Ενα πρότυπο ηγέτη από τη Σάμο του 1821
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
ΜΙΧΑΗΛ Β. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
Ενας συνταγματικός δημοκρατικός ηγέτης κατά την Επανάσταση του ’21
Ο Γ. Λογοθέτης Λυκούργος της Σάμου (1772-1850) εκδ.Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014
Σύμφωνα με ένα παλαιότερο αλλά πάντα σε ισχύ αφήγημα, η εθνική Επανάσταση του 1821 -ενδεχομένως και ολόκληρη η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους-
οικοδομήθηκε πάνω στη διαμάχη δύο παρατάξεων: των φιλοδυτικών εκσυγχρονιστών, συνήθως σπουδαγμένων στην Εσπερία, και των ημεδαπών τοπικών παραδοσιακών ελίτ, που επιδίωκαν μονίμως τη διαιώνιση μιας «κλειστής», συντηρητικής Ελλάδας. Χονδρικά, με βάση αυτή την προσέγγιση, η αέναη σύγκρουση του εκσυγχρονισμού και του κοτζαμπασισμού είναι αυτή που, μέσω των αντιφάσεων που παράγει εξ αντικειμένου, έχει ως αποτέλεσμα όλες αυτές τις διαρκείς παλινωδίες που μας είναι τόσο οικείες στην πορεία των δύο αιώνων ζωής του νεοελληνικού κράτους. Ακόμη και σήμερα.
Συνωμοτικό ψευδώνυμο
Ωστόσο, αν τα θεωρητικά σχήματα είναι ίσως βολικά για τους ανθρώπους, η Ιστορία αδιαφορεί προκλητικά γι’ αυτά. Και η μελέτη του αείμνηστου μελετητή του νέου ελληνισμού και ακαδημαϊκού Μιχαήλ Σακελλαρίου (1912-2014) για τον Λυκούργο Λογοθέτη της Σάμου επιχειρεί να μιλήσει για τα πραγματικά ιστορικά υποκείμενα, με τις εσωτερικές «αντιφάσεις» τους και τις λοξές πορείες τους στη ζωή.
Γεννημένος το 1772 στο Νέο Καρλόβασι Σάμου από οικογένεια μεσαίου έμπορου, ο Γιώργης, όπως ήταν το βαπτιστικό του, έλαβε την παιδεία των οικονομικά ευκατάστατων στο Λεβάντε: μαζί, ελληνορθόδοξη και δυτική. Το γεγονός αυτό τού επέτρεψε να κάνει καριέρα στη γραφειοκρατία των ελληνόφωνων ηγεμόνων στις παραδουνάβιες αυλές, φθάνοντας στη σημαντική θέση του «λογοθέτη», ενώ αργότερα άσκησε και το ιατρικό επάγγελμα στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Γεώργιος Λογοθέτης δεν ήταν βέβαια Κοραής. Παρότι δεν υποτίμησε ποτέ τα γράμματα, η φυσική του κλίση ήταν η πολιτική και δη στον γενέθλιο τόπο του. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια περίπτωση συγκρότησης τοπικής ελίτ που αν και είναι απολύτως ταυτισμένη με τον τόπο της, και παρότι έχει και η ίδια παραδοσιακά χαρακτηριστικά, είναι ταυτόχρονα πολιτικά προοδευτική και σε συμφωνία με τα νεωτερικά ρεύματα της Ευρώπης.
Πράγματι, ο Γ. Λογοθέτης που θα προσθέσει στη συνέχεια το συνωμοτικό ψευδώνυμο Λυκούργος (υποδηλώνοντας το δίκαιο του χαρακτήρα του), όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, την άνοιξη του 1821, δεν επέλεξε το μοντέλο του «πεφωτισμένου δεσπότη» για να ηγηθεί της Επανάστασης. Οπως ωραία επισημαίνει ο Σακελλαρίου, φρόντισε να οικοδομήσει μια «ψυχική ταύτιση» του ηγέτη με την κοινωνία, ώστε η μια πλευρά να ακούει την άλλη τις ώρες των δύσκολων αποφάσεων. Μυημένος ο ίδιος Φιλικός, συνόδευσε την περιοδεία του στα χωριά του νησιού με ένα είδος κατήχησης, ενώ η μύηση στην Επανάσταση ολοκληρωνόταν συνήθως με μια δοξολογία στην εκκλησία.
Παράλληλα, στο «σύστημα πολιτικόν», που ήταν ένα είδος συνταγματικού κειμένου το οποίο επεξεργάστηκε, θεσμοθετούσε τόσο τοπικές συνελεύσεις όσο και μια Εθνοσυνέλευση και Βουλευτικόν, αν και βέβαια κρατούσε για τον ίδιο το αξίωμα του «γενικού διοικητή» που συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες χωρίς έλεγχο. Οι νέες συνθήκες απαιτούσαν έναν συνδυασμό βοναπαρτισμού και διατήρησης θεσμών της τουρκοκρατίας.
Η πιο πρωτόγνωρη πρωτοβουλία του Λυκούργου είναι ότι επέμεινε στη συγκρότηση τακτικού στρατού. Δεν υπήρξε κάτι αντίστοιχο στον υπόλοιπο επαναστατημένο ελλαδικό χώρο όπου η κανονικότητα ήταν τα ασυνάρτητα αντάρτικα σώματα των οπλαρχηγών. Από την άλλη, ο Λυκούργος θα υπερασπιστεί την προνεωτερική κουλτούρα του τοπικισμού όταν το 1823 η κεντρική διοίκηση θα θελήσει να διορίσει έπαρχο πρόσωπο εκτός νησιού.
Αγριες συγκρούσεις
Φυσικά, για να καρποφορήσουν αυτά, προϋπέθεταν και την απαραίτητη κοινωνική βάση. Ο Σάμιος ηγέτης θα τη βρει στη φατρία των Καρμανιόλων οι οποίοι θα τον υποστηρίξουν ωθούμενοι και από την παραδοσιακή αντιπαλότητά τους με τους φιλότουρκους Καλικάντζαρους, οι οποίοι είχαν ταυτίσει την τοπική τους ηγεμονία με το οθωμανικό καθεστώς. Οι συγκρούσεις, που θα ακολουθήσουν τα χρόνια μέχρι το 1834, θα είναι άγριες και με όλα τα μέσα. Ωστόσο, σε όλα αυτά τα χρόνια το κύρος του Λυκούργου θα ενισχύεται χάρη τόσο στις στρατιωτικές του επιτυχίες όσο και στην πολιτική του διορατικότητα.
Κι όμως, η συγκυρία του 1830 και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου που θα διασφαλίζει την πολυπόθητη ανεξαρτησία στην Ελλάδα, υπό την προστασία των 3 Μεγάλων Δυνάμεων, δεν θα είναι ευνοϊκή για τη Σάμο. Οι γεωπολιτικές ισορροπίες θα υπερβαίνουν την πολιτική μαεστρία του Λυκούργου. Η Σάμος θα μείνει εκτός των πρώτων συνόρων του ελληνικού κράτους σε αντάλλαγμα της Αττικής και της Εύβοιας που δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί, και που προφανώς λόγω της γεωγραφικής τους θέσης δεν μπορούσαν να μην περιλαμβάνονται στην επικράτεια.
Ο Σάμιος ηγέτης θα φερθεί και πάλι ψύχραιμα όμως, μεταβιβάζοντας το βάρος του αγώνα στις συνελεύσεις που θα ασκούν πίεση στα κέντρα αποφάσεων, έτσι ώστε ο ίδιος να κινείται με διπλωματική διακριτικότητα.
Δυστυχώς, η παλινόρθωση του οθωμανικού καθεστώτος θα επαναφέρει και τους παλιούς του «τοποτηρητές». Ο Λυκούργος θα αναγκαστεί το 1834 να φύγει από το νησί για να γλιτώσει τη ζωή του και εν συνεχεία θα βρεθεί στην Αθήνα, πρωτεύουσα του ελεύθερου μικρού βασιλείου.
Η πολιτική του συνέπεια θα φανεί και από τη συμμετοχή του στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 που ανάγκασε τον βασιλιά Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα. Υπήρξε εντέλει μια σπάνια, όσο και τυπική περίπτωση Νεοέλληνα. Από τον βαλκανικό κόσμο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας, είχε καταφέρει να ξεπηδήσει ένας μοντέρνος για την εποχή πολιτικός άνδρας, αντιπροσωπεύοντας την ίδια ώρα μια παραδοσιακή κοινωνία. Η ανατροπή της Ιστορίας θα γινόταν χάρη σε αυτό το απρόσμενο μείγμα, το οποίο, όπως έδειξε και η συνέχεια του ελληνικού κράτους, ήταν ικανό για τρανές επιτυχίες κι εξίσου μεγάλες αποτυχίες.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας και γραμματέας σύνταξης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ.
(Στην φωτογραφία : Στις 5 Αυγούστου 1824 αναμετρήθηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Σάμου οι συνασπισμένοι στόλοι της Υδρας και των Σπετσών με τον στόλο των Οθωμανών. Ο πίνακας είναι του Παναγιώτη Ζωγράφου).