Οι Αμερικανοί και το δημόσιο
EDUARDO PORTER / THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Ισως να είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς πως κάποτε οι Αμερικανοί εκτιμούσαν το κράτος που τους υπηρετούσε. Αυτές οι εποχές έχουν πια παρέλθει.
Την τελευταία εξαετία, σύμφωνα με το κέντρο ερευνών Pew, τέσσερις στους πέντε –ή και περισσότεροι– Αμερικανοί δηλώνουν πως είναι είτε θυμωμένοι είτε συγχυσμένοι από το αμερικανικό δημόσιο. Σύμφωνα με έρευνα του περασμένου Μαρτίου, στους πολίτες που ήταν έξω φρενών περιλαμβάνονταν το 78% των οπαδών του Μπέρνι Σάντερς και το 98% των υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ.
Πάνω από το ήμισυ των ψηφοφόρων –συμπεριλαμβανομένου του 61% των οπαδών του κ. Τραμπ– θεωρεί πως δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς τις αυξήσεις στο κόστος διαβίωσης. Τα τρία τέταρτα των οπαδών του κ. Τραμπ νιώθουν πως οι συνθήκες διαβίωσης έχουν επιδεινωθεί σε σύγκριση με μια 50ετία πριν.
Αυτό αποδίδεται, εν μέρει, σε δυνάμεις που δεν μπορούν να αντιστραφούν. Δεν θα ξαναγυρίσουν οι εποχές που ένας λευκός άντρας ξεχώριζε σε ένα μονοδιάστατο πολιτικό τοπίο χωρίς καμία διαφοροποίηση στους υποψηφίους ή νέοι χωρίς απολυτήριο κολεγίου μπορούσαν να βρουν και να κρατήσουν μια καλοπληρωμένη θέση εργασίας.
Ομως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Σήμερα τα επιχειρήματα υπέρ ενός ακόμη πιο υποστηρικτικού ρόλου του κράτους στη ζωή των πολιτών είναι ισχυρότερα από ποτέ. Τον περασμένο μήνα δημοσιεύτηκε σειρά επιστημονικών άρθρων από την εκδοτική μονάδα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, που συνέταξαν οι εξής τέσσερις ακαδημαϊκοί: ο Τζεφ Μάντρικ του Ιδρύματος Σέντουρι, ο Τζον Μπακίγια του Κολεγίου Γουίλιαμς, ο Λέιν Κενγουόρθι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο και ο Πίτερ Λίντερτ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις.
Οι ακαδημαϊκοί θέτουν τέσσερα βασικά ζητήματα, που συνδέονται με τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους με γνώμονα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Αυτά είναι η βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας, η αναβάθμιση της οικονομικής ασφάλειας των εργαζομένων, οι επενδύσεις στην παιδεία για να μην υπάρχει «έλλειμμα ευκαιριών» στις οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα και η κατανομή ενός μεγαλύτερου μεριδίου από την ανάπτυξη της χώρας στη μεσαία τάξη.
Βέβαια, η ατζέντα αυτή δεν είναι φθηνή. Οι ίδιοι ακαδημαϊκοί προτείνουν την αύξηση των κρατικών δαπανών κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (δηλαδή κατά 1,8 τρισ. δολάρια) προκειμένου να φθάσουν το 48% του ΑΕΠ έως το 2065. Μπορεί να θεωρείται εξαιρετικά υψηλό ποσοστό, αλλά αντίστοιχα δεδομένα ισχύουν στη Γερμανία, τη Νορβηγία και τη Βρετανία. Υψηλότερες είναι οι δαπάνες στη Γαλλία, τη Σουηδία και τη Δανία. Στην ατζέντα αυτή περιλαμβάνεται αύξηση των επενδύσεων για την αναβάθμιση των υποδομών της χώρας, όπως και των επιδοτήσεων στην ανεργία και την κοινωνική ασφάλιση.
Οικονομολόγοι που πολιτικά κλίνουν στη Δεξιά επιμένουν πως οι υψηλότεροι φόροι και τα πλούσια κράτη μειώνουν τα κίνητρα για εργασία και επενδύσεις, βλάπτοντας την οικονομική ανάπτυξη. Διαφορετική έρευνα, εν τούτοις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μειωμένο ωράριο εργασίας των Ευρωπαίων είναι αποτέλεσμα ενός άκαμπτου νομοθετικού πλαισίου και όχι των υψηλών φόρων. Επίσης, έρευνες υποστηρίζουν πως οι Ευρωπαίοι δίνουν μεγαλύτερη αξία στον ελεύθερο χρόνο. Οι Αμερικανοί εισέπραξαν τους καρπούς της παραγωγικότητάς τους σε χρήματα· οι Ευρωπαίοι σε ελεύθερο χρόνο. Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι εισέπραξαν χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας, μικρότερη ανισότητα, υψηλότερο προσδόκιμο ζωής και χαμηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης στην εφηβεία. Και όλα αυτά έχουν επιτευχθεί στην Ευρώπη χωρίς «ορατές απώλειες στο ΑΕΠ», όπως επισημαίνουν οι υποστηρικτές για την ενίσχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομική ζωή των ΗΠΑ.