Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Άρθρο του Foreign Affairs για την πολιτική κατάσταση στην Ιορδανία


Στην Ιορδανία τα προβλήματα και η πολιτική είναι τοπικά
Επιστολή από την Rusayfeh
David Schenker
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Στην Ιορδανία, οι καιροί είναι δύσκολοι. Κατ’ αρχάς, το Βασίλειο χρειάστηκε να παλέψει με την απορρόφηση σχεδόν ενός εκατομμυρίου προσφύγων από την Συρία κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, γεγονός που έχει εναποθέσει ένα τεράστιο βάρος στις υποδομές και τους δημόσιους πόρους της.
Επιπλέον, έπρεπε να ασχοληθεί με τους ανθρώπους που ταξιδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση: Από το 2011, εκτιμάται ότι περίπου 2.500 Ιορδανοί έχουν φτάσει στα βόρεια σύνορα για να ενταχθούν στην Jebhat al Nusra και το Ισλαμικό Κράτος, γνωστό επίσης ως ISIS. Με την σειρά της, η Ιορδανία μετατράπηκε σε βασικό στόχο γι’ αυτές τις τρομοκρατικές ομάδες. Στις αρχές Μαρτίου, επικαλούμενο κάποια μεγάλη απειλή για την ασφάλεια από την τρομοκρατία, το Ειρηνευτικό Σώμα απομάκρυνε τους εθελοντές του από την χώρα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο μέσος Ιορδανός δεν πιστεύει ότι η ασφάλεια αποτελεί την κύρια πρόκληση της χώρας.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση που διεξήχθη από το μη κερδοσκοπικό Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο, οι Ιορδανοί ανησυχούν περισσότερο για την ασθμαίνουσα οικονομία, τις υψηλές τιμές και την τοπική διαφθορά. Και αισθάνονται ότι έχουν πολύ περιορισμένα μέσα για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων. Σύμφωνα με την δημοσκόπηση, το 71% των Ιορδανών υποστήριξε ότι το εκλεγμένο κοινοβούλιο τους δεν κατάφερε να επιτύχει κάτι αξιέπαινο το 2014. Δεν είναι μόνο ότι ο νομοθέτης παρεμποδίζεται πάντοτε από ένα κυρίαρχο Παλάτι, αλλά έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι νομοθέτες αντιμετωπίζουν δευτερεύοντα θέματα, όπως οι σχέσεις της χώρας με το Ισραήλ και το περιττό νομοσχέδιο για την προστασία της αραβικής γλώσσας.
Παρά το γεγονός ότι οι Ιορδανοί δεν βγαίνουν ακόμη στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν, οι τοπικές ανησυχίες εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική και ευρέως διαδεδομένη πηγή απογοήτευσης. Κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ιορδανία τον Μάρτιο του 2015, είδα το πώς μια Ιορδανή ασχολείται με αυτά τα θέματα στην περιοχή της. Η εμπειρία αυτή έριξε φως στον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί της Ιορδανίας βλέπουν την διακυβέρνηση και γιατί η τοπική πολιτική μπορεί να διαχωριστεί σε τόσο μεγάλο βαθμό από την ευρύτερη εξωτερική πολιτική και τα προβλήματα ασφάλειας που μαστίζουν την χώρα.
Η Rudaynah al Otti είναι 42 χρόνων και βουλευτής στην δεύτερη θητεία της [εκπροσωπώντας] την Rusayfeh, μια φτωχή, συντηρητική, κυρίως παλαιστινιακή πόλη της [επαρχίας] Zarqa, σε μικρή απόσταση βόρεια του Αμμάν. Κατάγεται από μια εξέχουσα οικογένεια Παλαιστινίων: Ο πατέρας της, πριν παραιτηθεί φέτος, είχε υπηρετήσει για δεκαετίες ως ανώτερος υπάλληλος στο Αραβικό Προοδευτικό Κόμμα Μπάαθ της Ιορδανίας, το οποίο υποστηρίζει το καθεστώς του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ. Εκτός από το πτυχίο της στην δημοσιονομική διαχείριση και τα τραπεζικά, η Otti είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην διοίκηση επιχειρήσεων, ενώ κατά την περίοδο 2007-2010, διετέλεσε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Rusayfeh. Εξελέγη στο κοινοβούλιο το 2010 και ξανά το 2013 στο πλαίσιο της ποσόστωσης γυναικών στην Ιορδανία (15 από τις 138 έδρες στο κοινοβούλιο προορίζονται για τις γυναίκες υποψηφίους που θα λάβουν το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων), υπηρετεί στις κοινοβουλευτικές επιτροπές για τα χρηματοοικονομικά και τις παλαιστινιακές υποθέσεις.
Η Otti είναι ίσως πιο γνωστή στην Ιορδανία για τις απόψεις της σχετικά με την εξωτερική πολιτική. Αποτελεί κορυφαία υποστηρίκτρια στο βασίλειο για την δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους που θα περιλαμβάνει το σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης και θα έχει ως πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Κάνει εκκλήσεις επίσης για την «απελευθέρωση» της Ιορδανίας από το «βάρος» της συνθήκης ειρήνης Ισραήλ-Ιορδανίας του 1994. Οι αφίσες της προεκλογικής εκστρατείας της Otti το 2010 παρουσίαζαν την ίδια μπροστά στο τζαμί του Θόλου του Βράχου στην Ιερουσαλήμ να πλαισιώνεται από τρεις γυναίκες βομβίστριες αυτοκτονίας της Χαμάς. Προσέφερε, επίσης, πλήρη υποστήριξη -τόσο μέσα από την τηλεόραση όσο και σε συνεντεύξεις στον έντυπο τύπο- στις παλαιστινιακές τρομοκρατικές επιθέσεις που έγιναν στις 18 Νοεμβρίου του 2014 εναντίον μιας συναγωγής στην Ιερουσαλήμ που σκότωσε πέντε Ισραηλινούς.

28042015-2.jpg
Η αφίσα της προεκλογικής εκστρατείας της Rudaynah al Otti το 2010 περιλαμβάνει τρεις γυναίκες βομβίστριες αυτοκτονίας της Χαμάς. (David Schenker)

Γνώρισα την Otti στο γραφείο της στην Φιλανθρωπική Κοινωνία Nashmyat της Ιορδανίας, που παρέχει βοήθεια στους φτωχότερους της περιοχή. Είναι η πρόεδρος της οργάνωσης και κανονίζει συναντήσεις με τους ψηφοφόρους της στην έδρα της δύο φορές την εβδομάδα, τα Σάββατα και τις Τετάρτες, για να ακούσει τα προβλήματά τους σε ό, τι αφορά την ανεργία, την πρόνοια, την εκπαίδευση, ανάμεσα σε μυριάδες άλλα κοινωνικά δεινά. Όταν έφτασα το Σάββατο το μεσημέρι, περισσότερα από 30 άτομα κάθονταν σε έναν προθάλαμο, περιμένοντας υπομονετικά. Όπως και οι περισσότερες από τις γυναίκες στην περιοχή της, η Otti είναι μια συντηρητική Μουσουλμάνα που φοράει μαντίλα και αποφεύγει τις χειραψίες με άνδρες. Δεν είναι, όμως, ιδιαίτερα συνεσταλμένο άτομο.
Σε ένα διάστημα δύο ωρών, η Otti είδε σχεδόν 20 ψηφοφόρους της, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες. Οι σύντομες συναντήσεις ήταν ομοιόμορφα συντονισμένες -σχεδόν κάθε τρία λεπτά- από μια σειρά κλήσεων στο κινητό της τηλέφωνο, στις οποίες απαντούσε ταχύτατα. Ήταν ευγενική - πάντα ξεκινούσε ρωτώντας για την οικογένεια του ψηφοφόρου της- αλλά στην συνέχεια έμπαινε κατ’ ευθείαν στο θέμα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πλειονότητα των επισκεπτών της Otti αποζητούσε βοήθεια μέσω κυβερνητικά χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων βοήθειας. Η φτώχεια στην Ιορδανία είναι πανταχού παρούσα: Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, σχεδόν το 15% των κατοίκων του Βασιλείου βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας (που αφορά εκείνα τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα κάτω από 366 δηνάρια [517 δολάρια] τον μήνα), ενώ περίπου το 30% ζει σε συνθήκες φτώχειας τουλάχιστον για το ένα τέταρτο του χρόνου.

28042015-3.jpg
Η Rudaynah al Otti, 42 χρονών και βουλευτής στην δεύτερη θητεία της ως εκπρόσωπος της Rusayfeh, συναντά ψηφοφόρους στο γραφείο της. (David Schenker)

Αρκετά άτομα που συναντήθηκαν με την Otti συζήτησαν μαζί της την ανεπάρκεια των συντάξεών τους. Ένας άνθρωπος με σωματική αναπηρία, ανίκανος να εργαστεί για να στηρίξει την πενταμελή οικογένειά του, εξήγησε στην Otti ότι λάμβανε κυβερνητική βοήθεια που ανερχόταν σε μόλις 136 δηνάρια (192 δολάρια) τον μήνα. Το ποσό αυτό, είπε, ήταν μικρότερο από εκείνο που του αναλογούσε και δεν ήταν αρκετό για να καλύψει ούτε καν το ενοίκιό του. Σε απάντηση, η Otti έδωσε εντολή στην γραμματέα της να γράψει επιστολή προς το Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης, ζητώντας από τον υπουργό να επανεξετάσει την περίπτωση του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Σε μια άλλη περίπτωση, η Otti συζήτησε με μια νεαρή, πρόσφατα παντρεμένη γυναίκα η οποία ζήτησε βοήθεια για να καταφέρει να βγάλει τα προς το ζην. Ο σύζυγος της νεόνυμφου είχε μόλις σταλεί στην φυλακή λόγω ακάλυπτης επιταγής -ποσό που ήταν προφανώς τόσο σημαντικό ώστε δεν ήταν σε θέση να το αποπληρώσει μετά την σύλληψή του- και θα παρέμενε στην φυλακή για δύο χρόνια. Η Otti ενημέρωσε την νεαρή νύφη ότι είχε τα απαιτούμενα προσόντα για ένα μηνιαίο επίδομα, ενώ την ενθάρρυνε να απευθυνθεί στο Υπουργείο Κοινωνικής Ανάπτυξης.
Η Otti δεν ήταν σε θέση να τους βοηθήσει όλους, όμως. Μια Ιορδανή γυναίκα που είχε μεταναστεύσει στην Συρία με τον Σύριο σύζυγό της πριν από κάποια χρόνια ήλθε για να κάνει ερωτήσεις σχετικά με το δικαίωμά της για λήψη κυβερνητικής βοήθειας. Μέχρι πριν από έναν χρόνο, η οικογένειά της είχε ζήσει στην πόλη Homs, είπε. Παρά την ιορδανική υπηκοότητά της, τα μέλη της οικογένειάς της θεωρήθηκαν πρόσφυγες στην Ιορδανία καθώς οι εθνικότητες των παιδιών βασίζονται σε εκείνη του πατέρα τους. Ως Σύριοι, η οικογένεια της λαμβάνει στήριξη μόνο 39 δηναρίων τον μήνα, ή μετά βίας αρκετά για να αγοράσει περίπου 6 κιλά κρέας τον μήνα. (Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης, το 34% των Ιορδανών κάτω των 5 ετών υποφέρουν από αναιμία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατανάλωση κόκκινου κρέατος αποτελεί ένα όλο και πιο σπάνιο στοιχείο της τοπικής διατροφής). Το διαμέρισμά της, όπως υποστήριξε η γυναίκα, κοστίζει 150 δηνάρια τον μήνα, ενώ ο μισθός του συζύγου της ως ράφτη, δεν ήταν αρκετός για να τα βγάλουν πέρα. Η Otti είπε στην γυναίκα ότι οι επιλογές της ήταν περιορισμένες, αλλά πρότεινε να επιδιώξει μια πρόσθετη χρηματοδότηση μέσω της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR).
Σε μια άλλη περίπτωση, μια άπορη διαζευγμένη γυναίκα που ζούσε με τα παιδιά της στο σπίτι της αδελφής της, ξέσπασε σε λυγμούς την ώρα που εξηγούσε την κατάστασή της στην Otti. Η ίδια δεν είχε λάβει ακόμη οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής πρόνοιας από την κυβέρνηση και αναγκαζόταν να ψάχνει για τροφή στα σκουπίδια. Ανίκανη να παράσχει οποιαδήποτε χρήσιμη συμβουλή, η Otti άνοιξε το πορτοφόλι της και εναπόθεσε αρκετά δηνάρια στα χέρια της ψηφοφόρου της.
Ένα φαινομενικά κοινό πρόβλημα που προέκυψε ήταν η ασυνέπεια στις κυβερνητικά χρηματοδοτούμενες εκπαιδευτικές υποτροφίες. Αρκετοί από τους νεότερους ψηφοφόρους της Otti τής εξέφρασαν παράπονα ότι οι πανεπιστημιακές τους υποτροφίες –που είναι διαθέσιμες για φοιτητές με βαθμούς withjeyyid jeddan ή «λίαν καλώς»- είχαν ανεξήγητα εξαφανιστεί. Μια γυναίκα που συνοδευόταν από την κόρη της εξήγησε ότι η υποτροφία των περσινών διδάκτρων της για το Χασεμιτικό Πανεπιστήμιο διεκόπη μετά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους παρά τους εξαιρετικούς της βαθμούς. Η Otti κάλεσε την γραμματέα της και πάλι από το διπλανό δωμάτιο για να καταγράψει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης και να συντάξει μια επιστολή στον Υπουργό Ανώτατης Εκπαίδευσης για λογαριασμό της.
Με την ανεργία στην Ιορδανία κοντά στο 30% και ίσως ακόμα περισσότερο στην Rusayfeh, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ψηφοφόροι ζήτησαν την βοήθεια της Otti για να βρουν δουλειά. Όπως οι περισσότεροι Ιορδανοί, έτσι και οι κάτοικοι της Ruseyfeh φαίνεται να προτιμούν την απασχόληση στον δημόσιο τομέα, η οποία ενώ έχει χαμηλές αμοιβές, προσφέρει εργασιακή ασφάλεια και θεωρείται μια λιγότερο απαιτητική εργασία. Ένας άνδρας ζήτησε την βοήθειά της για την κατάταξη του γιου του στον στρατό. Μια γυναίκα που ήταν στο παρελθόν διοικητική υπάλληλος στο Υπουργείο Παιδείας είπε ότι επιζητούσε την επιστροφή της στην παλιά της θέση. Ένας δάσκαλος που ειδικεύεται στην ισλαμική εκπαίδευση και είχε συναντήσει την Otti πριν από έξι μήνες αναζητώντας εργασία σε δημόσιο σχολείο, ήταν επίσης εκεί. Η Otti του είπε ότι είχε στείλει επιστολή στον υπουργό εκ μέρους του, αλλά δεν είχε λάβει ακόμη απάντηση. Συμφώνησε να παρακολουθήσει την πορεία της υπόθεσης.
Δεν ήταν σαφές το ποσοστό επιτυχίας της Otti αναφορικά με την επίλυση όλων αυτών των περιπτώσεων. Φυσικά, αν κρίνουμε από την εξοικείωσή της με το ζήτημα του δασκάλου –και τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που περίμεναν για μια ακρόαση μαζί της- τα γραφειοκρατικά γρανάζια στο Αμμάν κινούνται αργά.
Παρ’ όλα αυτά, μετά από δύο ώρες, αποχώρησα από το γραφείο της Otti εντυπωσιασμένος με την προσήλωσή της, την επικοινωνία και την αφοσίωσή της στους ψηφοφόρους της. Εντυπωσιάστηκα επίσης από την αποτελεσματικότητά των εργασιών της και την απίστευτη προσοχή της στην λεπτομέρεια. Με τα χρόνια, έχω γνωρίσει πολλούς πολιτικούς της Ιορδανίας, αλλά έχω ακούσει εκπληκτικά λίγες περιπτώσεις επιστροφής τους στις περιοχές καταγωγής τους για να αλληλεπιδράσουν με ψηφοφόρους. Με εξαίρεση την συμμετοχή σε κηδείες και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις που απαιτούν την δημόσια εμφάνισή τους στον τόπο τους, οι βουλευτές συνήθως παραμένουν στο Αμμάν και απαιτούν από τους ψηφοφόρους να ταξιδέψουν στην πρωτεύουσα για να συναντηθούν μαζί τους.
Η καθιέρωση από την Otti μιας ημέρας συνάντησης με ψηφοφόρους της ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Ταυτόχρονα, όμως, είναι περίεργο το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Rusayfeh θα πρέπει να υποβάλουν αναφορά στον κοινοβουλευτικό τους εκπρόσωπο για να μεσολαβήσει εκ μέρους τους σχετικά με την επίλυση φαινομενικά ζητημάτων ρουτίνας που αφορούν κυβερνητικές υπηρεσίες στο Αμμάν. Η αδυναμία των Ιορδανών να ελιχθούν με επιτυχία στα συστήματα κρατικής γραφειοκρατίας και το γεγονός ότι η Otti συντάσσει επιστολές προς τους υπουργούς ζητώντας πληροφορίες σχετικά με τόσα πολλά άτομα, ίσως υποδεικνύουν σοβαρά ελλείμματα στην διακυβέρνηση της Ιορδανίας. Ενώ οι προσπάθειες της Otti είναι χρήσιμες σε μικροοικονομικό επίπεδο, αντιπροσωπεύουν επίσης μια εξειδικευμένη λύση για το -προς το παρόν- ανεπαρκές σύστημα διακυβέρνησης.
Για να είμαστε δίκαιοι, η κυβέρνηση της Ιορδανίας έχει κάνει κάποιες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για την βελτίωση των στοιχείων διακυβέρνησης. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι η διαφθορά παραμένει ένα βασικό παράπονο του μέσου Ιορδανού, τον περασμένο χρόνο, σύμφωνα με την Transparency International, οι τοπικές αντιλήψεις για την διαφθορά στο Βασίλειο μειώθηκε σημαντικά. Ακόμα κι έτσι, με τις απειλές για την ασφάλεια να αυξάνονται, είναι σαφές ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι συστημικές βελτιώσεις στην διακυβέρνηση της Ιορδανίας παραμένουν χαμηλά στην λίστα προτεραιοτήτων. Προς το παρόν τουλάχιστον, οι υπηρεσίες που παρέχονται από την Otti αποτελούν ένα βιώσιμο μέσο για την επίτευξη ορισμένων από τις ανάγκες της Rusayfeh.
Για τον μέσο Ιορδανό, που ανησυχεί για την φθορά από την καθημερινότητά του και είναι αναστατωμένος με την επιδείνωση της κατάστασης στην Συρία και το Ιράκ, το σύστημα, αν και ομολογουμένως δεν είναι το καλύτερο, φαίνεται ικανοποιητικό. Για την Ουάσιγκτον, ωστόσο, η Otti θα παραμείνει ένα μυστήριο. Παρ’ όλο το θετικό της έργο στην διακυβέρνηση, η ατζέντα της για την εξωτερική πολιτική μπορεί να μην είναι κάτι που η Δύση μπορεί να χωνέψει. Ωστόσο, την ώρα που η Ουάσιγκτον συνεχίζει να υποστηρίζει τις δημοκρατικές εξελίξεις στην Ιορδανία και σε όλη την Μέση Ανατολή, θα πρέπει να θυμάται ότι όλες οι πολιτικές είναι τοπικές.

* Ο DAVID Η. SCHENKER είναι διευθυντής του Προγράμματος Αραβικής Πολιτικής στο Institute for Near East Policy στην Ουάσιγκτον.


Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/features/letters-from/in-jordan-problems-a...