιετικούς σε μια σφιχτή στρατιωτική συμμαχία, προκειμένου να αποτρέψουν μια ανανεωμένη γερμανική και ιαπωνική επιθετικότητα. Όμως, μια τέτοια συμμαχία, θρηνούσε ο Γουάιτ, αντιμετώπιζε σοβαρά εμπόδια: «καλπάζοντα ιμπεριαλισμό» στις Ηνωμένες Πολιτείες, κρυμμένο κάτω από «μια ποικιλία πατριωτικών μανδυών», την «πολύ ισχυρή Καθολική ιεραρχία» της χώρας η οποία θα μπορούσε να «βρει μια συμμαχία με τη Ρωσία απεχθή», και ομάδες «φοβισμένες ότι οποιαδήποτε συμμαχία με μια σοσιαλιστική χώρα δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το σοσιαλισμό και ως εκ τούτου να αποδυναμώσει τον καπιταλισμό».
Αφού απόδιωξε την εσωτερική πολιτική, τη θρησκεία, και την εξωτερική πολιτική ως ειλικρινείς πηγές της Δυτικής αντίθεσης με τη Σοβιετική Ένωση, ο Γουάιτ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πραγματική βάση της σύγκρουσης πρέπει να είναι η οικονομική ιδεολογία. «Πρόκειται ουσιαστικά για την αντίθεση του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό», γράφει. «Εκείνοι που πιστεύουν σοβαρά στην ανωτερότητα του καπιταλισμού έναντι του σοσιαλισμού» - μια ομάδα από την οποία ο Γουάιτ εξαιρούσε προφανώς τον εαυτό του – «φοβούνται την Ρωσία ως πηγή της σοσιαλιστικής ιδεολογίας». Τελειώνει τότε το δοκίμιό του με αυτό που, προερχόμενο από τον πιο σημαντικό οικονομικό στρατηγιστή της κυβέρνησης των ΗΠΑ, μπορεί να περιγραφεί μόνο ως ένα εκπληκτικό συμπέρασμα: «Η Ρωσία είναι η πρώτη φάση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας σε δράση. Και λειτουργεί!».
Αποδεικνύεται ότι ο επικεφαλής σχεδιαστής της μεταπολεμικής καπιταλιστικής παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής έβλεπε την Σοβιετική συμπεριφορά μέσα από ροζ γυαλιά, όχι απλώς και μόνο επειδή πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν ένας ζωτικής σημασίας σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά επειδή επίσης πίστευε με πάθος στην επιτυχία του τολμηρού σοβιετικού πειράματος με το σοσιαλισμό.
ΟΧΙ ΑΠΛΟΣ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Ο θαυμασμός του Γουάιτ για το σοβιετικό οικονομικό σύστημα είναι εντυπωσιακός, καθώς προέρχεται από μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της πολιτικής στην Ουάσιγκτον του 1940. Ωστόσο, δεν ήταν έξω από το πλαίσιο της εποχής του. Ο Γουάιτ ανήκε σε μια γενιά Ρωσόφιλων συγγραφέων και δημοσίων υπαλλήλων που ενηλικιώθηκαν διανοητικά μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, σε μια περίοδο που σημαδεύτηκε από πολιτική αναταραχή, τη Μεγάλη Ύφεση και την κατάρρευση των διεθνών εμπορικών και νομισματικών συστημάτων. Ολόκληρη η παγκόσμια τάξη φαινόταν να είναι σε κίνηση. Για πολλούς παρατηρητές, η ριζοσπαστική κοινωνική, οικονομική και πολιτική αλλαγή ήταν αναπόφευκτη. Για κάποιους, η αναταραχή ήταν επίσης μια πρόσκληση σε δράση - μέσα και έξω από τα παραδοσιακά όρια της εθνικής πολιτικής.
Ως νέος άνθρωπος, ο Γουάιτ ήταν ένας παθιασμένος υποστηρικτής του Robert La Follette, της περίεργης προσωπικότητας που κατέβηκε ως ο πρώτος υποψήφιος του Προοδευτικού Κόμματος για την προεδρία το 1924. Ο La Follette έκανε έκκληση για ισχυρή κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία των ΗΠΑ και καταδίκασε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στην Λατινική Αμερική. Ο Γουάιτ είχε έναν μακρόχρονο ενθουσιασμό για τον Σοβιετικό οικονομικό σχεδιασμό, έχοντας αποφασίσει το 1933, λίγο μετά αφότου έγινε καθηγητής Οικονομικών σε αυτό που ήταν τότε το Lawrence College, στο Wisconsin, να προσπαθήσει να πάει στη Σοβιετική Ένωση για τη μελέτη του συστήματος. Παρέκλινε από αυτό το σχέδιο μόνο μετά από την πρόσκληση να εργαστεί για μια μελέτη νομισματικής μεταρρύθμισης στο Υπουργείο Οικονομικών. Λίγο μετά την άφιξή του στην Ουάσιγκτον το 1934, ο ίδιος ο Γουάιτ έμπλεξε τον εαυτό του σε έναν ιστό από συνοδοιπόρους που εργάζονταν υπογείως για τους σοβιετικούς. Πρόθυμος για επιρροή και αντίθετος με τα γραφειοκρατικά εμπόδια στην δράση, ο Γουάιτ ξεκίνησε την επικίνδυνη διπλή ζωή που προσέλκυσε πολλούς από τους συγχρόνους του στην Ουάσιγκτον τις δεκαετίες του 1930 και του 1940.
Σύμφωνα με τον Whittaker Chambers, έναν αγγελιαφόρο μεταξύ των Σοβιετικών υπηρεσιών πληροφοριών και των μυστικών πηγών τους εντός της αμερικανικής κυβέρνησης, η παράνομη εργασία του Γουάιτ ξεκίνησε το 1935. Ένας ιδεαλιστής ο οποίος οραματίστηκε ένα μέλλον στο οποίο οι παγκόσμιες υποθέσεις θα διευθετούνται από φωτισμένους τεχνοκράτες όπως ο ίδιος, ο Γουάιτ φάνηκε να χαιρετίζει την ευκαιρία να επισπεύσει αυτό το μέλλον συνεργαζόμενος με μυστικούς «στρατιώτες» όπως ο Chambers. Το επίσημο καθεστώς του Γουάιτ στην κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν κατώτερο από ό, τι πίστευε ότι άξιζε το ταλέντο του, και λαχταρούσε την αναγνώριση που του προσέδιδαν τέτοιοι συνεταιρισμοί. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Τσάμπερς, ο Γουάιτ δεν θα έπαιρνε εντολές από τη Μόσχα. Εργάστηκε με τους δικούς του όρους. Δεν εντάχθηκε σε υπόγειες κινήσεις. Εργαζόμενος μέσω μεσαζόντων που ήταν κοντά του, ο Γουάιτ εξασφάλισε στον Τσάμπερς επίσημα έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών, τα οποία, αφότου ο Τσάμπερς τα φωτογράφησε στο εργαστήριό του στη Βαλτιμόρη, ο Γουάιτ τα επέστρεψε μέσω των ίδιων διαύλων. Ο Γουάιτ προετοίμαζε επίσης εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερα υπομνήματα για τον Τσάμπερς συνοψίζοντας αυτά που θεωρούσε χρήσιμες πληροφορίες.
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Χάρι ήταν κοντά στους Ρώσους», θυμόταν ο συνάδελφος του Γουάιτ στο Υπουργείο Οικονομικών, Edward Bernstein, δεκαετίες μετά το Bretton Woods. Και «ταίριαζε ακριβώς στον Χάρι να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να δίνει συμβουλές σε όλους». Αλλά γιατί ο Γουάιτ προχώρησε τόσο πολύ πέρα από την απλή παροχή συμβουλών;
Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, ένας εκπληκτικός αριθμό Αμερικανών αξιωματούχων προσέφεραν συγκεκαλυμμένη βοήθεια προς τους Σοβιετικούς, χωρίς να θεωρούν τους εαυτούς τους άπιστους στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ήταν», αναγνώρισε μια διάσημη κατάσκοπος που ομολόγησε, η Elizabeth Bentley, «ένα μάτσο αποπροσανατολισμένων ιδεαλιστών. Το έκαναν για κάτι που πίστευαν ότι ήταν σωστό .... Αισθάνονταν πολύ έντονα ότι ήμασταν σύμμαχοι με τη Ρωσία, ότι η Ρωσία έφερε το κύριο βάρος του πολέμου, ότι [η Ρωσία] πρέπει να έχει κάθε δυνατή βοήθεια, γιατί οι άνθρωποι μέσα από την κυβέρνηση ... δεν της έδιναν τα πράγματα που θα έπρεπε να της δώσουμε ... [πράγματα] που δίναμε στην Βρετανία και όχι σε αυτήν. Και αισθάνονταν ... ότι ήταν καθήκον τους, όντως, να πάρει η Ρωσία αυτά τα πράγματα».
Πάντως, ο Γουάιτ είχε αρχίσει τις προσπάθειές του πολύ πριν από τον πόλεμο, στα χρόνια αμέσως αφότου η Σοβιετική Ένωση εξασφάλισε την αμερικανική διπλωματική αναγνώριση, το 1933, και έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, το 1934. Κατά τα φαινόμενα, ο Γουάιτ πίστευε ότι η πολιτική των ΗΠΑ θα έπρεπε να κινηθεί προς την κατεύθυνση της βαθύτερης δέσμευσης με τη Μόσχα. Η συνεργασία του με τον Τσάμπερς τού επέτρεψε να δημιουργήσει σχέσεις καλής πίστης με την τότε ακόμα μυστηριώδη ξένη δύναμη, χρόνια πριν παρουσιαστούν οποιεσδήποτε επίσημες ευκαιρίες.
ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Όταν αυτές οι ευκαιρίες προέκυψαν τελικά, ο Γουάιτ τις εκμεταλλεύτηκε πλήρως. Η πιο σημαντική από αυτές ήρθε στις αρχές του 1944, όταν το Υπουργείο Οικονομικών άρχισε να σχεδιάζει ένα νόμισμα που θα χρησιμοποιηθεί στην κατεχόμενη μεταπολεμική Γερμανία. Οι Βρετανοί συμφώνησαν ότι το κατοχικό νόμισμα θα πρέπει να εκτυπωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά οι Σοβιετικοί απαίτησαν το δικαίωμα να εκτυπώσουν τα δικά τους χαρτονομίσματα, χρησιμοποιώντας ένα αντίγραφο των αμερικανικών μητρών. Αυτό, φυσικά, θα τους επέτρεπε να εκτυπώνουν γερμανικό χρήμα κατά το δοκούν. Υποστηρίζοντας τις απαιτήσεις των Σοβιετικών ενώπιον των συναδέλφων του στο Υπουργείο Οικονομικών, ο Γουάιτ, σύμφωνα με έναν από τους βοηθούς του, υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν είχαν κάνει αρκετά για τη Σοβιετική Ένωση και ότι αν οι Σοβιετικοί κέρδιζαν ως αποτέλεσμα αυτής της συναλλαγής, θα έπρεπε να είμαστε ευτυχείς να τους το δώσουμε ως δείγμα της εκτίμησής μας για τις προσπάθειές τους». Ο διευθυντής του Γραφείου Χαρακτικής και Εκτυπώσεων, Alvin Hall, είχε αντιταχθεί έντονα στο να δοθούν στους Σοβιετικούς οι μήτρες, κάτι που προκάλεσε μια άγρια επίπληξη από τον Γουάιτ. Τους Σοβιετικούς, επέμεινε, «πρέπει να τους εμπιστευθούμε στον ίδιο βαθμό και στην ίδια έκταση όπως και τους άλλους συμμάχους».
Ο Morgenthau είχε τοποθετήσει τον Γουάιτ υπεύθυνο τέτοιων θεμάτων, και ο Γουάιτ εξασφάλισε ότι οι Σοβιετικοί πήραν τις μήτρες των χαρτονομισμάτων. Το προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν ότι τύπωσαν μεγάλες ποσότητες. Οι Σύμμαχοι έθεσαν σε κυκλοφορία ένα σύνολο περίπου 10,5 δισεκατομμυρίων συμμαχικών μάρκων μεταξύ Σεπτεμβρίου 1944 και Ιουλίου 1945. Οι Σοβιετικοί τύπωσαν πιθανότατα περισσότερα από 78 δισ. Μεγάλο μέρος αυτών των μετρητών εξαγοραζόταν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στην σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία που υποστηρίχθηκε από τον Γουάιτ, με αποτέλεσμα οι Σοβιετικοί να απομυζήσουν αποτελεσματικά από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ περί τα 300 με 500 εκατομμύρια δολάρια, ή περίπου 4 με 6,5 δισεκατομμύρια σημερινά δολάρια. Ο Γουάιτ θέλησε να δώσει στους Σοβιετικούς ένα «δείγμα της εκτίμησής μας για τις προσπάθειές τους», και αυτό ήταν πράγματι ένα γενναιόδωρο.
Αλλά είχαν οι διασυνδέσεις του Γουάιτ καμία πραγματική επίδραση στην έκβαση του Bretton Woods; Παρά το γεγονός ότι το ευρύ «Σχέδιο του Γουάιτ» για το ΔΝΤ σαφώς δεν είχε κανένα αποτύπωμα της σοβιετικής νομισματικής σκέψης, καθώς δεν υπήρχε κανένας από την πλευρά τους για να μιλήσει σχετικά, ο Γουάιτ ήταν πολύ σχολαστικός με τις κωλυσιεργίες των Σοβιετικών στο ίδιο το συνέδριο - περισσότερο από ό, τι οποιοσδήποτε από τους αμερικανούς συναδέλφους του διαπραγματευτές, και πολύ περισσότερο από όσο οι Ευρωπαίοι, μερικοί από τους οποίους ήταν αγανακτισμένοι από τις συνέπειες της συμπεριφοράς του Γουάιτ. Ανήσυχος ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να επικυρώσει τις συμφωνίες του συνεδρίου, ο Γουάιτ έξι μήνες αργότερα πρότεινε την χορήγηση ενός αμερικανικού δανείου χαμηλού επιτοκίου, συνολικού ύψους 10 δισ. δολαρίων για την ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης - περισσότερο από τρεις φορές πάνω από αυτό που πρότεινε ως μεταβατική βοήθεια για το Ηνωμένο Βασίλειο. Το γεγονός ότι μια τέτοια πίστωση δεν προσεφέρθη τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε κατά της ένταξης της χώρας στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, όπως ο Γουάιτ φοβόταν ότι θα έκανε.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, είχε σχεδιάσει αρχικά να κάνει τον Γουάιτ τον πρώτο επικεφαλής του ΔΝΤ. Αν ο Γουάιτ είχε πάρει τη δουλειά, οι φιλο-σοβιετικές απόψεις του μπορεί να είχαν επηρεάσει τις εργασίες του οργανισμού. Ωστόσο, ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Γουάιτ δεν έγινε επικεφαλής του ΔΝΤ - και για τον οποίο ποτέ κανένας Αμερικανός δεν έγινε επικεφαλής - ήταν οι αναδυόμενες αποκαλύψεις των δραστηριοτήτων του Γουάιτ για λογαριασμό των Σοβιετικών.
Ο Τρούμαν όρισε τον Γουάιτ να είναι ο πρώτος Αμερικανός εκτελεστικός διευθυντής του ΔΝΤ στις 23 Γενάρη του 1946, με σκοπό να τον ορίσει για την κορυφαία θέση του διευθύνοντος συμβούλου λίγο αργότερα. Ο Τρούμαν δεν ήξερε ότι ο Γουάιτ εκείνη την εποχή ήταν υπό την επιτήρηση του FBI ήδη για δύο μήνες, ως ύποπτος ότι ήταν Σοβιετικός κατάσκοπος. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο διευθυντής του FBI, Έντγκαρ Χούβερ (J. Edgar Hoover), απέστειλε έκθεση προς τον πρόεδρο περιγράφοντας τον Γουάιτ ως «ένα πολύτιμο στοιχείο σε μια υπόγεια σοβιετική οργάνωση κατασκοπείας» και κατηγορώντας τον για τοποθέτηση στοιχείων των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών στο εσωτερικό της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο Χούβερ προειδοποίησε ότι αν οι δραστηριότητες του Γουάιτ δημοσιοποιούνταν, αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το ΔΝΤ. Όμως, η Επιτροπή της Γερουσίας για την Τραπεζική και το Συνάλλαγμα, μη γνωρίζοντας τις καταγγελίες, είχε εγκρίνει τον διορισμό του Γουάιτ για να γίνει ο Αμερικανός εκτελεστικός διευθυντής του Ταμείου στις 5 Φεβρουαρίου, μια ημέρα αφότου παραδόθηκε η έκθεση του Χούβερ.
Υπό το φως της έκθεσης του Χούβερ, ο υπουργός Εξωτερικών James Byrnes ήθελε να αποσύρει ο Τρούμαν την υποψηφιότητα. Ο υπουργός Οικονομικών Frederick Vinson ήθελε τον Γουάιτ έξω από την κυβέρνηση συνολικά. Ο Τρούμαν δεν εμπιστευόταν τον Χούβερ, αλλά συνειδητοποίησε ότι είχε ένα πιθανό σκάνδαλο στα χέρια του. Αποφάσισε να αφήσει τον Γουάιτ εκτελεστικό διευθυντή του ΔΝΤ, ένα τεράστιο βήμα προς τα κάτω από το επίπεδο του διευθύνοντα συμβούλου. Αλλά ο διορισμός ένας άλλου Αμερικανού σε θέση πάνω από τον Γουάιτ θα δημιουργούσε εντύπωση, δεδομένου ότι ο Λευκός Οίκος θα έπρεπε να εξηγήσει γιατί ο επικεφαλής αρχιτέκτονας του Ταμείου είχε υπερκεραστεί.
Τον επόμενο μήνα, ο Vinson συναντήθηκε με τον Κέυνς, που ήταν πλέον ο Βρετανός κυβερνήτης τόσο του ΔΝΤ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Του είπε ότι ο Τρούμαν είχε αποφασίσει να μην προωθήσει το όνομα του Γουάιτ για την κορυφαία θέση του ΔΝΤ και θα στηρίξει αντ’ αυτού έναν Αμερικανό για το πόστο της Παγκόσμιας Τράπεζας, προκειμένου να εξασφαλίσει «την εμπιστοσύνη στην αμερικανική αγορά επενδύσεων». Δεν θα ήταν «σωστό», η κυβέρνηση είχε καταλήξει με ασυνήθιστα δίκαιο πνεύμα, «να έχουμε Αμερικανούς ως επικεφαλής και των δύο φορέων».
Οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν περισσότερο από ευτυχείς να συμφωνήσουν, και ένας Βέλγος, ο Camille Gutt, έγινε ο πρώτος επικεφαλής του ΔΝΤ, ενώ ένας Αμερικανός, ο Eugene Meyer, έγινε ο πρώτος επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν σίγουρα θα μπορούσαν να βάλουν έναν Αμερικανό ως επικεφαλής του ΔΝΤ αφότου αποχώρησε ο Gutt, το 1951, αλλά εκείνη την εποχή, ο ρόλος του Ταμείου είχε υποσκελιστεί από το Σχέδιο Μάρσαλ, και η Ουάσιγκτον ήταν ικανοποιημένη με τον έλεγχο της κορυφαίας καρέκλας της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Δεν είναι σαφές τι γνώριζε ή υποπτευόταν ο Γουάιτ για τις έρευνες του FBI. Σε κάθε περίπτωση, η θητεία του στο Ταμείο ήταν μικρή. Παραιτήθηκε την άνοιξη του 1947. Μετά από 13 χρόνια στην Ουάσιγκτον, ήταν απελπισμένος για την κατάσταση των αμερικανο-σοβιετικών σχέσεων και απογοητευμένος από ένα «Δημοκρατικό Κόμμα [που] δεν μπορεί πλέον να αγωνιστεί για την ειρήνη και για μια καλύτερη Αμερική». Έθεσε την ενθουσιώδη υποστήριξή του στον υποψήφιο του Προοδευτικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές, Henry Wallace, το 1948. Ο Wallace τα είχε σπάσει με τον Τρούμαν, τον οποίο είχε υπηρετήσει ως υπουργός Εμπορίου, εξαιτίας της σκλήρυνσης της στάσης της κυβέρνησής του προς τους Σοβιετικούς. Μαζί με πολλούς εξέχοντες στοχαστές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ο Wallace πίστευε ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 ήταν ένα γόνιμο συμβάν στην ιστορία του ανθρώπινου αγώνα για ελευθερία. Στο απίθανο ενδεχόμενο μιας νίκης του Wallace, ο Γουάιτ θα είχε επιστρέψει στην πολιτική ζωή ως υπουργός Οικονομικών - με την προϋπόθεση, δηλαδή, ότι οι κατήγοροι του Γουάιτ δεν θα είχαν πάρει το πάνω χέρι.
«ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΔΟΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ»
Το καλοκαίρι του 1948, ο Μπέντλεϊ και ο Τσάμπερς κατηγόρησαν δημοσίως τον Γουάιτ για κατασκοπεία υπέρ των Σοβιετικών, μια κατηγορία που ο Γουάιτ επέλεξε να αρνηθεί σθεναρά ενώπιον της Επιτροπής Αντι-αμερικανικών Ενεργειών της Βουλής (House Un-American Activities Committee, HUAC). Το πρωί της 13ης Αυγούστου, ο Γουάιτ εισήλθε στην κατάμεστη αίθουσα της Επιτροπής με τα φλας να αστράφτουν. Αντιμετωπίζοντας την Επιτροπή πίσω από ένα τείχος μικροφώνων, ύψωσε το δεξί του χέρι και πήρε τον απαιτούμενο όρκο. Στην εναρκτήρια δήλωσή του, έθεσε ως στόχο να καθιερώσει τον εαυτό του ως έναν πιστό Αμερικανό σύμφωνα με την προοδευτική παράδοση:
«Το δόγμα μου είναι το αμερικανικό δόγμα. Πιστεύω στην θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της σκέψης, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία της κριτικής και την ελεύθερη κυκλοφορία. Πιστεύω στο στόχο της ισότητας των ευκαιριών …. Πιστεύω στην ελευθερία της επιλογής των αντιπροσώπων του καθενός στην κυβέρνηση, ανεμπόδιστη από φονικά όπλα, μυστική αστυνομία ή ένα αστυνομικό κράτος. Είμαι αντίθετος στην αυθαίρετη και αδικαιολόγητη χρήση της εξουσίας ή Αρχής από οποιαδήποτε πηγή ή εναντίον οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας …. Θεωρώ αυτές τις αρχές ιερές. Τις θεωρώ ως τον βασικό ιστό του δικού μας αμερικανικού τρόπου ζωής και πιστεύω σε αυτές ως ζωντανές οντότητες και όχι ως απλές λέξεις στο χαρτί …. Είμαι έτοιμος για οποιεσδήποτε ερωτήσεις μπορεί να θέλετε να ρωτήσετε».
Το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Σε ό,τι αφορούσε το κοινό, ο Γουάιτ ήταν σε φιλικό γήπεδο. Η Επιτροπή είχε ως εκείνη την εποχή αποκτήσει φήμη για ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι σε εκείνους τους οποίους εξέταζε, και ο Γουάιτ το χρησιμοποίησε προς όφελός του. Παρά την δίκαιη φήμη του ως εριστικού, απέφυγε επιμελώς την αντιπαράθεση με τους κατηγόρους του. Ένας 35χρονος καινούριος Δημοκρατικός γερουσιαστής ονόματι Ρίτσαρντ Νίξον, ελπίζοντας να στήσει την κατηγορία της ψευδορκίας για τον Γουάιτ, τον πίεζε να δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Τσάμπερς. Αλλά ο Γουάιτ δεν κατάπιε το δόλωμα, απαντώντας μόνο ότι δεν «θυμόταν» να έχει συναντήσει τον Τσάμπερς.
Στον Γουάιτ δόθηκε μια λίστα με ονόματα. Οι ύποπτοι ως κατάσκοποι των σοβιετικών είχαν ένα μπλε σημάδι δίπλα στο όνομά τους. «Το κόκκινο σημάδι θα ήταν πιο κατάλληλο», πρότεινε ο Γουάιτ με δριμύτητα. Κέρδισε το χειροκρότημα και το γέλιο, προς ενόχλησιν των μελών της Επιτροπής. Αλλά η παλληκαριά του Γουάιτ κάλυπτε το γεγονός ότι βρισκόταν κάτω από τεράστια πίεση. Την επόμενη μέρα, επιβιβάστηκε σε ένα τρένο με προορισμό το θερινό σπίτι του στο New Hampshire. Καθ’ οδόν, υπέφερε από τρομερούς πόνους στο στήθος. Την επόμενη μέρα, οι τοπικοί γιατροί διέγνωσαν μια σοβαρή καρδιακή προσβολή. Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Το επόμενο βράδυ, ο Γουάιτ ήταν νεκρός.
Θεωρίες συνωμοσίας άρχισαν να κυκλοφορούν σχεδόν αμέσως. Ο Γουάιτ είχε εκκαθαριστεί από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες. Ο θάνατός του ήταν περίτεχνα ψεύτικος. Είχε διαφύγει στην Ουρουγουάη. Καμία από τις ιστορίες δεν είχε έστω και το ελάχιστο στοιχείο για να την υποστηρίξει. Η Επιτροπή HUAC φυσικά αντιμετώπισε σκληρή κριτική από τα μέσα ενημέρωσης στον απόηχο της μοιραίας καρδιακής προσβολής του Γουάιτ, καθώς η αλληλουχία των ακροάσεων φαινόταν να είναι η γενεσιουργός αιτία. Ωστόσο, τουλάχιστον επιφανειακά, η υπόθεση ήταν λήξασα. Αλλά επρόκειτο να προκύψουν περισσότερα.
Στις 25 Ιανουαρίου 1950, ο Hiss καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση για ψευδορκία. Ο Τρούμαν, ο οποίος είχε επιτεθεί δημοσίως στις έρευνες περί κατασκοπείας, παραδεχόταν τώρα σε ιδιωτικές συζητήσεις ότι «η SOB ... είναι ένοχη χίλια τοις εκατό». Κλειδί για την περίπτωση κατά του Hiss ήταν έγγραφα που είχε κρύψει ο Τσάμπερς στις αρχές του 1938 ως μια «εγγύηση ζωής» στο πλαίσιο της προετοιμασίας του για την απομάκρυνσή του από το μυστικό Σοβιετικό κύκλωμα. Την επόμενη μέρα, ο Νίξον αποκάλυψε εντός της Βουλής ότι είχε στην κατοχή του «αντίγραφα των οκτώ χειρόγραφων σελίδων του κ. Γουάιτ που ο κ. Τσάμπερς παρέδωσε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης». Τα πρωτότυπα έγγραφα συνέθεταν ένα μνημόνιο τεσσάρων σελίδων διπλής όψης, γραμμένο από το χέρι του Γουάιτ σε κίτρινο γραμμωτό χαρτί, με υλικό που χρονολογείται από τις 10 Ιανουαρίου ως τις 15 Φεβρουαρίου του 1938, το οποίο ήταν μέρος της «εγγύησης ζωής» του Τσάμπερς. Η ανάλυση του γραφικού χαρακτήρα από το FBI και από αυτό που ήταν τότε η Veterans Administration επιβεβαίωσαν ότι ο Γουάιτ ήταν ο συγγραφέας του κειμένου.
Το σημείωμα ήταν ένα μίγμα από συνοπτικές πληροφορίες και σχόλια σχετικά με θέσεις των Υπουργείων Οικονομικών και Εξωτερικών για θέματα που σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική και τις στρατιωτικές υποθέσεις. Κάλυπτε ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, καθώς και λεπτομέρειες για ιδιωτικές συζητήσεις μεταξύ του πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Γαλλία και της γαλλικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τις προθέσεις τους για την Σοβιετική Ένωση και την Γερμανία. Το σημείωμα περιέγραφε επίσης πιθανές ενέργειες των ΗΠΑ εναντίον της Ιαπωνίας, όπως ένα εμπορικό εμπάργκο ή την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, και περιέγραφε την στρατιωτική προστασία στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης του πετρελαίου της Ιαπωνίας. Ο Γουάιτ αποκάλυπτε, επίσης, προσωπικές οδηγίες από τον πρόεδρο προς τον υπουργό Οικονομικών, καθιστώντας σαφές ότι κατέγραφε εμπιστευτικές πληροφορίες: σε ένα σημείο, το υπόμνημα αναφέρει ρητά ότι το σχέδιο οικονομικού πολέμου του Υπουργείου Οικονομικών για την Ιαπωνία, που είχε ζητηθεί από τον πρόεδρο, «παραμένει άγνωστο έξω από το Υπουργείο Οικονομικών».
Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΗΣ
Η τεράστια δυσαρμονία εντός της κυβέρνησης για τις περιπτώσεις Γουάιτ και Hiss οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, από το γεγονός ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι της αντικατασκοπείας στην πραγματικότητα γνώριζαν πολύ περισσότερα για τη συστηματική φύση της σοβιετικής κατασκοπείας από ό, τι επέλεγαν να μοιραστούν με τον Λευκό Οίκο. Κατά έναν απίστευτο τρόπο, η συλλογή τους από εντυπωσιακά στοιχεία θα παρέμενε άγνωστη για το κοινό μέχρι και μισό αιώνα μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1939, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να συλλέγουν αντίγραφα όλων των τηλεγραφημάτων, εισερχομένων και εξερχομένων από την χώρα, όπως ήταν η συνήθης πολεμική πρακτική σε όλο τον κόσμο. Ο περίπλοκος κώδικας της σοβιετικής κρυπτογράφησης τηλεγραφημάτων ήταν θεωρητικά άθραυστος. Όμως, μετά την εξέταση χιλιάδων τηλεγραφημάτων, οι Αμερικανοί αποκρυπτογράφοι που εργάζονταν στο άκρως απόρρητο πρόγραμμα Venona ήταν σε θέση να προσδιορίσουν ένα διαδικαστικό λάθος στην κρυπτογράφηση που έκανε τον κώδικα ευάλωτο σε «σπάσιμο». Μέχρι την ώρα που αποκωδικοποίησαν με επιτυχία το πρώτο μήνυμά τους, όμως, ήταν πια το 1946 και ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ωστόσο, αυτό που βρήκαν παρέμενε ακόμα σημαντικό και απροσδόκητο: άφθονες αποδείξεις συνεχούς, φιλόδοξης σοβιετικής κατασκοπείας εντός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αποκρυπτογράφηση πραγματοποιείτο για δεκαετίες, και το πρώτο τηλεγράφημα από το πρόγραμμα Venona που εντόπιζε τον Γουάιτ ως Σοβιετικό τυφλοπόντικα δεν έγινε γνωστό στο FBI παρά στα τέλη του 1950. Συνολικά, 18 αποκρυπτογραφημένα τηλεγραφήματα αναφέρονται στον Γουάιτ, με διάφορα κωδικά ονόματα, όλα με ημερομηνία μεταξύ 16 Μαρτίου του 1944 και 8 Γενάρη του 1946. Τα τηλεγραφήματα αποκαλύπτουν ότι η Μόσχα διατηρούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταχυολογεί πληροφορίες από τον Γουάιτ κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του 1945 στο Σαν Φρανσίσκο που παρήγαγε τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ένα συνέδριο στο οποίο ο Γουάιτ υπηρέτησε ως τεχνικός σύμβουλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας.
Ο αξιωματικός της KGB, Βλαντιμίρ Πραβντίν τηλεγράφησε στην Μόσχα από το Σαν Φρανσίσκο αναφέροντας ότι ο Γουάιτ του είχε πει, μεταξύ άλλων, ότι ο Τρούμαν και στη συνέχεια ο υπουργός Εξωτερικών Edward Stettinius ήθελαν «να εξασφαλίσουν την επιτυχία του συνεδρίου με οποιοδήποτε κόστος» και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συμφωνήσουν να χορηγήσουν δικαίωμα βέτο στην Σοβιετική Ένωση στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ένα άλλο τηλεγράφημα του 1945 περιγράφει τον Γουάιτ να συμβουλεύει έναν Αμερικανό μεσάζοντα με τους Σοβιετικούς, ότι η Μόσχα θα μπορούσε να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους δανεισμού από την Ουάσιγκτον από ό, τι είχε επιδιώξει. Ακόμη, ένα άλλο τηλεγράφημα της ίδιας ημέρας, παρέχει επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς ότι ο Γουάιτ χρησιμοποίησε τη θέση του για να εξασφαλίσει από την αμερικανική κυβέρνηση διορισμούς για άλλους συμπαθούντες την Σοβιετική Ένωση.
Ο Πραβντίν βρισκόταν στο Σαν Φρανσίσκο εργαζόμενος μυστικά υπό το κάλυμμα του σοβιετικού δημοσιογράφου, και το τι ήξερε ο Γουάιτ για το κύριο επάγγελμα του Πραβντίν είναι ασαφές. Αλλά ο Γουάιτ σίγουρα γνώριζε ότι αυτά που έλεγε στον Πραβντίν δεν ήταν για δημοσίευση στον Τύπο. Οι υπερασπιστές του Γουάιτ υπογράμμισαν αυτές τις ασάφειες για να υποστηρίξουν ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι μοιραζόταν μυστικά άμεσα με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες. Αλλά τα αρχεία της KGB που είδαν για πρώτη φορά δυτικοί μελετητές την δεκαετία του 1990 καταγράφουν έναν ακόμα τυφλοπόντικα των σοβιετικών στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να λέει σε έναν Σοβιετικό πράκτορα ότι ο Γουάιτ «ξέρει πού πηγαίνουν πληροφορίες του, κάτι το οποίο είναι ακριβώς ο λόγος που τις μεταδίδει εξ’ αρχής».
Οι διαχειριστές του Γουάιτ σαφώς επιδίωξαν να τον προμηθεύσουν με έναν βαθμό εύλογης δυνατότητας άρνησης, αλλά τα τηλεγραφήματα του Venona αφήνουν ελάχιστη αμφιβολία ότι γνώριζε πολύ καλά το πού κατευθύνονταν οι πληροφορίες του και ότι συνειδητοποίησε ότι το διακύβευμα του παιχνιδιού ήταν πολύ υψηλό. Ένα αποκρυπτογραφημένο τμήμα ενός τηλεγραφήματος αναφέρει τα εξής: «Όσον αφορά την τεχνική της περαιτέρω συνεργασίας μαζί μας [ο Γουάιτ] δήλωσε ότι η σύζυγός του ήταν ... έτοιμη για οποιαδήποτε αυτοθυσία». Το τηλεγράφημα αναφέρει επίσης ότι ο Γουάιτ «ο ίδιος δεν είχε σκεφτεί για την προσωπική του ασφάλεια, αλλά ένα ρίσκο [στην ασφάλεια]... θα οδηγήσει σε ένα πολιτικό σκάνδαλο … και ως εκ τούτου θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός».
Το 1953, ο Τσάμπερς έγραψε ότι ο ρόλος του Γουάιτ «ως Σοβιετικού πράκτορα ήταν δεύτερος σε σημασία μόνο σε σύγκριση με αυτόν του Alger Hiss - εάν, πράγματι, ήταν δεύτερος». Ο Γουάιτ, είπε, ήταν «ο τέλειος γραφειοκράτης», αναδυόμενος από τα χαμηλά σε μια θέση όπου μπορούσε «να διαμορφώσει την πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς το συμφέρον της Σοβιετικής κυβέρνησης». Επανεξετάζοντας τα τηλεγραφήματα από το πρόγραμμα Venona πάνω από 50 χρόνια αφότου ο Τσάμπερς και ο Μπέντλεϊ πραγματοποίησαν τις εκπληκτικές κατασκοπευτικές τους ενέργειες, μια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας με επικεφαλής τον Daniel Patrick Moynihan, και στη συνέχεια Δημοκρατικό γερουσιαστή της Νέας Υόρκης, κατέληξε στο συμπέρασμα το 1997 ότι η συνέργεια του Γουάιτ σε κατασκοπεία να «φαίνεται να έχει διευθετηθεί».
ΣΩΣΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΝΤ, ΛΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ο ίδιος ο Γουάιτ αγωνίστηκε σκληρά στα τελευταία χρόνια της ζωής του να συμβιβάσει την πίστη του σε μια δολαριο-κεντρική παγκόσμια αρχιτεκτονική ελεύθερου εμπορίου με την πίστη του σε ένα σοσιαλιστικό σοβιετικό οικονομικό μοντέλο που δεν είχε καμία χρήση για κάτι τέτοιο. Τον Αύγουστο του 1945, σύμφωνα με τις καταθέσεις που δόθηκαν εννέα χρόνια αργότερα από τον δημοσιογράφο Jonathan Mitchell ενώπιον της Υποεπιτροπής Εσωτερική Ασφάλειας της Γερουσίας, ένας θλιμμένος Γουάιτ είπε στον Mitchell ότι το σύστημα του ελεγχόμενου εμπορίου από την κυβέρνηση, το οποίο είχε προκύψει κατά τη διάρκεια του πολέμου θα συνεχίσει και στην μεταπολεμική περίοδο, λόγω της έλλειψης δολαρίων και χρυσού, η οποία θα υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να διατηρούν αυστηρούς ελέγχους σχετικά με τις διασυνοριακές ιδιωτικές συναλλαγές. Το ΔΝΤ θα αποτύχει να διορθώσει αυτό το πρόβλημα, δήλωσε ο Γουάιτ - μια εκπληκτική άποψη για έναν άνθρωπο ο οποίος θα μπορούσε να διεκδικήσει δικαίως την πατρότητα του Ταμείου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχισε ο Γουάιτ, με την τεράστια εγχώρια αγορά τους, θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν ένα σύστημα ιδιωτικών επιχειρήσεων για πέντε έως δέκα χρόνια, αλλά δεν θα μπορούσαν τελικά να επιβιώσουν ως ένα καπιταλιστικό νησί σε έναν κόσμο κρατικού εμπορίου. Σύμφωνα με τον Μίτσελ, ο Γουάιτ μοίραζε αφειδώς επαίνους για το πιο πρόσφατο βιβλίο του Βρετανού σοσιαλιστή Χάρολντ Λάσκι, Faith, Reason, and Civilization, το οποία υποστήριζε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε δημιουργήσει ένα νέο οικονομικό σύστημα που θα αντικαταστήσει τον καπιταλισμό. Ο Mitchell κατέθεσε ότι ο Γουάιτ είχε αποκαλέσει το έργο του Laski ως «το πιο εμβριθές βιβλίο που είχε γραφτεί στη διάρκεια της ζωής μας» και ως εκείνο που «είχε προβλέψει με τέτοια απόκοσμη ακρίβεια και βάθος την κατεύθυνση προς την οποία πήγαινε ο κόσμος».
Αυτό αποδείχθηκε, φυσικά, ανοησία. Αλλά ο Γουάιτ είχε δίκιο για το ΔΝΤ. Το Υπουργείο Εξωτερικών του Τρούμαν παρόπλισε αποτελεσματικά το Ταμείο, απορρίπτοντας τις υποθέσεις που είχαν υπογραμμίσει τις πεποιθήσεις του Γουάιτ γι’ αυτό: ότι η σοβιετική συνεργασία θα συνεχιστεί και στη μεταπολεμική περίοδο, ότι η οικονομική κατάρρευση της Γερμανίας θα μπορούσε να τύχει ασφαλούς και μάλιστα κερδοφόρας διαχείρισης, ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να διαλυθεί ειρηνικά και ότι οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις του ΔΝΤ θα ήταν επαρκείς για να αποκατασταθεί το παγκόσμιο εμπόριο. Οι υποθέσεις αυτές είχαν βασιστεί σε «παρανοήσεις για την κατάσταση του κόσμου γύρω μας», όπως αργότερα αναθυμήθηκε ο Dean Acheson, ο τελευταίος υπουργός Εξωτερικών του Τρούμαν, «τόσο για την πρόβλεψη των μεταπολεμικών συνθηκών όσο και στην αναγνώριση του ποιές πραγματικά ήταν οι συνθήκες όταν ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτές .... Καταλάβαμε αργά ότι η όλη δομή του κόσμου και της τάξης που είχαμε κληρονομήσει από τον 19ο αιώνα είχε χαθεί και ότι ο αγώνας για να αντικατασταθεί αυτή η δομή θα πρέπει να οδηγείται από δύο πικρά αντίθετα και ιδεολογικά ασύμβατα κέντρα εξουσίας».
Η οικονομική αντίδραση της κυβέρνησης Τρούμαν στην κατάρρευση του οράματος του Γουάιτ θα γίνει αυτό που παραμένει μέχρι σήμερα η λυδία λίθος της τολμηρής και φωτισμένης διπλωματίας των ΗΠΑ: το Σχέδιο Μάρσαλ. Όσον αφορά το ΔΝΤ, ήταν μόνο μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods τη δεκαετία του 1970, κατά ειρωνεία της τύχης, που θα έρθει να παίξει έναν κεντρικό ρόλο σε μια αναδυόμενη παγκόσμια οικονομική τάξη υπό αμερικανική ηγεσία - μια τάξη πολύ διαφορετική από εκείνη που είχε οραματιστεί ο Γουάιτ.
* Ο BENN STEIL είναι βασικός συνεργάτης και Διευθυντής Διεθνών Οικονομικών στο Council on Foreign Relations. Το κείμενο αυτό αποτελεί προσαρμογή από το πλέον πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο The Battle of Bretton Woods: John Maynard Keynes, Harry Dexter White, and the Making of a New World Order (Princeton University Press, 2013).
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138847/benn-steil/red-white