Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Ιστορικό άρθρο για τις τελευταίες ώρες της Βασιλεύουσας (Α΄ Μέρος)


29 Μαΐου 1453 οι τελευταίες ώρες της Βασιλεύουσας - Μια ιστορία θάρρους και προδοσίας (ΜΕΡΟΣ 1)
Του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη
(Πηγή : http://www.onalert.gr)
Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου.
Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην γεμάτη άταφα πτώματα, πεδιάδα του Λύκου. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε.
Η Πόλη των πόλεων, θα ζούσε άλλη μια ημέρα σκληρής πολιορκίας. Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα. Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του. Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά. Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος. Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος. Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή.
Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές. Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και απλά περίμεναν. Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας. Από τις 7 Απριλίου πολεμούσαν αδιάκοπα έναν δυνατότερο και πολυάριθμο εχθρό. Και όμως άντεχαν. Κάθε ημέρα στις επάλξεις θέριζαν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Η τεράστια τάφρος από κάτω είχε γεμίσει και αυτή πτώματα. Κι όμως εκείνοι δεν τα παρατούσαν και με περισσότερη λύσσα κάθε φορά επιχειρούσαν εξ εφόδου να καταλάβουν τα τείχη.
Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453 Σε λίγη ώρα στα τείχη θα εμφανιζόταν να πάρει τη θέση του στις πολεμίστρες ανάμεσα στους συμπολεμιστές του, σαν απλός στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της χιλιόχρονης Πόλης...
Ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης συνέχιζε να κοιτά προς το στρατόπεδο του Αμιρά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι του σουλτάνου, εκείνου του νεαρού με τη γαμψή μύτη και τα σχιστά παμπόνηρα μάτια, τον είχαν πλησιάσει και του είχαν προτείνει να παρατήσει τον Αυτοκράτορα και να πάει με το μέρος τους. Θα τον έπνιγαν στα χρυσάφια. Και εκείνον και τους 800 συντρόφους του που τον ακολουθούσαν πιστά χρόνια τώρα. Ο μικρός στρατός μισθοφόρων που είχε δημιουργήσει ήταν ο καλύτερος στην Ευρώπη για την υπεράσπιση κάστρων. Ο 21 ετών Μεχμέτ του είχε διαμηνύσει σε τόνο που δεν σήκωνε αμφισβήτηση: “Έλα μαζί μου και θα έχεις ότι ζητήσεις. Πράγματα που ούτε έχεις φανταστεί. Μείνε με τον Αυτοκράτορα και σε περιμένει ο θάνατος”
Έφθασε στην Πόλη στα μέσα του χειμώνα στις 26 του Γενάρη. Τα δυο πλοία του με τους 800 σιδερόφραχτους ατρόμητους πολεμιστές του, έδεσαν στο λιμάνι του Βουκολέωντα. Όταν κατέβηκαν και παρατάχθηκαν μπροστά στον προβλήτα περιμένοντας τον Αυτοκράτορα, ο κόσμος τους αγκάλιαζε και έκλαιγε από χαρά. Στα πρόσωπα τους έβλεπε τη σωτηρία τους. Ο αυτοκράτορας τον εμπιστεύτηκε και τον έχρισε αμέσως Πρωτοστράτορα. Είχε υπό τη διοίκηση του ολόκληρη την άμυνα της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος του έδειξε απεριόριστη εμπιστοσύνη και ο Ιωάννης Ιουστινιάννης δεν επρόκειτο να τον προδώσει.
Στην Ευρώπη όλη, οι βασιλιάδες και οι ευγενείς τον ήξεραν με το όνομα του Giovanni Guistiniani Longo. Οι Βυζαντινοί τον φώναζαν Καπετάν-Γιουστουνιά, οι εχθροί του, που τον έτρεμαν τον φώναζαν “Μαύρο Άγγελο”. Η σκουρόχρωμη γκρίζα βαριά μεταλλική του πανοπλία, ο μαύρος μανδύας του και το επιβλητικό του παρουσιαστικό, ειδικά όταν “έριχνε” την περικεφαλαία του να καλύψει το πρόσωπο του, τον έκαναν να δείχνει σαν Άγγελος θανάτου...
Αμέσως έπιασε δουλειά. Χώρισε και αναδιάταξε τον στρατό. Τους εκπαίδευσε όσο μπορούσε καλύτερα, στα σύγχρονα όπλα, και ζήτησε να επιδιορθωθούν τα τείχη. Απαίτησε από τον αυτοκράτορα να πάρει δια της βίας όσους από τους νέους της Κωνσταντινούπολης είχαν κλειστεί σε μοναστήρια, για να μην πολεμήσουν και δυστυχώς ήταν πολλοί. Έδωσε στον κάθε στρατιώτη ρόλο. Όρισε το σημείο των τειχών που θα υπερασπιζόταν ο κάθε ευγενής Και τοποθέτησε τους δικούς του 800 ιππότες στα πιο καίρια και επικίνδυνα σημεία.
Κάθε βράδυ δειπνούσε με τον αυτοκράτορα και κατέστρωναν σχέδια για να μην αφήσουν τα Θεοδοσιανά τείχη να τα πατήσει ο εχθρός. Κάθε βράδυ ζούσαν σαν να ήταν το τελευταίο. Οι υπερασπιστές ήταν αυτό που λέμε “μετρημένα κουκιά”: 5.000 Βυζαντινοί και 2.500 Γενουάτες, Ενετοί, Ισπανοί ακόμη και Τούρκοι. Σύνολο με τις εφεδρείες το πολύ 9.000 ψυχές. Και οι απέναντι; Αναρίθμητοι. Ξεπερνούσαν τις 150.000. Οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και πολλοί Βούλγαροι, Σέρβοι, Ούγγροι, Βόσνιοι, Αγαρηνοί, Αμπχάζιοι, ακόμη και ...Έλληνες.
Τον Ιουστινιάνη όμως όπως και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο δεν τους απασχολούσε η μεγάλη μάζα του στρατού του Μεχμέτ. Ούτε οι Βασιβουζούκοι, ούτε οι Σπάχηδες μπορούσαν να συγκριθούν με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Τον Αυτοκράτορα και τον Πρωτοστράτορα τους έκαιγαν τα 20.000 εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα που είχε σαν προσωπική φρουρά ο Μεχμέτ. Τους ονόμαζαν Γενίτσαρους. Αυτούς έπρεπε να εξολοθρεύσει ο Βυζαντινός στρατός...
Το τελευταίο βράδυ μετά τη λειτουργία στην Αγία Σοφία και πριν πάρει το δρόμο του προς τα τείχη, ο Ιουστινιάνης συναντήθηκε στο “Αυγουσταίον”, με τον Αυτοκράτορα. Περπάτησαν μαζί τη Μέση Οδόν και στα αριστερά τους είχαν τον Ιππόδρομο. Η φρουρά του Κωνσταντίνου είχε μείνει διακριτικά λίγο πιο πίσω, μαζί με τη φρουρά του Μαύρου Άγγελου. Δίπλα στον Αυτοκράτορα βρισκόταν ο άνθρωπος που ο Ιουστινιάννης μισούσε περισσότερο από οποιονδήποτε. Ο Μέγας Δούξ, ο Λουκάς Νοταράς. Ο άνθρωπος που προτιμούσε το “Τούρκικο Σαρίκι από την Λατινική καλύπτρα”. Ο Ιουστινιάννης ζήτησε από τον Αυτοκράτορα το πρωί όταν θα ξεκινούσε η μάχη να τον κλειδώσει αυτόν και τους άλλους στρατιώτες, στην Πύλη που υπερασπιζόταν για να μην μπορέσει κανείς να φύγει: “Ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε όλοι μας επάνω στην Πέμπτη (Πύλη) και στον Άγιο Ρωμανό” του είπε και κάρφωσε δολοφονικά τα μάτια του στον Μέγα Δούκα.
Ο κόσμος που συνέχιζε να βγαίνει εκείνη την ώρα από την Αγία Σοφία είδε τον Αυτοκράτορα του, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δακρύζει και να αγκαλιάζει τον Πρωτοστράτορα του. Ο Λουκάς Νοταράς χαμογέλασε ειρωνικά...
Ο Μέγας Δούκας της Κωνσταντινούπολης ποτέ δεν συμπάθησε τον Γενουάτη Ιουστινιάνη. Ποτέ δεν του άρεσε οτιδήποτε προέρχονταν από τη Δύση και οτιδήποτε ήταν λατινικό. Προτιμούσε τους Οθωμανούς και τον νέο σουλτάνο Μεχμέτ. Εξάλλου ήταν μόλις 21 ετών και σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Πόλης από εκείνον θα μπορούσε εύκολα να τον χειραγωγήσει... Ήταν ο Μεγας Δούκας της Πόλης και εάν πέθαινε ο αυτοκράτορας εκείνος θα αναλάμβανε... Ο Λουκάς Νοταράς, όχι μόνο δεν συμπαθούσε τον Ιουστινιάνη αλλά τον φοβόταν κιόλας. Όχι τόσο λόγω παρουσιαστικού. Τον φοβόταν γιατί λίγες ημέρες πριν λίγο έλειψε να του κόψει το κεφάλι μπροστά στον Κωνσταντίνο. Εκείνο το απόγευμα που ο Αυτοκράτορας και ο Πρωτοστράτορας πολεμούσαν για ώρες στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκείνο το απόγευμα που οι Οθωμανοί λίγο έλειψε να μπούν στην θεοφύλακτη Πόλη. Τότε που ο Πρωτοστράτορας του έστειλε αγγελιοφόρο στα Θαλασσινά τείχη όπου βρισκόταν: “ Μεγάλε Δούκα χρειαζόμαστε επειγόντως τα κανόνια και τους πολεμιστές σου. Εκεί που τα κρατάς σήμερα δεν γίνεται μάχη. Πρέπει να έρθουν όλοι ΑΜΕΣΩΣ προς βοήθεια, στην Πύλη του Αγίου (Ρωμανού). Το ρήγμα στα τείχη είναι μεγάλο. Δεν θα αντέξουμε για πολύ. Τα σκυλιά θα μπουν μέσα”
Η απάντηση του Νοταρά ήταν λιτή. “Κανείς δεν θα πάει πουθενά. Τους χρειάζομαι εδώ”. Τελικά ο αυτοκράτορας και οι υπερασπιστές στα τείχη αν και πολεμούσαν από το πρωί κατάφεραν το απόγευμα να τσακίσουν όλους τους εχθρούς. Λίγοι πάτησαν τα τείχη και εκείνοι μακελεύτηκαν αμέσως. Το βράδυ στο παλάτι στις Βλαχέρνες ο Ιουστινιάνης μπήκε στη Μεγάλη αίθουσα βρώμικος και κατάκοπος από την πολύωρη μάχη. Με συννεφιασμένο βλέμμα έψαξε τον Νοταρά. Ήταν ο μοναδικός στην αίθουσα, ντυμένος με καθαρά ρούχα και “ατσαλάκωτος”. Στεκόταν δίπλα στον εξουθενωμένο Παλαιολόγο. Η μεταλλική μαύρη φορεσιά του Γενουάτη έτριξε καθώς εκείνος πλησίαζε με δυο δρασκελιές τον Νοταρά. Το σκοτεινό βλέμμα του, τρόμαξε μέχρι και τον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιάνης έβγαλε το τεράστιο σπαθί του από τη θήκη με ασύλληπτη ταχύτητα. Κανένα μάτι δεν κατάλαβε πως. Η παχιά και κοφτερή σαν ξυράφι λεπίδα πίεσε δυνατά και μάτωσε τον λαιμό του Νοταρά. Τα λόγια του Γενουάτη δεν σήκωναν αμφισβήτηση. Του ψιθύρισε: “Έδω μπροστά στον βασιλιά σου θα σου πάρω το κεφάλι. (traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal “Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι”).Σκυλί γιατί δεν έστειλες βοήθεια που σου ζήτησα. Αφού στα Θαλασσινά δεν πολεμούσες. Όχι για μένα αλλά για τον Αυτοκράτορα σου, Λουκά Νοταρά.”
Το πρόσωπο του Ιουστινιάνη έγινε κατακόκκινο από το θυμό καθώς ξαναθυμήθηκε τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν στον Άγιο Ρωμανό. Λίγο έλειψε να πεθάνει το απόγευμα της 7ης Μαΐου πάνω στα τείχη. Εκείνη την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την μεγαλύτερη επίθεση τους. Τουλάχιστον 40.000 Οθωμανοί όρμηξαν λυσσασμένα προς τα τείχη για να τα καταλάβουν...Πολεμούσε πλάι στον αυτοκράτορα από το πρωί.
Κάποια στιγμή τον άφησε και με 20 δικούς του έτρεξε λίγα μέτρα βορειότερα. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει σκάλες και ανέβαιναν. Οι άλλοι υπερασπιστές ήταν νεκροί σε εκείνο το σημείο. Έπεσε πάνω τους όπως ο θεριστής στα στάχυα. Τους μεκέλευε έναν προς έναν μαζί με τους 20 συντρόφους του. Όταν ξαφνικά ένας γενίτσαρος ανέβηκε τις σκάλες και εμφανίστηκε στα τείχη. Ο Αμουράτ μόνος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σιδερόφραχτους και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρωτοστράτωρα. Ο Ιουστινιάνης ήταν ψήλος επιβλητικός με χέρια σαν κορμούς δέντρου και σβέρκο σαν δαμάλι. Όμως έδειχνε σαν παιδάκι μπροστά στον Αμουρατ. Ο τεράστιος Γενίτσαρος με το κυρτό σπαθί του επιτέθηκε με μανία στον Ιουστινιάνη. Κάθε χτύπημα τον έκανε να υποχωρεί. Δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ την επίθεση του. Το σπαθί έπεφτε με δύναμη πάνω στην πανοπλία. Ο Γενουάτης δεν άντεξε, δεν πρόλαβε να ανταποδώσει καν ένα χτύπημα. Παραπάτησε και έπεσε. Ο Τούρκος χαμογέλασε με κακία και σήκωσε το σπαθί του. Ο Ιουστινιάνης βλαστήμησε και έκλεισε τα μάτια...
Ο θάνατος όμως δεν ήρθε. Περίμενε με κλειστά τα μάτια και κομμένη την ανάσα τον Τούρκο να του κόψει το κεφάλι αλλά παρέμενε ζωντανός. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του γενιτσάρου πεσμένο δίπλα του με τα μάτια του ορθάνοιχτα γεμάτα έκπληξη να τον κοιτούν. Γύρισε και είδε το τεράστιο κορμί του Τούρκου να έχει πέσει στα γόνατα. Από τον λαιμό του ξεπηδούσαν πίδακες αίματος. Δίπλα όρθιος στεκόταν με ματωμένο το σπαθί του ένας νέος και χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Αν και όρθιος δεν ξεπερνούσε στο ύψος το άψυχο ακέφαλο γονατιστό κορμί του Αμουράτ.
Ένα ατρόμητο Ελληνόπουλο είχε δει από την αρχή τον γενίτσαρο να επιτίθεται στον Πρωτοστράτορα. Παράτησε το πόστο του και με φτερά στα πόδια έφτασε την κατάλληλη στιγμή. “Με λένε Ραγκαβή, Πρωτοστράτορα μου...” πρόλαβε να πει πριν η πανοπλία του τρυπηθεί σε πολλά σημεία από βροχή από βέλη. Κάτω από τα τείχη οι Οθωμανοί τοξότες είχαν δει τι είχε συμβεί και εκδικήθηκαν. Ο Ιουστινιάνης σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με το γυμνό σπαθί του πέταξε μόνος του όσους γενίτσαρους είχαν απομείνει στα τείχη. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον θάνατο του μικρού Έλληνα που του έσωσε τη ζωή.
Ένα χέρι τον άγγιξε και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Βρισκόταν και πάλι μπροστά στον Νοταρά. Το χέρι που έπιανε απαλά το σπαθί του, ήταν του αυτοκράτορα: “Σας παρακαλώ αδέλφια. Ας αφήσουμε κατά μέρους τις διαφορές που μας χωρίζουν”. Για άλλη μια φορά προσπάθησε να τους έχει όλου ενωμένους ενάντια στον κοινό εχθρό, αν και ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος του καθένα...
Σκηνή σουλτάνου Μεχμέτ. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου 
Ο Μεχμέτ ο Β, δεν άκουγε τους συμβούλους του που μιλούσαν γύρω του. Είχε καθίσει αναπαυτικά επάνω στο παχύ χαλί της σκηνής του, στη μεγάλη και κεντημένη με χρυσές κλωστές μαξιλάρα και είχε αφήσει το νου του να ταξιδέψει. Ήταν ο τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ και η τύχη το έφερε έτσι να γίνει εκείνος Σουλτάνος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι ο Μουράτ τον τελευταίο καιρό πριν πάει να συναντήσει τον Αλλάχ, είχε γίνει εξαιρετικά μαλθακός. Είχε συνάψει συμφωνίες φιλίας με του Βυζαντινούς και είχε αποσυρθεί στην Αδριανούπολη, όπου και είχε επιδοθεί σε ένα ανελέητο “αγώνα” απολαύσεων και φιλοσοφίας. Βέβαια πριν από αυτό είχε κατατροπώσει τους πάντες στα Βαλκάνια και είχε εκτοπίσει τους Βυζαντινούς σε 2 θύλακες. Στον Μυστρά ή Μυζηθρά και στην Κωνσταντινούπολη. Την Πόλη που για 1000 χρόνια δεν είχε καταλάβει κανείς σε 27 πολιορκίες. 
Ο Μεχμέτ συνέχιζε να αναπολεί. Ήθελε να γίνει ο νέος Ισκεντέρ. Ο Μέγας Αλέξανδρος που θαύμαζε από μικρός. Αυτός στα 21 του χρόνια θα κατάφερνε, ότι μόνο ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει. Θα γινόταν ο κυρίαρχος του κόσμου. Ήταν ήρεμος. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει ότι οι “Μουγκοί” που έστειλε ο ίδιος στον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του είχαν κάνει τη δουλειά τους. Με μεταξωτά κορδόνια τον έπνιξαν. Και δεν χύθηκε το τιμημένο αίμα του οίκου του Οσμάν και εκείνος τώρα δεν θα είχε κανένα που εν δυνάμει θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα δικαιώματα του στον θρόνο.
Το μόνο που έπρεπε τώρα, ήταν να καταλάβει την “Κωσταντιγιέ” όπως έλεγαν τη βασιλεύουσα μέχρι τότε οι Οθωμανοί. Εάν αποτύγχανε ήξερε καλά ότι οι “Μουγκοί” θα τον επισκέπτονταν και εκείνον κάποιο βράδυ σταλμένοι από κάποιον Βεζίρη του. Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη αυτή: “όταν μπω στην Πόλη νικητής θα της αλλάξω και ονομασία. Θα την ονομάσω Ιστανμπούλ, ή Ισλαμπόλ δεν ξέρω, θα αποφασίσω μετά” σκέφτηκε.
Στο συμβούλιο τον λόγο είχε πάρει ο Μεγάλος Βεζίρης και πιστός σύντροφος του πατέρα του, Μουράτ, ο ηλικιωμένος Χαλίλ Τσανταρλί Πασάς. Τον άκουγε να λέει ότι η Πόλη δεν πέφτει και ότι όσο είναι καιρός να μαζέψουμε τις σκηνές μας και να επιστρέψουμε στο Ετιρνέ ( Αδριανούπολη).
Ο Μεχμέτ έσφιξε τα χείλη του και σκέφτηκε: “Χαλίλ Πασά όταν πέσει η Πόλη ετοιμάσου να αποχωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου. Νομίζεις γέρο ότι δεν ξέρω πως ο Παλαιολόγος σε δωροδοκεί για να σπείρεις διχόνοια στον στρατό μου και να με καταφέρεις να φύγω”
Ο Μεχμέτ σηκώθηκε χτύπησε μια φορά παλαμάκια και όλοι σιώπησαν και κατέβασαν τα κεφάλια στο πάτωμα. Ίσιωσε την χρυσοπράσινη κελεμπία του και με ήρεμη φωνή είπε: “ Μοιράστε διπλές μερίδες φαγητού στο στράτευμα. Στείλτε δερβίσηδες σε κάθε γωνιά του στρατοπέδου να τους πουν ότι αύριο το βράδυ θα κοιμηθούν σε απαλά στρώματα μέσα στην Πόλη. Θέλω οι δερβίσηδες να τους κάνουν να κλάψουν. Να τους πουν ότι όποιος πεθάνει θα πάει στον παράδεισο. Όλο το βράδυ θα χτυπάνε τα τύμπανα. Ανάψτε και φωτιές παντού. Ο πρώτος που θα πατήσει τα τείχη και θα ανεβάσει τη σημαία μου στις επάλξεις θα πάρει το βάρος του σε χρυσάφι. Οι υπόλοιποι έχουν 3 μέρες δικές τους να κάνουν ότι θέλουν μέσα στην Πόλη. Να πάρουν σκλάβες να πάρουν σπίτια να πάρουν χρυσάφια. Τους ανήκουν όλα. Σε εμένα ανήκουν τα δημόσια κτίρια και η ίδια η Πόλη. Τώρα πλησιάστε όλοι να σας πω το σχέδιο επίθεσης που σκέφτηκα...”
Λίγη ώρα αργότερα ο Μεχμέτ αποφάσισε να μιλήσει ο ίδιος στους στρατιώτες του. Ζήτησε να συγκεντρωθούν. Μια τεράστια ανθρώπινη θάλασσα γέμισε τον χώρο. Ο Σουλτάνος με σταθερή φωνή, άρχισε να λέει: «Αγαπημένα μου παιδιά, εύχομαι και σας παρακαλώ, στο όνομα του Θεού, του προφήτη του Μωάμεθ και στο δικό μου, το δούλου τους να κάνετε αύριο ένα έργο που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως έκαναν μέχρι τώρα παντού οι πρόγονοί μας. Να ανεβείτε με τις σκάλες στα τείχη σαν πουλιά με όλη τη γενναιότητα, το θάρρος και την προθυμία που διαθέτετε για να μη χάσουμε τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας με τη χάρη του Θεού. Αντίθετα, τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη» Το αλλόκοτο και ανομοιογενές πλήθος παραληρούσε και ζητωκραύγαζε. Η ώρα της τελικής εφόδου πλησίαζε…
Μέγα Παλάτιον Βλαχέρνες. Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από τον καλό και πιστό του φίλο Γεώργιο Φραντζή να δώσει εντολή να συγκεντρωθούν μπροστά του, στην «Αίθουσα του Θρόνου», όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι Πρωτοσπαθάριοι της Πόλης. Μέχρι να έρθουν ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Άφησε το κουρασμένο του κορμί να πέσει βαριά στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα. Έσκυψε και έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο του. Η Πόλη του, άντεχε 50 συνεχόμενες ημέρες. Ως πότε όμως. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει από τότε που στέφθηκε Αυτοκράτορας. Ώρες ώρες ένιωθε εντελώς μόνος. Το βάρος που έφερε καθημερινά ήταν δυσβάσταχτο. Ένιωθε ότι μαχόταν σε έναν πόλεμο που από την αρχή του, το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Κανείς δεν τον βοηθούσε. Τα θησαυροφυλάκια ήταν άδεια. Η Πόλη που κάποτε αριθμούσε περισσότερο από μισό εκατομμύριο ψυχές και ήταν το κέντρο του κόσμου, τώρα ήταν ένα μια νεκροζώντανη σκιά του εαυτού της. Τα πλοία, όσα είχαν απομείνει σάπιζαν στα νεώρια. Πολλά σπίτια ήταν πλέον άδεια…Φαντάσματα στα χαλάσματα. Κοράκια έκραζαν στον ουρανό. Οι άρχοντες δεν έδιναν χρήματα λες και όταν ο Σουλτάνος θα έμπαινε στην Βασιλεύουσα θα τους άφηνε να τα κρατήσουν. Αναγκάστηκε να εκποιήσει μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τα τάματα του λαού του. Προσπάθησε να καλέσει τη Δύση για βοήθεια. Ακόμη την περίμενε…Κανένα πλοίο από τους Λατίνους δεν εμφανιζόταν στον ορίζοντα, παρά τις διαβεβαιώσεις.
Ευτυχώς που εμφανίσθηκε και ο Ιουστινιάνης. Βέβαια εάν η Πόλη άντεχε, ο Γενουάτης θα έπαιρνε σαν πληρωμή ολόκληρη τη νήσο Λήμνο.
Πόσο θα ήθελε να είχε χρήματα στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Θα μπορούσε να πληρώσει εκείνον τον τεχνίτη κανονιών τον Ουρβάνο. Η μεγάλη Μπομπάρδα θα ήταν μέσα από τα τείχη και όχι απέξω. Δεν είχε… Ο Ουρβάνος πήγε στον Σουλτάνο και η Μπομπάρδα έκανε τη γη να τρέμει σε κάθε κανονιοβολισμό. Έμαθε μάλιστα ότι στην Αδριανούπολη μια γυναίκα έχασε το παιδί που είχε στην κοιλιά της από τον φόβο της. Τόσο μακριά ακουγόταν ο ήχος του ορειχάλκινου τέρατος. Η μπομπάρδα διέλυε αργά αλλά σταθερά τα τείχη.
Χαμογέλασε ειρωνικά όταν στην αρχή οι κανονιέρηδες έριχναν στα τείχη και δεν τους προκαλούσαν την παραμικρή φθορά, Μέχρι εκείνο το πρωινό που εμφανίστηκαν οι Ούγγροι τεχνίτες που του έστειλε ο σύμμαχος του, ο Ιωάννης Ουνιάδης για να τον βοηθήσουν στην άμυνα της Βασιλεύουσας. Αντί να έρθουν μέσα στην Πόλη όπως έπρεπε, εκείνοι έτρεξαν στον Σουλτάνο. Του είπαν και έδειξαν στο στρατό του, τον τρόπο να ρίξουν τα τείχη. Ο Σουλτάνος τους πλήρωσε αδρά. Το δικό του θησαυροφυλάκιο ήταν γεμάτο. Οι τεχνίτες τους είπαν να ρίχνουν την πρώτη βολή σε ένα σημείο. Η δεύτερη θα έπρεπε να πέσει στην ίδια ευθεία με την πρώτη αλλά λίγα μέτρα πιο δίπλα. Η τρίτη κανονιά θα έπεφτε στη μέση και λίγο χαμηλότερα. Σαν ανάποδο τρίγωνο. Τα τείχη έπεφταν και διαλύονταν πια σαν να ήταν από άμμο. Ευτυχώς που ο λαός του, δεν έκανε πίσω και τα βράδια, τα επιδιόρθωνε. Τα γέμιζε με πέτρες με άμμο ακόμη και με ρούχα και μάλλινα υφάσματα για να απορροφούν τους κραδασμούς…
Ο λαός του τον λάτρευε το ένιωθε, ήταν όμως διχασμένος. Άλλοι τον υποστήριζαν και άλλοι τον κατηγορούσαν για «ενωτικό», τον κατηγορούσαν ότι πούλησε την ορθόδοξη πίστη στον Πάπα. Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν και για τον ρόλο του μοναχού Γεννάδιου Σχολάριου που είχε κλειστεί στη Μονή του Παντοκράτωρα και κατακεραύνωνε με πύρινους λόγους, εκείνον, τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, τη Δύση και οποιαδήποτε προσπάθεια άμυνας στον Μεχμέτ. « Η Πόλη είναι αμαρτωλή και θα πληρώσει για αυτό. Μετανοείτε τίποτε δεν θα μας σώσει από την οργή του Κυρίου» έλεγε και ο κόσμος συγκεντρωνόταν έξω από τη Μονή και τον πίστευε… Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν ο Σχολάριος εάν ο Μεχμέτ έπαιρνε τη Βασιλεύουσα...
Για λίγο σκέφτηκε την πρώτη του σύζυγο τη Θεοδώρα, ανιψιά του Δεσπότη της Ηπείρου. Την έχασε το 1430. Ο θάνατος της, τον τσάκισε. Δώδεκα χρόνια μετά αποφάσισε να δέσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα, την Κατερίνα Κατιλούζιο από τη Λέσβο. Η μοίρα του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Η Κατερίνα πέθανε και εκείνη. Παιδιά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν επρόκειτο ποτέ να αποκτήσει. Βούρκωσε. Ο πιστός του φίλος Φραντζής, διέκοψε τις μαύρες σκέψεις του. «Είναι όλοι εδώ. Σας περιμένουν » του είπε.
Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και έδωσε εντολή να περάσουν Όταν η «αίθουσα του Θρόνου» γέμισε ασφυκτικά άρχισε να τους μιλάει:
«Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας πιέσει ακόμα περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που διαθέτει. Θέλει να αρχίσει γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά κι από τη θάλασσα, έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι. Γι' αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς της πίστης μας. Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς βασιλεύουσας όλων των πόλεων. Οι εχθροί μας διαθέτουν όπλα, ιππικό, δύναμη και πλήθος, αλλά εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας, στα χέρια μας και στη γενναιότητα που μας χάρισε ο Θεός. Ξέρω ότι η τεράστια αγέλη των απίστων θα επιτεθεί εναντίον μας, όπως συνηθίζει, με βάναυση ορμή, αλαζονεία και θράσος επειδή είμαστε λίγοι, ώστε να μας τρομάξουν, να μας κουράσουν και να μας κάνουν να χάσουμε το ηθικό μας με τις φωνές και τους αλαλαγμούς τους. Εσείς όμως γνωρίζετε καλά πόσο ανόητα είναι αυτά και δε χρειάζεται να σας τα θυμίσω. Σε λίγο θα επιτεθούν και θα ρίξουν εναντίον μας πέτρες και βέλη αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας, αλλά ελπίζω ότι δεν θα πετύχουν τίποτα.» Η φωνή του Αυτοκράτορα έσπασε αλλά εκείνος συνέχισε:
«Σας βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι, γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι. Να καλύψετε καλά το κεφάλι σας με τις ασπίδες τη στιγμή της συμπλοκής και να χρησιμοποιείτε με επιτυχία το δεξί σας χέρι με το σπαθί. Οι περικεφαλαίες, οι θώρακες, οι πανοπλίες και ο υπόλοιπος οπλισμός σας είναι σε θέση να σας βοηθήσουν αποτελεσματικά σ' όλη τη διάρκεια της μάχης, επειδή οι εχθροί δεν διαθέτουν ανάλογο εξοπλισμό.
Ήρθε λοιπόν αδέρφια μου ο σουλτάνος, μας πολιόρκησε και έχει ορθάνοιχτο το τεράστιο στόμα του για να καταβροχθίσει τόσο εμάς όσο και την πόλη που έχτισε ο αείμνηστος μεγάλος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος την αφιέρωσε στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, εκφράζοντας την ευχή να την έχουμε πάντα βοηθό και προστάτη της πατρίδας μας, που αποτελεί καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά των Ελλήνων, και καύχημα όλου του κόσμου»