Ρωσοτουρκικές προσεγγίσεις
Κώστας Ιορδανίδης
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Δεν εξέπληξε η εντυπωσιακή αναθέρμανση των οικονομικών σχέσεων Τουρκίας και Ρωσίας, που αποφασίσθηκε στην Αγία Πετρούπολη κατά τη συνάντηση των προέδρων των δύο χωρών, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Βλαντιμίρ Πούτιν. Τούρκοι επιχειρηματίες κατάφερναν να εξασφαλίσουν σημαντικότατα συμβόλαια και στη Σοβιετική Ενωση με σθεναρή υποστήριξη των εκάστοτε κυβερνήσεων της Αγκυρας κατά το παρελθόν. Οι όποιες διαφορές δεν λειτουργούσαν ανασταλτικά στις σχέσεις των δύο κρατών.
Το ουσιώδες που προέκυψε κατά τη συνάντηση των προέδρων Ρωσίας και Τουρκίας ήταν η απόφαση δημιουργίας μηχανισμού συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κρίσεως στη Συρία, με στόχο τον συντονισμό των ενεργειών στον στρατιωτικό τομέα, της πληροφοριακής δράσεως και της διπλωματίας.
Η εξέλιξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι σαφέστατα υποδηλοί ότι σε θέματα περιφερειακής ασφαλείας η Αγκυρα θεωρεί ότι οι επιλογές των παραδοσιακών συμμάχων της είναι, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, ασύμβατες –εάν όχι ευθέως υπονομευτικές– ως προς τα εθνικά της συμφέροντα.
Την ίδια ημέρα που αποφασίζονταν τα ανωτέρω στη Ρωσία, ο εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ, διαφοροποιούμενος από τις απειλητικές δηλώσεις των Ευρωπαίων περί διακοπής της ενταξιακής πορείας της Αγκυρας εάν δεν προσαρμοσθεί προς τα κοινοτικώς ισχύοντα, δήλωνε ότι «δεν τίθεται θέμα περί παραμονής στο ΝΑΤΟ της Τουρκίας», η οποία «μπορεί να υπολογίζει στην αλληλεγγύη και στην υποστήριξη» της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Το πρόβλημα είναι μάλλον ότι «η αλληλεγγύη και η υποστήριξη» δεν δίδονται σε θέματα που θεωρούνται υψίστης σημασίας για την Αγκυρα. Ως προς το θέμα αυτό ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε χθες ενδεικτικώς ότι «η Αγκυρα είναι υποχρεωμένη να ενισχύσει τη συνεργασία της με άλλες χώρες στον τομέα της αμύνης, καθώς το ΝΑΤΟ έχει απογοητεύσει την Τουρκία».
Βεβαίως, ο Τσαβούσογλου έσπευσε να τονίσει ότι «η πρόσφατη συνεργασία με τη Ρωσία δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα βήμα εναντίον της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας». Είναι σαφές πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο κ. Ερντογάν –και η κυβέρνησή του– αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική σημασία της χώρας αυτής θα προσπαθήσει να επιτύχει μια αναπροσαρμογή κάποιων σχεδιασμών της Δύσεως που έθεταν σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Τουρκίας. Ο λόγος, εν ολίγοις, περί ασκήσεως κλασικής διπλωματίας.
Ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβαση των εξελίξεων που διαμορφώθηκαν μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος για την ανατροπή του κ. Ερντογάν. Αυτό που εκ πρώτης προσεγγίσεως προκύπτει είναι ότι οι ΗΠΑ –στον βαθμό που μπορεί κάποιος να συναγάγει από τη στάση του ΝΑΤΟ– δεν φαίνεται να έχουν πρόθεση να μιμηθούν τους Ευρωπαίους, που αναζητούν τρόπους να αποτρέψουν την Τουρκία από την ένταξη στη λέσχη τους. Η παραμονή της γειτονικής χώρας στο αμυντικό σύστημα της Δύσεως είναι ο στόχος της Ουάσιγκτον. Ευτυχώς, για την Ελλάδα.