Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Άρθρο για την ελπίδα είναι στα χέρια Του Θεού, αν το φακελάκι είναι στα χέρια του γιατρού


Η ελπίδα είναι στα χέρια Του Θεού, αν το φακελάκι είναι στα χέρια του γιατρού
Της Ευγενίας Κουντούρη
Αποφάσισα να σας διηγηθώ σήμερα μία πολύ προσωπική ιστορία. Την ιστορία αυτή δεν τη γράφω ως δημοσιογράφος. Δεν θα προσπαθήσω να φανώ «δίκαιη» και σίγουρα δεν μπορώ να δω τα πράγματα αποστασιοποιημένα και ψυχρά, αφού πρόκειται για ένα προσωπικό, τραυματικό βίωμα.
Δεν πρόκειται πάντως για μία «ιδιαίτερη» ιστορία, δηλαδή για κάτι που συνέβη σε εμένα και την οικογένεια μου και αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, που κανείς άλλος δεν έχει αντιμετωπίσει στη χώρα αυτή.
Αφορμή γι αυτό ήταν η συγκέντρωση των εργαζομένων έξω από το Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες εργασίας. Η αλήθεια είναι πως έχω ακούσει πολλές φορές τους εργαζόμενους στα δημόσια νοσοκομεία να διαμαρτύρονται και φυσικά δέχομαι πως τα αιτήματα τους είναι δικαιολογημένα.
Δυστυχώς όμως δεν έχω ακούσει ποτέ να διαμαρτύρονται οι ασθενείς για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται από τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων και συχνά αναρωτιέμαι αν όλοι όσοι είχαμε την ατυχία να νοσηλευτούμε ή να έχουμε έναν δικό μας άνθρωπο σε ένα Δημόσιο νοσοκομείο μαζευόμασταν να διαμαρτυρηθούμε, που ακριβώς θα έφτανε η... λαοθάλασσα.
Εγώ λοιπόν, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι Έλληνες πολίτες έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την αδιαφορία των γιατρών των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι στον κανόνα τους δεν νοιάζονται για τίποτα περισσότερο από τα λεφτά. Ναι, εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά είναι εξαιρέσεις.
Αποφάσισα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας την εφιαλτική μου εμπειρία, γνωρίζοντας πως σε καμία περίπτωση δεν είναι μοναδική. Το 2003 ο αδελφός μου, 42 χρονών τότε διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου. Αφού υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός και διαπιστώθηκε πως ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση και στο συκώτι, πέρασε στην ογκολογική πτέρυγα, όπου θα ακολουθούσαν χημειοθεραπείες.
Όταν οι γιατροί της ογκολογικής πτέρυγας έκαναν την πρώτη τους επίσκεψη, ο υπεύθυνος είπε κατά γράμμα στον αδελφό μου: «Δεν έχεις καμία ελπίδα. Μπορείς να κάτσεις εδώ και να παιδευτείς με τις χημειοθεραπείες, ή να πας σπίτι σου και να χαρείς με την οικογένεια σου όσο λίγο χρόνο έχεις». Ο αδελφός μου, σοκαρίστηκε. Θυμάμαι πως του ήταν αδύνατο να απαντήσει στην ερώτηση του γιατρού. Το τιμ των ογκολόγων, μετά από λίγο, βγήκε από τον θάλαμο κι εγώ έτρεξα από πίσω για να προλάβω ώστε να μην μιλήσει ο γιατρός με την μητέρα μας, η οποία περίμενε στον διάδρομο.
Η μητέρα μας είχε ήδη σταθεί μπροστά του κι εγώ παρενέβη λέγοντας της πως θα της πω αργότερα τι είχε πει ο γιατρός θέλοντας φυσικά να προλάβω. Όπως κάθε άνθρωπος μπορεί να καταλάβει, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανάγκη να μάθει και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο, τα νέα. Η μητέρα μας όμως δεν ήθελε απλά να ρωτήσει για την κατάσταση του Γιάννη, αλλά να του δώσει και το καθιερωμένο, φυσικά, φακελάκι. Ο γιατρός το πήρε, γρήγορα και της είπε: «Υπάρχουν ελπίδες φυσικά. Εμείς θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε και με την βοήθεια του Θεού ελπίζω να πάνε όλα καλά»!
Σοκαρίστηκα για δεύτερη φορά. Ήθελα να πιστέψω πως αυτά που είπε μέσα στο θάλαμο δεν ίσχυαν και πως αυτά που είπε έξω στο διάδρομο ήταν και η αλήθεια. Δεν ήθελα να πιστέψω πως τα λόγια του άλλαξαν απλά και μόνο γιατί κατάλαβε πως αν ο αδελφός μου έμενε στο νοσοκομείο, η κακομοίρα η μάνα του θα συνέχιζε να τον χαρτζιλικώνει. Δεν ήθελα να πιστέψω πως δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να εκμεταλλευτεί τον πόνο και την αγωνία μιας ηλικιωμένης γυναίκας προκειμένου να βγάλει κάποια λεφτά. Κι έτσι το πίστεψα. Γιατί ήταν ο αδελφός μου, γιατί ήταν μόλις 42 χρονών, γιατί είχε γυναίκα και παιδί στην εφηβεία και γιατί δεν μπορούσα να πάψω να έχω ελπίδα.
Ο Γιάννης έκανε για δύο χρόνια χημειοθεραπείες, ενώ η μητέρα μας συνέχισε να χαρτζιλικώνει τους γιατρούς του ογκολογικού τμήματος με χρήματα που σε καμία περίπτωση δεν της περίσσευαν. Το μοναδικό της εισόδημα προέρχονταν από μία χαμηλή σύνταξη που της είχε αφήσει ο πατέρας μου. Όχι πως νοιαζόταν κανείς. Ούτε για εκείνη, ούτε για την οικογένεια του αδελφού μου, που είχε τεράστιες ανάγκες.
Η μητέρα μου, έτσι είχε μάθει. Χρόνια μπαινόβγαινε στα δημόσια νοσοκομείο με τον πατέρα μου, που είχε πρόβλημα στην καρδιά και ήξερε πως αν δεν δώσεις φακελάκι, κανείς δεν σε προσέχει. Είχε συναντήσει δεκάδες γιατρούς όλα αυτά τα χρόνια και μόνο ένας δεν δέχτηκε να πάρει χρήματα: «Κυρία μου, εσείς έχετε ανάγκη, όχι εγώ» της είχε πει και φυσικά δεν έχει ξεχάσει αυτά τα λόγια παρότι έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε. Ένας μόνο. Ένας γιατρός ανάμεσα σε δεκάδες.
Το 2005 ο αδελφός μου τελείωσε τη θεραπεία. Σε λιγότερο από έναν μήνα η κατάσταση του επιδεινώθηκε. Ο καρκίνος είχε κάνει μεταστάσεις στο συκώτι, στο πάγκρεας, στους λεμφαδένες. Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου η κατάσταση του ήταν πλέον δραματική. Υπέφερε πολύ, είχε να κοιμηθεί μέρες. Είχε ίκτερο, είχε μαζέψει νερό στους πνεύμονες με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξαπλώσει, ενώ τα πόδια του ήταν τόσο πρησμένα που με δυσκολία μπορούσε να κάνει δύο βήματα.
Καλέσαμε το ΕΚΑΒ και όταν ήρθαν οι νοσοκόμοι μας ενημέρωσαν πως εφημέρευαν δύο νοσοκομεία. Το Θριάσιο και το Σισμανόγλειο. Επιλέξαμε το Σισμανόγλειο και πήγαμε εκεί. Στα επείγοντα περιστατικά ένας νεαρός γιατρός μας ενημέρωσε πως ο Γιάννης ήταν στο τελευταίο στάδιο. Θυμάμαι πως του είπα: «Δεν τον φέραμε για να τον κάνετε καλά, αλλά υποφέρει πολύ. Τον φέραμε να τον ανακουφίσετε λίγο από τους πόνους». Εκείνος ο γιατρός λοιπόν είπε να μεταφερθεί ο αδελφός μου σε θάλαμο κι εκεί συναντήσαμε τον υπεύθυνο γιατρό του ορόφου. Ένα άλλο... διαμάντι.
Μόλις ο συγκεκριμένος γιατρός είδε τον αδελφό μου και το ιστορικό του, άρχισε να ουρλιάζει «Τι μας τον φέρατε εδώ; Τον πηγαίνατε τόσο καιρό στον Ευαγγελισμό ώστε να παίρνουν αυτοί τα... φιλέτα από τις χημειοθεραπείες και τις κρατικές επιχορηγήσεις και μας τον φέρατε εδώ τώρα για να πεθάνει; Πηγαίνετε τον στον Ευαγγελισμό. Τόσο καιρό καλά έπαιρναν τα λεφτά; Ή να τον πάτε σε ιδιωτικό. Όχι εδώ». Με ότι κουράγιο μας είχε απομείνει προσπαθήσαμε να τον ηρεμήσουμε και κυρίως να ηρεμήσουμε εμείς. Γιατί αυτό που θέλαμε εμείς, μέσα στην απελπισία μας, ήταν μία βοήθεια. Γιατί ευελπιστούσαμε πως θα ηρεμήσει και θα τον βοηθήσει. Γιατί όσο κι αν ήθελα να του ανοίξω το κεφάλι, είχα έναν 44χρονο αδελφό που υπέφερε. Και από το να ανοίξω το κεφάλι αυτού του «γιατρού», ήθελα πολύ περισσότερο το να δω τον αδελφό μου να μην υποφέρει στα τελευταία του. Να φύγει με αξιοπρέπεια. Να σταματήσει να πονάει για λίγο.
Σκεφτήκαμε να καλέσουμε ασθενοφόρο ιδιωτικού νοσοκομείου, επικοινωνήσαμε με το γιατρό του στον Ευαγγελισμό και συνάμα έπεσαν και κάτι άλλα τηλέφωνα σε γνωστούς για το Σισμανόγλειο. Ένας από αυτούς τους γνωστούς ήξερε μία διευθύντρια στο νοσοκομείο, η οποία ήρθε στον θάλαμο και ζήτησε από τους γιατρούς που ήταν εκεί και από τον συγκεκριμένο φυσικά, να κάνουν τη δουλειά τους. Τους είπε πως πρόκειται για δικό της άνθρωπο και τους ζήτησε να τον δουν. Πέντε λεπτά. Τόσο ακριβώς χρειάστηκαν για να του τραβήξουν με σύριγγα το νερό από τους πνεύμονες που είχε ως αποτέλεσμα να μπορέσει ο Γιάννης να ξαπλώσει χωρίς να πονάει κι επιτέλους να κοιμηθεί. Ένας ορός με ένα δυνατό παυσίπονο και σταμάτησε να πονάει. Έφυγε ακριβώς μία εβδομάδα μετά κι αν υπάρχει κάτι να μας παρηγορεί είναι πως τουλάχιστον στο τέλος, δεν υπέφερε.
Θέλω λοιπόν να ρωτήσω ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι γιατροί των δημοσίων νοσοκομείων που βγαίνουν στους δρόμους και διαμαρτύρονται για τις συνθήκες; Πως τολμούν να διαμαρτύρονται για οτιδήποτε; Γιατί ακριβώς σπούδασαν; Για να προσφέρουν στον συνάνθρωπο τους; Αν ρωτήσετε και σας απαντήσουν με ειλικρίνεια 8 στους δέκα θα παραδεχτούν πως ο λόγος που έγιναν γιατροί ήταν για να βγάλουν λεφτά. Πόσοι από αυτούς που εξασκούν το συγκεκριμένο λειτούργημα το επέλεξαν για να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους; Πόσοι από αυτούς αξίζουν πραγματικά το σεβασμό μας;
Και να δεχτώ πως αξίζουν ο,τι λεφτά παίρνουν κι ακόμα παραπάνω γιατί σπούδαζαν τόσα χρόνια και γιατί το επάγγελμα τους είναι σαφώς το πιο απαιτητικό. Δική τους επιλογή όμως ήταν να γίνουν γιατροί, γνωρίζοντας που ζουν και επιπλέον όλα αυτά τα χρόνια που εκείνοι σπούδαζαν κάποιοι άλλοι δούλευαν και πλήρωναν ασφαλιστικές εισφορές. Σίγουρα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κάνουν τη δουλειά τους κάθε άλλο παρά ιδανικές είναι. Τα νοσοκομεία έχουν τεράστιες ελλείψεις, ακόμα και σε βασικά πράγματα, όπως οινόπνευμα και βαμβάκι. Σαφώς και δεν αμείβονται όπως πιθανότατα θα έπρεπε. Σήμερα πολύ περισσότερο απ' ότι το 2006 ή το 1996. Γι' αυτή την αδικία όμως δεν ευθύνονται οι ασθενείς.
Ο μόνος λόγος που δεν μιλάμε κάθε φορά που μας αντιμετωπίζουν σαν ζώα είναι ο φόβος γιατί η ζωή, είτε η δική μας, είτε κάποιου δικού μας ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια τους. Αυτό είναι όλο.
Ακούς δίπλα σου ιστορίες και όλοι θυμούνται «τη μία φορά, που ένας γιατρός» μας εντυπωσίασε γιατί φέρθηκε ανθρώπινα. Γιατί έκανε τη δουλειά του, χωρίς να σε κοιτάει στα χέρια. Υπάρχουν φυσικά κι αυτοί, όμως δυστυχώς είναι οι εξαιρέσεις. Όχι ο κανόνας. Ο κανόνας είναι ο «κύριος» που αρνούνταν να βοηθήσει ένα 44χρονο παλικάρι μέχρι που λειτούργησε το... ρουσφέτι, ή αυτός που αποφάσισε να παραμυθιάζει μία μάνα, η οποία σύντομα θα έχανε το παιδί της, ώστε να βγάλει κανένα φράγκο παραπάνω.
Υ.Γ. Ζορίστηκα αρκετά γράφοντας αυτό το κομμάτι και ακόμα περισσότερο για το αν τελικά έπρεπε να το δημοσιεύσω. Ο λόγος που τελικά αποφάσισα να το κάνω είναι το ο,τι εγώ έχω αυτή τη δυνατότητα, σε αντίθεση με δεκάδες χιλιάδες άλλους που δεν μπορούν να μοιραστούν καν με τον κόσμο την αθλιότητα με την οποία τους αντιμετώπισαν.