Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Ιστορικό άρθρο για την πρόταση Στάλιν για ενιαία Γερμανία


Πρόταση Στάλιν για ενιαία Γερμανία
Μπλόφα ή χαμένη ευκαιρία για την επίλυση του Γερμανικού Ζητήματος από τη δεκαετία του ’50;
61 χρόνια πριν
Του Δημήτρη Κ. Αποστολόπουλου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το 1945 με τις Συνθήκες της Γιάλτας και του Πότσνταμ, οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν προχωρήσει στη λύση μιας ενιαίας Γερμανίας με τέσσερις ζώνες κατοχής (αμερικανική, βρετανική, γαλλική και σοβιετική),
ωστόσο οι ανυπέρβλητες διαφορές στους στόχους και τις πολιτικές των Δυτικών από τη μία πλευρά και των Σοβιετικών από την άλλη έκαναν αναπόφευκτη τη διαίρεσή της, αφού καμία από τις δύο πλευρές δεν επρόκειτο να κάνει παραχωρήσεις στον έλεγχο της γερμανικής επικράτειας και κατ’ επέκταση της Κεντρικής Ευρώπης. Το 1946 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ μίλησε για το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», που χώριζε την Ευρώπη, το 1947 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν το Δόγμα Τρούμαν και την περίοδο 1948-1949 ο Στάλιν προχώρησε στον αποκλεισμό του Δυτικού Βερολίνου. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε εδραιωθεί, όταν η ψήφιση του «Θεμελιώδους Νόμου» (Grundgesetz), δηλαδή του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (BRD), και η ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR) το 1949 επισημοποίησαν τον γερμανικό διαμελισμό.
Οι όροι που έθεσε ο Σοβιετικός ηγέτης
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και ενώ η σχέση των δύο αντίπαλων συνασπισμών δοκιμάζεται με τον Πόλεμο της Κορέας, η σοβιετική πλευρά, αντιδρώντας στον σφικτό εναγκαλισμό της κυβέρνησης Αντενάουερ με τη Δύση, αλλά και για να δώσει τη δική της απάντηση στο αίτημα των Δυτικών για ελεύθερες εκλογές στην Ανατολική Γερμανία, αφήνει να διαφανεί η πρόθεσή της για επίλυση του «Γερμανικού Ζητήματος». Στις 10 Μαρτίου του 1952, ο Στάλιν προτείνει επισήμως την επανένωση της Γερμανίας, που θα γινόταν ουδέτερη, πράγμα που θα οδηγούσε σε «απεμπλοκή» των δύο αντίπαλων συνασπισμών στην Ευρώπη. Η διακοίνωση (Stalin Note) προς τις τρεις Δυτικές κατοχικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία) καλούσε σε τετραμερή διάσκεψη και πρότεινε τη διαπραγμάτευση συνθήκης ειρήνης ανάμεσα σε μία ενιαία γερμανική κυβέρνηση -στον σχηματισμό της οποίας θα είχαν συμφωνήσει οι σύμμαχοι- και τους αντιπάλους της στον πόλεμο, την επανίδρυση μιας νέας Γερμανίας εντός των συνόρων, όπως αυτά είχαν οριστεί στη Διάσκεψη του Πότσνταμ, καθώς και την απόσυρση των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων σε διάστημα ενός έτους, αφότου η συνθήκη ετίθετο σε ισχύ.
Σύμφωνα με την πρόταση, η διαδικασία αποναζιστικοποίησης, όπως είχε οριστεί στη Συνθήκη του Πότσνταμ, θα έληγε και πρώην μέλη των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και του Ναζιστικού Κόμματος, με εξαίρεση τους εγκληματίες πολέμου, θα συμμετείχαν σε μία νέα, ειρηνική, αλλά και δημοκρατική Γερμανία, με ελευθερία του συνέρχεσθαι και του Τύπου και πολυκομματικό σύστημα. Το νέο κράτος θα παρέμενε ουδέτερο και δεν θα μπορούσε να ενταχθεί σε κανενός είδους συμμαχία, η οποία θα στρεφόταν εναντίον οποιασδήποτε χώρας, της οποίας οι ένοπλες δυνάμεις είχαν συμμετάσχει στον πόλεμο. Ωστόσο, θα μπορούσε να έχει πρόσβαση χωρίς κανένα περιορισμό σε όλες τις αγορές του κόσμου και μάλιστα θα της επιτρεπόταν να διατηρεί εθνικές ένοπλες δυνάμεις για την άμυνά της, καθώς και να κατασκευάζει οπλισμό για τις δυνάμεις αυτές.
Η αντίδραση Αντενάουερ και των Δυτικών συμμάχων
Οι προτεραιότητες της Βόννης ήταν διαφορετικές. Ο Αντενάουερ είχε θέσει ως πρωταρχικό στόχο της χώρας του την πλήρη ενσωμάτωση στη Δύση και επί της ουσίας αγνόησε την πρόταση Στάλιν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεών του με τους Δυτικούς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν ήταν σοβαρή. Για τον καγκελάριο η ενοποίηση των δύο Γερμανιών θα ήταν δυνατή μόνον όταν η χώρα του θα το επέλεγε από θέσεως ισχύος, όντας διασφαλισμένη και ισότιμη με τους εταίρους της σε μία ελεύθερη Ευρώπη, διαφορετικά θα κινδύνευε να βρεθεί υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Ενωσης. Διαφωνούσε, όμως, και με την ουσία της πρότασης του Στάλιν για μια ενιαία ουδέτερη Γερμανία, όχι μόνο γιατί οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν υπεύθυνα να διαχειριστούν μία ιδιάζουσα ουδετερότητα στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης, αλλά και γιατί αυτή η νέα Γερμανία δεν θα μπορούσε μόνη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στη Σοβιετική Ενωση. Πίστευε, τέλος, ότι τα δύο γερμανικά κράτη θα συνυπήρχαν επ’ αόριστον και η γερμανική επανένωση θα ερχόταν στο πλαίσιο ευρύτερων ριζικών αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη, όπως τελικά συνέβη αρκετά αργότερα, δύο και πλέον δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Η θέση του Αντενάουερ, ότι ο Στάλιν δεν εννοούσε σοβαρά την πρότασή του, επικράτησε, αν και υπήρξαν φωνές εντός της κυβέρνησής του που πρότειναν να εξεταστεί σοβαρά, προκειμένου αφενός να μη χαθεί μία πιθανή ευκαιρία επανένωσης, αφετέρου να μη δοθεί η εντύπωση ότι για την αποτυχία υπεύθυνη ήταν η Δυτική Γερμανία. Ο καγκελάριος, πάντως, δεν ήθελε να καθυστερήσει τις διαπραγματεύσεις του με τους Δυτικούς, απέναντι στους οποίους με κόπο είχε χτίσει την εικόνα του αξιόπιστου εταίρου μετά τη λήξη του πολέμου, ενώ θα απέφευγε πάση θυσία να συρθεί σε μία διαπραγμάτευση προετοιμασμένη από τους Σοβιετικούς, στην οποία προφανώς θα συμμετείχε και άρα de facto θα αναγνωριζόταν από τη Δύση η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ως κρατική οντότητα, προς όφελος της σοβιετικής πλευράς που δεν θα είχε προλάβει να κάνει καμία παραχώρηση.
Οι Δυτικές δυνάμεις είδαν την πρόταση του Στάλιν ως απεγνωσμένη προσπάθεια να προκαλέσει εμπλοκή στη σχέση της Βόννης με τη Δύση. Ωστόσο, με παρότρυνση και του ίδιου του Αντενάουερ δεν προχώρησαν σε άμεση απόρριψη. Στις 25 Μαρτίου 1952 εστάλη απαντητική διακοίνωση από τις κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ προς τη Μόσχα, με την οποία οι Δυτικοί έθεταν ως προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων: α) τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών σε όλη τη γερμανική επικράτεια υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών, από τις οποίες θα σχηματιζόταν μία κυβέρνηση για όλη τη Γερμανία, β) την επέκταση των ανατολικών συνόρων της νέας Γερμανίας πέραν της γραμμής Οντερ-Νάισε, που είχε οριστεί το 1945 με τη Συνθήκη του Πότσνταμ προσωρινά μέχρι τη σύναψη συνθήκης ειρήνης, γ) το δικαίωμα της Γερμανίας να μετέχει σε συμμαχίες στο πλαίσιο του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και δ) τη δυνατότητα ένταξης της Γερμανίας σε μία αμυντική ευρωπαϊκή στρατιωτική συμμαχία, όπου προφανώς υπονοείτο η σχεδιαζόμενη Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (European Defence Community).
Από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, Σοβιετικοί και Δυτικοί αντάλλαξαν διακοινώσεις ακόμα τρεις φορές. Ο Στάλιν κατ’ αρχήν δέχτηκε τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών, υπό τον έλεγχο όμως των τεσσάρων δυνάμεων κατοχής και όχι των Ηνωμένων Εθνών, ζητούσε όμως πρώτα έναρξη διαπραγματεύσεων για συνθήκη ειρήνης και μετά εκλογές, σε αντίθεση με τους Δυτικούς που ήθελαν στις όποιες διαπραγματεύσεις τη συμμετοχή μιας ελεύθερα εκλεγμένης κυβέρνησης όλης της Γερμανίας. Κι ενώ οι Δυτικοί δέχτηκαν την εποπτεία των εκλογών από τις τέσσερις δυνάμεις κατοχής, ο Στάλιν υπαναχώρησε μη αποδεχόμενος κανέναν έλεγχο. Η σοβιετική πλευρά επέμεινε, εξάλλου, στη διατήρηση των συνόρων, όπως είχαν οριστεί στο Πότσνταμ και απέρριψε ασφαλώς τη συμμετοχή του νέου κράτους σε οποιαδήποτε συμμαχία. Παρά κάποιες μικρές παραχωρήσεις εκατέρωθεν, η απομάκρυνση των δύο πλευρών γινόταν αισθητή κατά την ανταλλαγή διακοινώσεων, με τους Σοβιετικούς να ασκούν κριτική στους Δυτικούς για την υπογραφή της επίσημης ιδρυτικής συνθήκης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας και τη Δύση να κατηγορεί τη σοβιετική πλευρά για επιβολή πολιτικών συγκεντρωτισμού και κολεκτιβοποίησης στην Ανατολική Γερμανία.
Το κοινό σημείο των δύο αντιπάλων
Στα επόμενα χρόνια, όσο η προοπτική μιας επανένωσης απομακρυνόταν, τόσο εντεινόταν στη Δυτική Γερμανία η συζήτηση για το αν τελικά η σοβιετική πρόταση υπήρξε μία χαμένη ευκαιρία για την κυβέρνηση Αντενάουερ. Οι υποστηρικτές της «χαμένης ευκαιρίας» παραγνωρίζουν, όμως, το περιεχόμενο των διακοινώσεων και τη γενικότερη τακτική της σοβιετικής πλευράς.
Είναι σαφές ότι ο Στάλιν δεν ήθελε την προοπτική μιας ενιαίας, ουδέτερης Γερμανίας, ακριβώς όπως και ο Αντενάουερ. Η Ανατολική Γερμανία, που ελεγχόταν απόλυτα από τη Μόσχα, αποτελούσε για τους Σοβιετικούς σημαντικό προγεφύρωμα στην Κεντρική Ευρώπη, την ώρα που τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία, συνδετικό κρίκο του συστήματος των υπόλοιπων κρατών-δορυφόρων και βέβαια πηγή οικονομικής εκμετάλλευσης. Η πρόταση του Στάλιν και η μεθοδευμένη αποτυχία των διαπραγματεύσεων προετοίμασε το έδαφος για τη σοβιετική πλευρά, προκειμένου η τελευταία να προωθήσει περαιτέρω την ενσωμάτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο Ανατολικό Μπλοκ.

* Ο κ. Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών και διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.