Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Άρθρο του Foreign Affairs για το πυρηνικό πρόγραμμα ως σύμβολο κύρους της Βρετανίας


Το σύμβολο κύρους της Βρετανίας
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ηνωμένου Βασιλείου μετά τις εκλογές
Joseph Singh
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις των βρετανικών βουλευτικών εκλογών στις 7 Μαΐου, η Mhairi Black, μια εικοσάχρονη φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και υποψήφια με το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP), ανέτρεψε τον Douglas Alexander, αρχιτέκτονα της προεκλογικής εκστρατείας του Εργατικού Κόμματος και πρώην Σκιώδη Υπουργό Εξωτερικών, σε μια περιοχή την οποία εκπροσωπούσε για σχεδόν 20 χρόνια.
Στην επινίκια ομιλία της που μεταδόθηκε από την τηλεόραση σε όλη την χώρα, διακήρυξε εν μέσω εκκωφαντικών χειροκροτημάτων, «Θα ψηφίζω πάντα κατά της σπατάλης 100 δισεκατομμυρίων λιρών για μια νέα γενιά πυρηνικών όπλων “Trident”». Πράγματι, αν και οι εκλογές κυριαρχήθηκαν ως επί το πλείστον από την υποτονική οικονομική ανάκαμψη της χώρας, η εκστρατεία ανέδειξε επίσης την τεράστια πόλωση που υπάρχει σε ό, τι αφορά το πυρηνικό μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η χώρα πρέπει να αποφασίσει οριστικά μέχρι το 2016 σχετικά με τoυς [πυραύλους] Trident, δεδομένων των δέκα και πλέον ετών που απαιτούνται για την δημιουργία μιας εναλλακτικής για τα τέσσερα πυρηνικά εξοπλισμένα υποβρύχια της χώρας, που προβλέπεται να αποσυρθούν το 2028. Παρά το γεγονός ότι οι κυβερνώντες Συντηρητικοί -οι οποίοι δεσμεύτηκαν να ακολουθήσουν μια παρόμοια με τους Trident εναλλακτική- θα επιστρέψουν τώρα στο Westminster με μια ισχυρότερη κυβερνητική πλειοψηφία, οι εκλογές στέρησαν από το κοινό έναν σωστό δημόσιο διάλογο σχετικά με τα πλεονεκτήματα του εν λόγω σχεδίου.

13052015-1.jpg
Διαδηλωτές λαμβάνουν μέρος σε συλλαλητήριο κατά των Trident στην Γλασκώβη, στις 4 Απριλίου του 2015. RUSSELL CHEYNE / REUTERS

Αντ’ αυτού, το συγκεκριμένο ζήτημα αποτέλεσε μια ακόμα εστία πολιτικής διαμάχης σχετικά με την δημοσιονομική υπευθυνότητα. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, για παράδειγμα, υποστήριξαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να διατηρήσει ένα αξιόπιστο φόβητρο με μια φθηνότερη εναλλακτική που να περιλαμβάνει τρία, ή ίσως λιγότερα, υποβρύχια. Το Εργατικό Κόμμα προσπάθησε να καλύψει και τις δύο θέσεις, διατηρώντας την δέσμευσή του στην μακροχρόνια πολιτική συνεχούς θαλάσσιας αποτροπής από το Ηνωμένο Βασίλειο (continuous at-sea-deterrence, CASD) μέσω τεσσάρων υποβρυχίων, αλλά αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο ότι οι στρατηγικές και τεχνολογικές επιταγές ίσως επιτρέψουν την χρήση λιγότερων σκαφών με χαμηλότερο κόστος.
Παρά τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων, το μέγεθος και το κόστος της αντικατάστασης των Trident είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Οι ειδικοί γενικά συμφωνούν ότι, για να διατηρηθεί το τρέχον επίπεδο αποτροπής, το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται τέσσερα σκάφη: Ένα για ενεργό υπηρεσία, ένα για την προγραμματισμένη συντήρηση, ένα για συμμετοχή στην εκπαίδευση και ένα σε εφεδρεία. Οποιεσδήποτε προσπάθειες μείωσης του αριθμού σκαφών θα εξοικονομήσει μόνο ένα κλάσμα του συνολικού κόστους του προγράμματος, ενώ θα υπονομεύσει τον σκοπό ολόκληρης της επιχείρησης, αφήνοντας την χώρα χωρίς αξιόπιστο αποτρεπτικό [όπλο] για μια περίοδο που θα μπορούσε να φτάσει τους τρεις μήνες. Επιπλέον, οι προτάσεις για εναλλακτικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των από αέρος -ή θαλάσσης- εκτοξευόμενων πυραύλων Κρουζ, θα προσέφεραν περιορισμένη εξοικονόμηση πόρων, διότι θα απαιτούσαν την οικοδόμηση εγχώριων εκρηκτικών κεφαλών και πυραυλικών δυνατοτήτων από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτά τα νέα συστήματα θα είναι πιο ευάλωτα σε επιθέσεις και θα κάλυπταν μικρότερο εύρος από ότι ένας εκσυγχρονισμένος βαλλιστικός πύραυλος Trident.
Η δημόσια συζήτηση σχετικά με το μέγεθος της εναλλακτικής για την «Τρίαινα» περιέπλεξε κι ένα πιο απαιτητικό ερώτημα: Πυρηνικά όπλα προς τι;
Ο συντηρητικός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, υποστήριξε ότι η αντικατάσταση των Trident είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία από τρέχουσες και μελλοντικές απειλές. Άλλοι, όπως η Nicola Sturgeon, η οποία ηγήθηκε του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας σε μια σαρωτική νίκη στην Σκωτία, υποστήριξαν ότι η χώρα δεν χρειάζεται πλέον πυρηνικό αποτρεπτικό για την προστασία των θεμελιωδών εθνικών συμφερόντων ασφαλείας της. Η Sturgeon ίσως και να έχει δίκιο. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση για το μέλλον των Trident είναι λιγότερο θέμα βρετανικής ασφάλειας και μάλλον σχετίζεται με το πόσα προτίθεται να πληρώσει η χώρα για την διατήρηση του υπερμεγέθους ρόλου της στον κόσμο.
Οι αιτιολογήσεις ασφαλείας για ένα ανεξάρτητο βρετανικό πυρηνικό δυναμικό είναι πολλές και μη πειστικές. Το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια μιας περιόδου μεγάλου φόβου στην Δυτική Ευρώπη. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οι ηγέτες του έθνους είχαν ελάχιστη εμπιστοσύνη στις εγγυήσεις των ΗΠΑ σε ό, τι αφορά την ασφάλεια -και πίστευαν, τουλάχιστον, ότι οι σοβιετικοί τους αντίπαλοι μοιράζονταν αυτήν την πεποίθηση. Έτσι επέμειναν στην αναγκαιότητα μιας ανεξάρτητης πυρηνικής δύναμης. Σήμερα, η χώρα συνεχίζει να απολαμβάνει αποτρεπτική ισχύ που της προσφέρει η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ ˑ τα πρόσθετα οφέλη που λαμβάνει από μια ανεξάρτητη [αμυντική] ικανότητα είναι λίγα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία περίσταση υπό την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα προχωρούσε σε εκτόξευση πυρηνικού πυραύλου χωρίς την συγκατάθεση των ΗΠΑ. Πράγματι, καμία σύγχρονη απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου -από την τρομοκρατία ως την ηλεκτρονική κατασκοπία- δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά από κάποιο πυρηνικό αποτρεπτικό [όπλο].
Στην πραγματικότητα, η μόνη χρησιμότητα της πυρηνικής αποτροπής για το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η συνεχής μόχλευση και επιρροή που ασκεί στις παγκόσμιες υποθέσεις. Έτσι, η απόφαση για την διατήρησή της στηρίζεται σε ένα μόνο ερώτημα, εκείνο που όλα τα μεγάλα κόμματα απέτυχαν να απαντήσουν επί της ουσίας: Ποιος είναι ο ρόλος που επιθυμεί να διαδραματίσει το Ηνωμένο Βασίλειο στον κόσμο;
Στα απομνημονεύματά του, ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός, Τόνι Μπλερ, έγραψε ότι «Το κόστος [των Trident] είναι τεράστιο, ενώ η χρησιμότητά τους σε έναν κόσμο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αφορά λιγότερο τον τομέα της αποτροπής και καθόλου την στρατιωτική χρήση». Αλλά τελικά, ο ίδιος υποστηρίζει ότι η παραίτηση από την χρήση πυρηνικών όπλων θα μπορούσε να οδηγήσει σε «τεράστια υποβάθμιση του κύρους της χώρας μας». Όταν αναφέρεται από τον ηγέτη μιας πρώην αποικιακής υπερδύναμης, η επιδίωξη «κύρους» μπορεί να ακούγεται κάπως απρεπής. Αλλά το ζήτημα παραμένει. Μπροστά στην μείωση των δεικτών της σχετικής της δύναμης, ένα πυρηνικό αποτρεπτικό [όπλο] αποτελεί ζωτική πηγή συνεχιζόμενης επιρροής.
Σήμερα, η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς του κόσμου αντικατοπτρίζει μια παρωχημένη εκτίμηση της δύναμης και των δυνατοτήτων του. Από την θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το Ιράν έως τον ρόλο της στην διαμεσολάβηση ειρηνευτικών συνομιλιών στο Νότιο Σουδάν, η χώρα έχει δυσανάλογη επιρροή στην διεθνή πολιτική σκηνή, γεγονός που έγινε εφικτό από την συνεχιζόμενη κατοχή ενός ισχυρού πυρηνικού αποτρεπτικού [όπλου]. Δεν είναι ότι οι Βρετανοί μπορούν να απειλήσουν με πυρηνική τιμωρία εκείνους που δεν τους αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα, αλλά μπορούν να επιδείξουν το οπλοστάσιό τους, ως κύριο προσόν της θέσης τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Εκτός από τα πυρηνικά όπλα, το Ηνωμένο Βασίλειο μοιράζεται ελάχιστα με τους ομοίους του στο Ρ5 σε ό, τι αφορά τις πιο λογικές μετρήσεις ισχύος, από το σύνολο των στρατιωτικών δαπανών και το ανθρώπινο δυναμικό έως τις εισφορές σε διεθνείς οργανισμούς και την οικονομική ισχύ (φυσικά, το ίδιο συμβαίνει και με την Γαλλία -ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το Παρίσι δεν εξετάζει το ενδεχόμενο παραχώρησης του πυρηνικού του οπλοστασίου).

13052015-2.jpg
Ο Philip Hammond, ο πρώην υπουργός Άμυνας και νυν υπουργός Εξωτερικών για εξωτερικές και κοινοπολιτειακές υποθέσεις, φωτογραφίζεται μπροστά από ένα υποβρύχιο εξοπλισμένο με Trident , στις 29 Οκτωβρίου 2012. DANNY LAWSON / REUTERS

Τη απουσία πυρηνικών όπλων, το Ηνωμένο Βασίλειο ίσως να καταφέρει να διατηρήσει μια νομική αξίωση για την μόνιμη έδρα του, αλλά είναι αμφίβολο το αν θα κρατήσει το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο ώστε να συνεχίσει να υπερισχύει της φθίνουσας οικονομίας και του στρατού του. Πράγματι, η απόφαση να εγκαταλείψει τα πυρηνικά όπλα θα υπονόμευε πιθανότατα την νομιμοποίηση του P5 και του ίδιου του Συμβουλίου Ασφαλείας. Την ώρα που το Συμβούλιο Ασφαλείας εξακολουθεί να δέχεται πυρά για την ελλιπή αντιπροσωπευτικότητά του, η προοπτική ότι μια μη πυρηνική μέση δύναμη μπορεί να ασκήσει δικαίωμα βέτο σε μελλοντικές αποφάσεις υποσκάπτει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στον θεσμό. Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να εργαστεί για την διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα του θεσμού και των μόνιμων μελών του σε ό, τι αφορά την αντιμετώπιση των παγκόσμιων απειλών κατά της ασφάλειας.
Χωρίς πυρηνικά όπλα, η Βρετανία επίσης θα δυσκολευτεί περισσότερο να εκτελέσει τις διεθνείς της προτεραιότητες. Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί τον πυρηνικό αφοπλισμό κορυφαίο στόχο της εξωτερικής της πολιτικής. Με έναν ειρωνικό τρόπο, η χώρα βρίσκεται σε καλύτερη θέση ώστε να προωθήσει αυτή την ατζέντα με ένα αξιόπιστο πυρηνικό αποτρεπτικό [όπλο]. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να επηρεάσει τον στόχο μιας μελλοντικής μείωσης των πυρηνικών εξοπλισμών εάν παραιτηθεί μονομερώς από την διαπραγματευτική του δύναμη. Όπως υποστήριξε κάποια στιγμή ο Βρετανός πρώην Σκιώδης Υπουργός Εξωτερικών, Aneurin Bevan, το να διαπραγματευτεί κανείς για τον αφοπλισμό, αφότου παραιτήθηκε από τα πυρηνικά όπλα θα ήταν σαν να έμπαινε «γυμνός στην συνεδριακή αίθουσα».
Τέλος, τα πυρηνικά όπλα μπορούν να χρησιμεύσουν ως χρήσιμη δικλείδα ασφαλείας για ένα γεωπολιτικό μέλλον που θα είναι πιθανότατα πολύ λιγότερο ευνοϊκό για το Ηνωμένο Βασίλειο. Αρχικά, η ανανέωση των Trident μπορεί να ενισχύσει την βρετανική επιρροή σε μια λιγότερο σταθερή Ευρώπη. Επιπλέον, την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιούν την στρατηγική τους επανεξισορρόπηση στην Ασία, η Ευρώπη ίσως χρειαστεί να επωμιστεί σταδιακά όλο και μεγαλύτερο βάρος για την διαχείριση της αλυτρωτικής Ρωσίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα δυσκολευόταν πολύ περισσότερο να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά με τους Ρώσους ομολόγους του αν δεν είχε κάποιο αξιόπιστο αποτρεπτικό [όπλο]. Στην πραγματικότητα, η συνεχιζόμενη κατοχή πυρηνικών όπλων είναι σημαντική για την διατήρηση από την Βρετανία αυτού του είδους μόχλευσης σήμερα. Καθώς η Ρωσία αντιμετωπίζει μείωση της συμβατικής στρατιωτικής της δύναμης απέναντι στις βαριές Δυτικές επενδύσεις σε όπλα ακριβείας, έχει στραφεί όλο και περισσότερο στα πυρηνικά όπλα για την επίτευξη των στόχων της. Η Μόσχα απείλησε ξεκάθαρα ότι θα χρησιμοποιήσει «πυρηνική δύναμη» για να υπερασπιστεί την προσάρτηση της Κριμαίας.
Αν και πολλοί θέλησαν να αποτινάξουν την χρήση πυρηνικής αποτροπής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ενέργειες της Ρωσίας υποδηλώνουν ότι [η αποτροπή] θα πρέπει να διαδραματίσει κάποιον ρόλο, έστω και αν χρειαστεί να εξελιχθεί η κατανόηση του κόσμου σε ό,τι αφορά την αποτροπή αυτή ώστε να αντανακλά τις νέες απειλές που συνεπάγονται σημαντική ασυμμετρία συμφερόντων. Η στροφή της Ρωσίας προς τις πυρηνικές απειλές σημαίνει ότι η ικανότητα του ΝΑΤΟ να επηρεάσει την συμπεριφορά της Ρωσίας στηρίζεται τουλάχιστον εν μέρει σε ένα αξιόπιστο, και ως εκ τούτου ευρωπαϊκό αποτρεπτικό [όπλο]. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο ελπίζει να επηρεάσει την έκταση της απάντησης του ΝΑΤΟ στην Μόσχα, θα πρέπει να αποδείξει την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις υπονοούμενες επικλήσεις πυρηνικού εκβιασμού. Ένα ΝΑΤΟ παραιτημένο από μέρος των πυρηνικών δυνατοτήτων του είναι πιθανό να σηματοδοτήσει εξασθένιση της αποφασιστικότητας εντός του θεσμού στην αφοσίωση των μελών του αναφορικά σε μια κοινή ασφάλεια και άμυνα.
Για τους λόγους αυτούς, οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον, παρακολούθησαν, αναμφίβολα, αγωνιωδώς τις εκλογές αυτού του μήνα. Σε μια εποχή που η μεγάλη στρατηγική των ΗΠΑ δίνει έμφαση στην σταθερότερη πολυμέρεια, η βρετανική και η αμερικανική μοίρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Από τις παρεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ως τις προσπάθειες αποτροπής της πυρηνικοποίησης του Ιράν, το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσε αναμφισβήτητα τον πιο πιστό υποστηρικτή των στόχων των ΗΠΑ σε ό, τι αφορά την εξωτερική πολιτική. Έτσι, ενώ οι Αμερικανοί αξιωματούχοι της Άμυνας είναι σχεδόν βέβαιο ότι επικροτούν το εκλογικό αποτέλεσμα, ορισμένοι μπορεί να κρατούν ακόμα την αναπνοή τους. Η εριστική εκλογική συζήτηση για τους Trident εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πόσο μακριά είναι πρόθυμοι να φτάσουν οι Συντηρητικοί για να κρατήσουν την υπόσχεσή τους, σε περίπτωση που συνεχίσει η πολιτική πίεση να αυξάνεται καθώς η χώρα πλησιάζει στην προθεσμία του 2016. Η απόφαση αυτή θα έχει σημαντικές επιπτώσεις. Το ενδεχόμενο ύπαρξης ενός Ηνωμένου Βασιλείου με λιγότερη επιρροή στον κόσμο γύρω του, δεν αποτελεί θετική προοπτική για την Ουάσιγκτον.
Φυσικά, ένα αποπυρηνικοποιημένο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα αποτελεί μια χώρα που θα στερείται της ισχύος να διαμορφώνει τον κόσμο. Είναι, όμως, μια χώρα της οποίας η ικανότητα να προβαίνει σε κάτι τέτοιο θα έχει μειωθεί. Η έκταση της απώλειας είναι σίγουρα ένα ανοιχτό ζήτημα, όπως είναι και το χρηματικό της κόστος. Το εάν το βρετανικό κοινό είναι πρόθυμο να επενδύσει πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια – «το τίμημα», όπως είπε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, «για να μπορείς να κάθεσαι στο κορυφαίο τραπέζι» - είναι και πρέπει να είναι ένας σημαντικός λόγος δημόσιας συζήτησης. Εδώ διακυβεύονται σαφή ανταλλάγματα. Η αντικατάσταση των Trident ίσως απαιτήσει ένα ποσό που θα ανέρχεται στο ένα τρίτο των αμυντικών δαπανών της Βρετανίας κατά τα επόμενα δέκα χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρξουν λιγότεροι πόροι για τις συμβατικές δυνατότητες αντιμετώπισης των άλλων απειλών για την εθνική ασφάλεια και της συμμετοχής σε μελλοντικές παρεμβάσεις. Πράγματι, έχει προκαθοριστεί η συρρίκνωση του βρετανικού στρατού στο μικρότερο μέγεθός του από την αυγή του 19ου αιώνα, ενώ το Βασιλικό Ναυτικό, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Gideon Rachman, σύντομα θα είναι ανίκανο να συγκεντρώσει «μια τακτική στρατιωτική δύναμη στο μέγεθος που η Βρετανία χρειάστηκε κατά την διάρκεια του πολέμου των Φώκλαντ». Γενικότερα, οι σημαντικές αμυντικές δαπάνες σημαίνουν λιγότερους πόρους για την χρηματοδότηση ενός όλο και μεγαλύτερου κοινωνικού δικτύου ασφαλείας.
Ίσως, με τις εκλογές πίσω τους, οι Βρετανοί ηγέτες θα μπορέσουν να ηγηθούν μιας πιο πολιτισμένης και ευφυούς συζήτησης σχετικά με την αξία αυτών των σημαντικών διλημμάτων. Είναι μια συζήτηση που η χώρα την αξίζει, και που εξακολουθεί να μην την έχει κάνει.

* Ο JOSEPH SINGH έχει βραβευτεί με την υποτροφία Rhodes και είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Blavatnik School of Government στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.


Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-kingdom/2015-05-10/britai...