Ιουλιανά και Αποστασία
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η πολιτική κρίση του Ιουλίου του 1965 έχει μείνει γνωστή στη συλλογική μνήμη ως τα «Ιουλιανά», αλλά κυρίως σημασιοδοτήθηκε αρνητικά ως η «Αποστασία».
Ταυτίζεται με την αποχώρηση από την Ενωση Κέντρου 45 βουλευτών, σε τρεις φάσεις, από τις 15 Ιουλίου έως τις 17 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με την υποστήριξη της συντηρητικής αντιπολίτευσης, Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης (ΕΡΕ) και Προοδευτικών. Το σχήμα αυτό ευνοείτο από το Στέμμα σε αντίθεση με την επιθυμία του αρχηγού της Ενωσης Κέντρου και παραιτηθέντος πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου για διενέργεια νέων εκλογών με στόχο την επίλυση της διαφωνίας Στέμματος και παραιτηθείσας κυβέρνησης. Ο αρχηγός του κράτους διέθετε πράγματι το δικαίωμα κατά το Σύνταγμα του 1952 να διορίζει και να παύει τους υπουργούς αλλά στην άσκηση του προνομίου του δεσμευόταν από την κοινοβουλευτική αρχή, δηλαδή τη δεδηλωμένη πλειοψηφία της Βουλής. Αυτό δεν απέκλειε ασφαλώς την εκδήλωση διαφωνίας με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η διαφωνία αυτή όμως μπορούσε να επιλυθεί είτε με συναινετική λύση από την υπάρχουσα Βουλή είτε με προσφυγή στις κάλπες. Η ανάθεση τριών εντολών σχηματισμού κυβέρνησης, παρά τη θέληση του αρχηγού της Ενωσης Κέντρου, συνιστούσε ασφαλώς καταχρηστική άσκηση του συνταγματικού προνομίου του αρχηγού του κράτους και αποσκοπούσε στην αλλοίωση του συσχετισμού των κοινοβουλευτικών δυνάμεων.
Περίοδος - καμπή στην ελληνική πολιτική σκηνή
Πέραν των συνταγματικών συμφραζομένων, η αποδοκιμασία των στελεχών της Ενωσης Κέντρου, που υποστήριξαν το Στέμμα του 1965, εντασσόταν σε μια ιστορική και πολιτική προοπτική βαρύνουσας σημασίας. Η Ενωση Κέντρου είχε επικρατήσει στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 με μεγάλη πλειοψηφία (52,7% των ψήφων και 171 έδρες), τερματίζοντας μια 11ετή συντηρητική κυριαρχία. Η επικράτησή της είχε ταυτιστεί με την αποδοκιμασία των περιοριστικών πρακτικών της μετεμφυλιακής περιόδου, την αναδιανομή του προϊόντος της μεταπολεμικής ανάπτυξης και την επιδίωξη της ύφεσης στην ελληνική εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο, πάντως, της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Αν και στην ηγεσία της Ενωσης Κέντρου, τον αρχηγό της Γεώργιο Παπανδρέου και τα πιο σημαντικά στελέχη της, δεν ήταν καθόλου άγνωστη η άσκηση της πολιτικής στο παρασκήνιο της δεκαετίας του 1950 και των αρχών του 1960, είχε διαμορφωθεί πλέον μια νέα πολιτική πραγματικότητα, που κατά κάποιο τρόπο δέσμευε όλους του ενδιαφερόμενους παράγοντες. Αυτή ήταν ότι είχαν εισέλθει στην πολιτική σκηνή ανεπιστρεπτί κοινωνικές δυνάμεις που ώς τότε παρέμεναν μάλλον περιθωριακές: Αγρότες στην ύπαιθρο, στα αστικά κέντρα φοιτητές και εργαζόμενοι νέοι, γενικότερα μισθωτοί. Επίσης, θα προσετίθετο σταδιακά στο εργατικό δυναμικό σημαντικός αριθμός εργατών καθώς ωρίμαζαν οι επενδύσεις στη βιομηχανία, ενώ εμφανίζονταν στο προσκήνιο και νέοι μη καθιερωμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες, δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί. Αυτό το διαφοροποιημένο κοινωνικό δυναμικό δεν κινείτο εκτός του κοινοβουλευτισμού αλλά απαιτούσε το αντιπροσωπευτικό σύστημα να λειτουργεί χωρίς εκ των άνω χειραγώγηση. Αυτό θα ήταν το κρίσιμο στοιχείο που θα καθόριζε τη λαϊκή προτίμηση τον Ιούλιο του 1965. Συνεπώς, ενώ η πολιτική μεταβολή του Φεβρουαρίου 1964 δεν ήταν αλλαγή καθεστώτος, δεν ήταν όμως και μια απλή εναλλαγή κομμάτων, επρόκειτο για αλλαγή τρόπου άσκησης της πολιτικής.
Η στάση ΕΡΕ και Στέμματος
Σ’ αυτό το νέο περιβάλλον θα αντιμετώπιζαν δυσχέρειες προσαρμογής οι παλαιοί πρωταγωνιστές του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Η ΕΡΕ αντιμετώπιζε σχεδόν με αγωνία την καθίζηση των δυνάμεών της ακόμα και σε περιοχές όπως η ύπαιθρος και κοινωνικές κατηγορίες όπως ο στρατός, τα σώματα ασφαλείας και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι δημοτικές εκλογές του Ιουλίου του 1964 είχαν επικυρώσει τις τάσεις αυτές. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης σε συνθήκες πιο ανοιχτού και αβέβαιου πολιτικού παιχνιδιού ήταν έκδηλη, καθώς και η ανησυχία ότι η κυβέρνηση του Κέντρου θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στον κρατικό μηχανισμό. Παρούσα ήταν και η ανησυχία αναβίωσης κάποιας κομμουνιστικής απειλής, προκύπτουσα από τη δυνατότητα ανεμπόδιστης δραστηριότητας της Αριστεράς, ιδίως της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.
Τον Ιανουάριο του 1965 η κυβέρνηση του Κέντρου επρόκειτο να ενισχύσει, μάλλον ακουσίως εν τούτοις, τη ροπή της ΕΡΕ προς την πόλωση όταν απέφυγε να εναντιωθεί στην πρόταση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) για παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και δύο υπουργών των κυβερνήσεών του σε ειδικό δικαστήριο για υπόθεση της ΔΕΗ. Η πρωτοβουλία της ΕΔΑ και η ανοχή της Ενωσης Κέντρου ήταν ατυχής, καθώς η υπόθεση ήταν παραγεγραμμένη και η εξέτασή της από τη Βουλή απέβλεπε στην πολιτική φθορά του Καραμανλή και της ΕΡΕ. Υπό το κράτος της έλλειψης αυτοπεποίθησης, αίσθησης στρατηγικού αδιεξόδου, ενδεχομένως κοινής αντίληψης με το Στέμμα και της πρότασης για παραπομπή του Καραμανλή, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα καλούσε τους οπαδούς του σε συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος τον Φεβρουάριο του 1965. Εκεί απηύθυνε πρόσκληση ανατροπής της κυβέρνησης Παπανδρέου και προσέφερε την υποστήριξη της ΕΡΕ σε κυβέρνηση διαφωνούντων του Κέντρου. Επρόκειτο για το βασικό σενάριο της Αποστασίας του 1965.
Ηδη τον Ιανουάριο του 1965 το Στέμμα εξέταζε τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης διαφωνούντων του Κέντρου. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος ήταν μεταξύ αυτών, επρόκειτο να σχηματίσει τελικά την τρίτη κυβέρνηση αποστατών τον Σεπτέμβριο του 1965. Στις σχετικές συνομιλίες συμμετείχε και ο εκδότης της κεντρώας εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνος Κόκκας, πολιτικός φίλος του υπουργού Οικονομικών και ισχυρού στελέχους της Ενωσης Κέντρου, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η στάση του Στέμματος καθοριζόταν από την παρωχημένη αντίληψη ότι ο θρόνος συνιστούσε τον θεσμικό και πολιτικό εγγυητή του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος και ότι η κυβέρνηση του Κέντρου συνιστούσε τουλάχιστον αμφίβολο παράγοντα από την οπτική της αντικομμουνιστικής αξιοπιστίας. Αρρητα επικρατούσε και ένα είδος ιστορικά κληροδοτημένης δυσπιστίας μεταξύ του θρόνου και μιας παράταξης, η οποία, αν και δεν έθετε από το 1946 και μετά πολιτειακό ζήτημα, θεωρούσε εαυτήν δημοκρατική και ήταν κληρονόμος του βενιζελισμού.
Στην πολιτική κουλτούρα του Στέμματος ήταν εγγεγραμμένη μια παρεμβατική νοοτροπία, ασύμβατη με τη συνταγματική μοναρχία, τη βασιλευομένη δημοκρατία όπως απεκαλείτο στην ελληνική πολιτειολογική και συνταγματική θεωρία. Ο παρεμβατισμός αυτός αφορούσε ιδίως τις Ενοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θεωρούνταν τομέας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Στέμματος. Η αρχική στάση ανοχής της Ενωσης Κέντρου έναντι της πρακτικής αυτής, ενδεχομένως αναπόφευκτη κατά την περίοδο της μετάβασης από τη συντηρητική στην κεντρώα διακυβέρνηση το 1963-64, πιθανώς εδραίωσε την πεποίθηση του Στέμματος ότι η συνέχισή της ήταν δυνατή. Επικρατούσα αντίληψη κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο ήταν ότι το σώμα των αξιωματικών ήταν πιστό στον θρόνο, αν και δεν διέφευγε της προσοχής ιδίως Αμερικανών και Βρετανών στρατωτικών ακολούθων ότι οι αξιωματικοί ήταν κατά κύριο λόγο αντικομμουνιστές και χλιαρά μόνο βασιλόφρονες. Η παρερμηνεία αυτή των ροπών του σώματος των αξιωματικών θα γινόταν αντιληπτή εν τούτοις μόνο τον Απρίλιο του 1967. Στο πλαίσιο αυτών των ανεδαφικών αντιλήψεων το Στέμμα θα επεδίωκε τον παραμερισμό του Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965 και αφού είχε αποκαλυφθεί η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Επρόκειτο για ομάδα προσκείμενων στο Κέντρο αξιωματικών, οι οποίοι κατά τρόπο αδέξιο επεδίωκαν την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στο στράτευμα. Η υπόθεση δεν θα αποκτούσε ενδεχομένως ευρύτερη σημασία αν δεν εμπλεκόταν σε αυτήν, αν και ηθική αυτουργία δεν αποδείχθηκε, ο υπουργός αναπληρωτής Συντονισμού Ανδρέας Παπανδρέου, γιος του πρωθυπουργού. Είχε εισέλθει στην πολιτική μόλις στις αρχές του 1964 έπειτα από λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προς έκπληξη Ελλήνων και Αμερικανών είχε αντιταχθεί στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού με βάση τα σχέδια Ατσεσον (Acheson), θεωρώντας τα εκδήλωση της αμερικανικής παρεμβατικότητας στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή. Εμφανιζόταν ήδη την άνοιξη του 1965 ως φορέας πιο ριζοσπαστικών αντιλήψεων εντός της Ενωσης Κέντρου και φαινόταν να κερδίζει τόση υποστήριξη εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ώστε να είναι υπολογίσιμος παράγων για τη διαδοχή όποτε θα ετίθετο το θέμα.
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης
Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για την ερμηνεία της στάσης των αποστατών του 1965. Στελέχη όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Σταύρος Κωστόπουλος, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας, ο Ιωάννης Τούμπας ήταν τουλάχιστον επιφυλακτικά έναντι της πολιτικής που ακολουθούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου και ακόμα περισσότερο έναντι των ριζοσπαστικών αντιλήψεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Είχαν αντιμετωπίσει με επιφύλαξη την απόρριψη του δευτέρου σχεδίου Ατσεσον, απέβλεπαν σε τερματισμό της πολιτικής παροχών, ενώ είχαν αντιταχθεί στην επίσκεψη Παπανδρέου στη Σοβιετική Ενωση τον Μάρτιο του 1965 ως υπερβαίνουσα τα επιτρεπτά όρια. Διαθέτοντας επίσης βάση ισχύος έβλεπαν αρνητικά την αναδιάταξη των εσωκομματικών ισορροπιών που προκαλούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το τελευταίο στοιχείο ενδιέφερε ασφαλώς και ένα στέλεχος προερχόμενο από την Αριστερά, τον Ηλία Τσιριμώκο ο οποίος αν και δεν συμμεριζόταν τις άλλες ενστάσεις των συναδέλφων του συνέδραμε την αποστασία ως πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 1965.
Τέλος, ο αμερικανικός παράγων, πάντοτε κρίσιμος στη μεταπολεμική Ελλάδα, δεν υποβοήθησε την ομαλή εξέλιξη της κατάστασης. Η Ουάσιγκτον είχε εγκαταλείψει σιωπηρά την πολιτική ανοιγμάτων προς τα αριστερά ως στρατηγική ανάσχεσης του κομμουνισμού και απέδιδε και πάλι έμφαση σε πιο συντηρητικές προσεγγίσεις. Οι Αμερικανοί, δύσπιστοι έναντι του Κέντρου, θεωρούσαν ως «μη πολιτική» την κατάσταση συντηρητικού ελέγχου που επικρατούσε στον στρατό στις αρχές του 1964. Οι όποιες αλλαγές έπρεπε να είναι ελεγχόμενες και η παρουσία του Στέμματος ήταν ως προς το σημείο αυτό χρήσιμη. Η αποκάλυψη του ΑΣΠΙΔΑ σήμαινε για τους Αμερικανούς ότι εκτυλισσόταν μια υπόθεση απολύτως ασύμβατη με την αρχή της αποφυγής πολιτικής ανάμειξης στον στρατό, αν και η έκταση της υπόθεσης φαινόταν στην αμερικανική πρεσβεία περιορισμένη όπως παρέμενε ανεξακρίβωτη και η εμπλοκή του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι Αμερικανοί υποστήριζαν μια συμβιβαστική λύση, η οποία πάντως θα άφηνε τον στρατό εκτός του ελέγχου της κυβέρνησης. Αφού όμως εξερράγη η κρίση στις 15 Ιουλίου ο αμερικανικός παράγων θα υποστήριζε τις προσπάθειες για να παρεμποδιστεί η επάνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία.
Συνοψίζοντας, η Αποστασία του 1965 απετέλεσε μια διαδικασία ασύμβατη με την εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής από ένα περιοριστικό σε ένα πιο ανοιχτό πολιτικό σύστημα. Οι διαφωνίες των αποστατών με τον αρχηγό της Ενωσης Κέντρου Γεώργιο Παπανδρέου ήταν θεμιτές ως προς την ουσία. Διαφωνίες συναντώνται συχνά σε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Τα ζητήματα ήταν σοβαρά αλλά όχι ζωτικά και μπορούσαν να επιλυθούν ή οι συνέπειές τους να ελεγχθούν. Οι ενδιαφερόμενοι παράγοντες, όμως, που συνέκλιναν στην Αποστασία είχαν κατά κάποιον τρόπο εγκιβωτιστεί σε ένα πλαίσιο αντίληψης κινδύνων δυσανάλογης προς την πραγματική διάσταση των προβλημάτων. Η άρνηση του αρχηγού του κράτους να συναινέσει στην ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Αμύνης από τον πρωθυπουργό και η μεθόδευση της υποκατάστασης της πλειοψηφίας από άλλη χωρίς τη μεσολάβηση εκλογών έγινε αντιληπτή ως παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Οι συνέπειες για το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι γνωστές. Σε ό,τι αφορά το βασικό κριτήριο λειτουργίας μιας δημοκρατίας που είναι η ανεμπόδιστη εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αντί ο κύκλος εναλλαγής να κλείσει στη δεκαετία του 1960 έκλεισε στη δεκαετία του 1980. Εν τω μεταξύ, η δικτατορία είχε προσθέσει ιστορικά φορτία και η κοινωνία ήταν πολύ απαιτητική και λιγότερο ενήμερη για ζωτικά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
*Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.