Η διεθνοποίηση του Κυπριακού
Με πρωτοβουλία Παπάγου και παρά τις αντιδράσεις της Βρετανίας το θέμα συζητήθηκε για πρώτη φορά το 1954 στα Ηνωμένα Εθνη 59 χρόνια πριν
Του Νίκου Χριστοδουλίδη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το 1954 αποτελεί σημείο καμπής στην πορεία του κυπριακού ζητήματος. Η απόφαση της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Παπάγου να προχωρήσει στη διεθνοποίηση του αιτήματος των Κυπρίων για αυτοδιάθεση μέσω της προσφυγής στα Ηνωμένα Εθνη, σηματοδότησε την υιοθέτηση μιας πιο δυναμικής πολιτικής εκ μέρους των Αθηνών με σκοπό την ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έξι χρόνια αργότερα, δίχως να συνιστά πλήρη δικαίωση των αρχικών προσδοκιών, παρείχε στον κυπριακό ελληνισμό, για πρώτη φορά έπειτα από αιώνες, το δικαίωμα να καταστεί ο ίδιος διαμορφωτής της μελλοντικής του πορείας.
Την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της συντριβής των δυνάμεων του αυταρχισμού, το αίτημα για αυτοδιάθεση των λαών και για τερματισμό των αποικιοκρατικών καθεστώτων είχε καταστεί καθολικό. Τότε ακριβώς, οι Ελληνες της Κύπρου ξεκίνησαν να προβάλλουν διεθνώς το αίτημα για ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Καθοριστικός σταθμός σε αυτή την πορεία υπήρξε το αποτέλεσμα του ενωτικού δημοψηφίσματος του 1950 και η επιδίωξη αξιοποίησής του μέσω της αποστολής εθνικών πρεσβειών στο εξωτερικό. Στόχος της Λευκωσίας ήταν η άσκηση πίεσης προς το Λονδίνο προκειμένου να αρχίσουν συζητήσεις για το μελλοντικό καθεστώς του νησιού.
Αίτημα προς Αθήνα
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η ηγεσία των Ελληνοκυπρίων ζήτησε επανειλημμένα από την Ελλάδα να προσφύγει στον ΟΗΕ για το Κυπριακό. Η αντίδραση των Αθηνών στο αίτημα για διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος δεν υπήρξε ενθαρρυντική. Για λόγους που σχετίζονταν τόσο με την εξάρτηση της Ελλάδας από τον Δυτικό κόσμο όσο και με την αρνητική στάση του Λονδίνου σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι κεντρώες κυβερνήσεις των ετών 1950-1952 απέρριψαν κάθε ενδεχόμενο προσφυγής στα Ηνωμένα Εθνη. Παρά τις έντονες επιφυλάξεις των Αθηνών, η Λευκωσία επέμενε στη στρατηγική της διεθνοποίησης, προβαίνοντας, μάλιστα, σε σχετικές διαβουλεύσεις για την προώθηση του αιτήματός της μέσω τρίτων χωρών. Την ίδια στιγμή, η βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε κατηγορηματικά κάθε συζήτηση για το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου.
Η αρνητική στάση των Αθηνών έναντι της διεθνοποίησης του Κυπριακού δεν εγκαταλείφθηκε παρά μόνο το 1954 όταν στην πρωθυπουργία της χώρας βρισκόταν ο Αλέξανδρος Παπάγος. Πριν λάβει την οριστική απόφαση να προσφύγει στα Ηνωμένα Εθνη, ο Παπάγος, επικεφαλής της πρώτης ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης μετά το τέλος του Εμφυλίου, είχε αναζητήσει τη διευθέτηση του Κυπριακού στη διμερή συνεννόηση με το Λονδίνο. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση των Αθηνών ζήτησε και από κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να μεσολαβήσουν προκειμένου να πείσουν τη Βρετανία να προχωρήσει σε διμερείς συζητήσεις με την Ελλάδα. Η αδιαλλαξία, όμως, της βρετανικής κυβέρνησης, αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε το γνωστό «ουδέποτε» του Βρετανού υφυπουργού Αποικιών Χένρι Χόπκινσον, έπεισε τελικά τον στρατάρχη να στραφεί στην επιλογή της διεθνοποίησης. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε ο γενικός διευθυντής του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης Αλέξης Κύρου, που κατά την κυπριακή εξέγερση του 1931, υπηρετούσε στη Μεγαλόνησο ως γενικός πρόξενος. Οπως εύστοχα έχει επισημανθεί, ο Κύρου ήταν «ο βασικός επιτελής του Παπάγου στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων της χώρας» και πίστευε ότι η προσφυγή μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς το Λονδίνο για να αποδεχθεί διμερή διευθέτηση του θέματος.
Η ελληνική προσφυγή υποβλήθηκε στις 24 Αυγούστου 1954 με επιστολή του Παπάγου προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Νταγκ Χάμαρσκγιολντ. Με την επιστολή αυτή ο Ελληνας πρωθυπουργός ζητούσε να επιτραπεί στον λαό της Κύπρου να ασκήσει το δικαίωμά του για αυτοδιάθεση. Το συγκεκριμένο αίτημα υποστηριζόταν με επιχειρήματα όπως ήταν η ιστορία της Κύπρου, η δημογραφική κατάσταση στο νησί, το αποτέλεσμα του ενωτικού δημοψηφίσματος καθώς και η άρνηση της βρετανικής κυβέρνησης να λάβει υπόψη της τη βούληση του κυπριακού λαού και να συζητήσει για το μελλοντικό καθεστώς της νήσου.
Η ελληνική ενέργεια προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια και την ανησυχία των Βρετανών, οι οποίοι προσπάθησαν εξαρχής να αποτρέψουν την εγγραφή του θέματος στην ημερήσια διάταξη της ένατης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Το Λονδίνο υποστήριξε ότι ο ΟΗΕ δεν ήταν αρμόδιο όργανο για πολιτικοποίηση ενός καθαρά εσωτερικού βρετανικού θέματος και ότι οι μόνοι που θα επωφελούνταν από μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν οι κομμουνιστές. Η κυβέρνηση Παπάγου, από την πλευρά της, πιθανολογώντας ότι το Λονδίνο θα επικαλείτο τον κομμουνιστικό κίνδυνο προκειμένου να οδηγήσει σε αποτυχία την ελληνική προσφυγή, είχε ζητήσει από τα κράτη του Aνατολικού Συνασπισμού να μη λάβουν μέρος στη συζήτηση για την αποδοχή του ελληνικού αιτήματος αλλά να περιοριστούν στην υπερψήφισή του.
Καθοριστική η στάση των ΗΠΑ
Οπως ήταν αναμενόμενο, η στάση της Ουάσιγκτον ήταν καθοριστική για την κατάληξη της ελληνικής προσπάθειας. Παρά την αισιοδοξία της κυβέρνησης των Αθηνών, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, προβληματιζόταν έντονα για τη στάση που έπρεπε να τηρήσει. Αν και συμμεριζόταν κατ’ αρχήν τα βρετανικά επιχειρήματα, έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη του το έντονο αντιαποικιακό ρεύμα που κυριαρχούσε στην αμερικανική κοινή γνώμη. Την ίδια στιγμή, ο Λευκός Οίκος διέβλεπε σοβαρούς κινδύνους διάσπασης της Νατοϊκής Συμμαχίας, αλλά και οφέλη για τον Ανατολικό Συνασπισμό από τη συνέχιση της συζήτησης στον ΟΗΕ.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1954, η Γενική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να συστήσει την Πρώτη Επιτροπή για την εγγραφή του θέματος της Κύπρου στην ημερησία διάταξη της Γενικής Συνέλευσης. Εννέα κράτη ψήφισαν υπέρ της εγγραφής, τρία κατά και τρία (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ) τήρησαν αποχή. Την επόμενη ημέρα, η Πρώτη Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση για εγγραφή του ζητήματος της Κύπρου. Τριάντα κράτη ψήφισαν υπέρ της εισήγησης, 19 εναντίον και έντεκα (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ) τήρησαν αποχή.
Αλλαγή στρατηγικής
Μετά την αρνητική για το Λονδίνο εξέλιξη, οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποφευχθεί κάθε συζήτηση επί της ουσίας και να υιοθετηθεί σχετικό ψήφισμα. Στην πορεία, όμως, η Βρετανία άλλαξε στρατηγική και αποφάσισε να συζητηθεί το θέμα, αφού ενδεχόμενη αναβολή του θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις στο νησί, και ως εκ τούτου θα ήταν προτιμότερο να καταψηφιστεί το προσχέδιο ψηφίσματος που θα προωθούσε η Αθήνα. Η βρετανική τακτική άλλαξε για τρίτη φορά, όταν η Ελλάδα κοινοποίησε το προσχέδιο ψηφίσματος που επιθυμούσε να υιοθετηθεί. Η απόφαση αυτή του Λονδίνου, που ελήφθη ύστερα από σχετικές προτροπές της Ουάσιγκτον, θα πρέπει κυρίως να αποδοθεί στο περιεχόμενο του ελληνικού προσχεδίου, που ήταν πολύ καλά διατυπωμένο και συνεπώς θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί η καταψήφισή του. Σύμφωνα με τη νέα βρετανική προσέγγιση, το ελληνικό προσχέδιο δεν θα έπρεπε να τεθεί σε ψηφοφορία και οι προσπάθειες θα έπρεπε να επικεντρωθούν είτε στην υιοθέτηση ενός διαδικαστικού τύπου ψηφίσματος για μη συζήτηση του θέματος ή, ως τελική επιλογή, «a move to crowd the item off this year’s agenda» («μία κίνηση για να μη χωρέσει το θέμα στην ατζέντα αυτής της χρονιάς»).
Το τελικό κείμενο υπερψήφισαν όλες οι πλευρές
Στις 14 Δεκεμβρίου η Ελλάδα κατέθεσε επίσημα προσχέδιο ψηφίσματος με το οποίο υποστηριζόταν το αίτημα για αυτοδιάθεση. Την ίδια ημέρα, η Νέα Ζηλανδία, ύστερα από συνεννόηση με το Λονδίνο, υπέβαλε προσχέδιο ψηφίσματος με το οποίο επιδιώκετο η μη περαιτέρω εξέταση του θέματος. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν την Ουάσιγκτον να αναλάβει δράση, επιδιώκοντας να τερματισθεί η συζήτηση ενώπιον του ΟΗΕ με τρόπο που θα ικανοποιούσε και τους δύο συμμάχους της. Η έντονη παρασκηνιακή δραστηριοποίηση των ΗΠΑ είχε ως τελικό αποτέλεσμα την υιοθέτηση του προσχεδίου που υπέβαλε η Νέα Ζηλανδία με την προσθήκη κάποιων αναφορών προς ικανοποίηση της Αθήνας. Μάλιστα, το τελικό ψήφισμα υιοθετήθηκε με πενήντα ψήφους υπέρ και οκτώ αποχές, με την Ελλάδα, τη Βρετανία και την Τουρκία να υπερψηφίζουν το ψήφισμα. Η Αθήνα ήταν, υπό τις περιστάσεις, ικανοποιημένη με την κατάληξη, αφού στην αρχική πρόταση της Νέας Ζηλανδίας προστέθηκε η φράση «for the time being» («προς το παρόν»). Σύμφωνα με τους Ελληνες αξιωματούχους, η συγκεκριμένη αναφορά αποτελούσε διασφάλιση ότι το θέμα της Κύπρου θα συζητείτο στο μέλλον από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Από την πλευρά τους και οι Βρετανοί ήταν ικανοποιημένοι με την κατάληξη αυτή, αφού την ερμήνευσαν ως ένδειξη ότι το θέμα της Κύπρου δεν μπορούσε να συζητηθεί ενώπιον του διεθνούς οργανισμού.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την κατάληξη της πρώτης ουσιαστικής προσπάθειας Αθηνών και Λευκωσίας για διεθνοποίηση του Κυπριακού. Εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, η στάση της Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική. Σε σχέση με την ελληνική στρατηγική πρέπει να επισημανθεί ότι στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει ένα απολύτως δικαιολογημένο αίτημα, προσέδωσε μεγάλη αισιοδοξία στις δυνατότητες που προσέφερε ο ΟΗΕ. Οπως ορθά έχει επισημανθεί, οι στόχοι που επιδιώχθηκαν με την προσφυγή ήταν κατά κύριο λόγο βασισμένοι «σε μια νομικίστικη / ιδεαλιστική θεώρηση του ΟΗΕ και των διεθνών συσχετισμών ισχύος». Τέλος, είναι άξιο αναφοράς ότι η προσφυγή του 1954 οδήγησε στην πρώτη επίσημη δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα για το μέλλον της Κύπρου, με την Τουρκία πλέον, έπειτα από σχετικές παροτρύνσεις και από το Λονδίνο, να διεκδικεί ρόλο στις διεργασίες για το μελλοντικό καθεστώς του νησιού.
* Ο κ. Νίκος Χριστοδουλίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας των βιβλίων «Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού, 1948-1978» και «Οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας και το Κυπριακό, 1977-1988».