Η ελληνική ιδιαιτερότητα
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΛΛΙΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Κάθε μέρα που περνά όλο και περισσότεροι σοβαροί συνομιλητές από το εξωτερικό δηλώνουν πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα είναι μια «ιδιαίτερη» περίπτωση, κάτι διαφορετικό, μια χώρα που ναι μεν είναι στην Ευρώπη, αλλά και δεν είναι.
Μια χώρα που χάρις στον οραματισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τις προσωπικές του φιλίες με τον Χέλμουτ Σμιτ και τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν μπήκε στην ΕΟΚ, αν και δεν ήταν έτοιμη. Μια χώρα που λόγω της ευρωπαϊκής ρεαλιστικής πολιτικής που ακολούθησε ο Κώστας Σημίτης και τις δικές του σχέσεις με τον Σρέντερ και τον Ζοσπέν έγινε μέλος της Ευρωζώνης, ενώ δεν έπρεπε (ήταν και τα swaps, αλλά για να μη βγάζουμε μόνοι μας τα μάτια μας, «παρατυπίες» έκαναν και άλλοι). Η ελληνική ιδιαιτερότητα επιβεβαιώθηκε και την περίοδο των Μνημονίων, με τον εσωτερικό διχασμό, την πυρπόληση της Αθήνας, τα Ζάππεια, τις συνεχείς αλλαγές κυβερνήσεων και, κυρίως, τον «αντιμνημονιακό ανένδοτο» που διαπερνά όλα τα κόμματα και όλες τις ιδεολογίες, αριστερούς και δεξιούς.
Μια χώρα που χάρις στον οραματισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τις προσωπικές του φιλίες με τον Χέλμουτ Σμιτ και τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν μπήκε στην ΕΟΚ, αν και δεν ήταν έτοιμη. Μια χώρα που λόγω της ευρωπαϊκής ρεαλιστικής πολιτικής που ακολούθησε ο Κώστας Σημίτης και τις δικές του σχέσεις με τον Σρέντερ και τον Ζοσπέν έγινε μέλος της Ευρωζώνης, ενώ δεν έπρεπε (ήταν και τα swaps, αλλά για να μη βγάζουμε μόνοι μας τα μάτια μας, «παρατυπίες» έκαναν και άλλοι). Η ελληνική ιδιαιτερότητα επιβεβαιώθηκε και την περίοδο των Μνημονίων, με τον εσωτερικό διχασμό, την πυρπόληση της Αθήνας, τα Ζάππεια, τις συνεχείς αλλαγές κυβερνήσεων και, κυρίως, τον «αντιμνημονιακό ανένδοτο» που διαπερνά όλα τα κόμματα και όλες τις ιδεολογίες, αριστερούς και δεξιούς.
Για κάθε αξιολόγηση χρειάζονταν μήνες διαπραγματεύσεων. Πρωτόγνωρα πράγματα, όχι μόνο για τις ευρωπαϊκές χώρες και την Κομισιόν, που δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία, αλλά και για το ΔΝΤ, τα στελέχη του οποίου δεν είχαν ξαναζήσει τέτοιες καταστάσεις.
Λάθη έκαναν όλοι, εντός και εκτός Ελλάδας. Αλλά το κύριο, διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής περίπτωσης είναι η άρνηση εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι μεν δεν ήθελαν να ακουμπήσουν το συνδικαλιστικό κατεστημένο, οι δε να μην πειράξουν τα ολιγοπωλιακά επιχειρηματικά συμφέροντα και όλοι μαζί να μην αλλάξουν τη χώρα. Αν σε αυτό το ήδη εκρηκτικό μείγμα προσθέσει κανείς τη διακομματική εμμονή στην ταύτιση με τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα, ακόμη και αν την ίδια ώρα απολύονται εκατοντάδες χιλιάδες από τον ιδιωτικό, εύκολα φθάνουμε στη σημερινή κατάσταση. Στα μάτια της διεθνούς κοινότητας έχουμε απολέσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας, αλλά εμείς επιμένουμε «ελληνικά», απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσουμε, ότι θα κάνουμε εκλογές, ότι θα προσφύγουμε σε δημοψηφίσματα.
Αντίθετα, το άλλο κομμάτι του Ελληνισμού, η Κύπρος, συμπεριφέρεται διαφορετικά, και μάλλον πετυχαίνει. Η χθεσινή τοποθέτηση του Κύπριου υπ. Οικονομικών τα λέει όλα: «Χρειαζόμαστε την τρόικα, την παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει, και συνεργαζόμαστε εποικοδομητικά μαζί της. Εξαιτίας λαθών του παρελθόντος, για τα οποία αναλαμβάνουμε την ευθύνη, ζητήσαμε χείρα βοηθείας από τους εταίρους μας στην Ε.Ε. και στο ΔΝΤ. Η παρουσία της τρόικας είναι προσωρινή. Δεν θέλουμε να γινόμαστε βάρος στους Ευρωπαίους εταίρους μας περισσότερο από όσο είναι απαραίτητο».
Μετά την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, και η Κύπρος σύντομα θα βγει από το Μνημόνιο. Η Ελλάδα παραμένει «διαφορετική». Ακόμη και αν υπάρξει μια πρώτη συμφωνία, όλο και περισσότεροι μιλούν πλέον για έξοδό της από την Ευρωζώνη, εκτιμώντας ότι αυτή όχι μόνο δεν θα πλήξει το ευρώ, αλλά αντίθετα θα το ενδυναμώσει.