Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Άρθρο του F. Fukuyama στο Foreign Affairs για το νόημα των εκλογών του 2016


Το νόημα των εκλογών του 2016
Αμερικανική πολιτική παρακμή ή ανανέωση;
By Francis Fukuyama
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Δύο χρόνια πριν, υποστήριξα σε αυτές τις σελίδες [1] ότι η Αμερική υπέφερε από πολιτική παρακμή. Το συνταγματικό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών της χώρας, σε συνδυασμό με την κομματική πόλωση και την άνοδο των καλά χρηματοδοτούμενων ομάδων συμφερόντων, είχαν συνδυαστεί για να αποδώσουν αυτό που ονόμασα vetocracy, μια κατάσταση στην οποία ήταν ευκολότερο να σταματήσει η κυβέρνηση από το να κάνει πράγματα, από όσο ήταν να χρησιμοποιηθεί η κυβέρνηση για την προώθηση του κοινού καλού.
Επαναλαμβανόμενες δημοσιονομικές κρίσεις, τελματωμένη γραφειοκρατία και έλλειψη πολιτικής καινοτομίας ήταν οι σφραγίδες ενός πολιτικού συστήματος σε σύγχυση.
Επιφανειακά, οι προεδρικές εκλογές του 2016 [2] φαίνεται να δικαιώνουν την ανάλυση αυτή. Το κάποτε περήφανο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα [3] έχασε τον έλεγχο της διαδικασίας χρίσματος με την επιθετική καθιέρωση του Donald Trump [4] και σπαράσσεται με βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις. Από την πλευρά των Δημοκρατικών, εν τω μεταξύ, η υπερ-συστημική Χίλαρι Κλίντον [5] έχει αντιμετωπίσει έναν εκπληκτικά ισχυρό ανταγωνισμό από τον Bernie Sanders [6], ένα 74χρονο αυτοαποκαλούμενο σοσιαλδημοκράτη. Όποιο και αν είναι το θέμα -από την μετανάστευση μέχρι την οικονομική μεταρρύθμιση στο εμπόριο και μέχρι την στασιμότητα των εισοδημάτων- μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων και στις δύο πλευρές του φάσματος έχουν ξεσηκωθεί ενάντια σε αυτό που βλέπουν ως ένα διεφθαρμένο, αυτο-εξυπηρετούμενο Κατεστημένο, στρεφόμενοι σε ριζοσπαστικούς αουτσάιντερς ελπίζοντας σε μια εξαγνιστική κάθαρση.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ταραγμένη προεκλογική εκστρατεία έχει δείξει ότι η αμερικανική δημοκρατία είναι κατά κάποιο τρόπο σε καλύτερη κατάσταση από ό, τι αναμενόταν. Οτιδήποτε κι αν μπορούσε κανείς να σκεφτεί για τις επιλογές τους, οι ψηφοφόροι έχουν καταφύγει στις κάλπες σε κάθε πολιτεία και πήραν τον έλεγχο της πολιτικής αφήγησης από τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων και τους ολιγάρχες. Ο Τζεμπ Μπους, ο γιος και αδελφός του προέδρου που κάποτε φαινόταν η αναπόφευκτη Ρεπουμπλικανική επιλογή, αποσύρθηκε εξευτελιστικά από την κούρσα τον Φεβρουάριο, έχοντας ξοδέψει περισσότερα από 130 εκατομμύρια δολάρια (μαζί με την σούπερ Επιτροπή Πολιτικής Δράσης του [Political Action Committee, PAC]). Ο Sanders, εν τω μεταξύ, περιορίζοντας τον εαυτό του σε μικρές δωρεές και υποσχόμενος να αποδυναμώσει την οικονομική ελίτ που στηρίζει τον αντίπαλό του, μάζεψε ακόμη περισσότερο από ό, τι ο Μπους και ακολουθούσε κατά πόδας την Κλίντον σε όλη την διαδικασία.
Η πραγματική ιστορία αυτής της εκλογής είναι ότι μετά από αρκετές δεκαετίες, η αμερικανική δημοκρατία τελικά ανταποκρίνεται στην αύξηση των ανισοτήτων και την οικονομική στασιμότητα που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι κοινωνικές τάξεις είναι τώρα πίσω στην καρδιά της αμερικανικής πολιτικής, υπερνικώντας άλλα ρήγματα -φυλή, εθνικότητα, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, γεωγραφία- που είχαν κυριαρχήσει τις συζητήσεις στις πρόσφατες εκλογές.
Το χάσμα μεταξύ των περιουσιών των ελίτ και εκείνων των υπόλοιπων πολιτών έχει αυξηθεί επί δύο γενιές, αλλά μόνο τώρα έρχεται να κυριαρχήσει στην εθνική πολιτική. Αυτό που χρειάζεται πραγματικά να εξηγηθεί δεν είναι το γιατί οι λαϊκιστές έχουν την δυνατότητα να πραγματοποιούν τέτοια [πολιτικά] κέρδη σε αυτόν τον κύκλο, αλλά γιατί τους πήρε τόσο καιρό να το πράξουν. Επιπλέον, αν και είναι καλό να γνωρίζουμε ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι λιγότερο αποστεωμένο και λιγότερο δέσμιο στις χρηματικές ελίτ από όσο θεωρούν οι περισσότεροι, τα γιατροσόφια που διαλαλούνται από τους λαϊκιστές σταυροφόρους είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου άχρηστα, και αν υιοθετηθούν, θα καταπνίξουν την ανάπτυξη, θα επιδεινώσουν την κακουχία, και θα κάνουν την κατάσταση χειρότερη αντί για καλύτερη. Έτσι τώρα που οι ελίτ έχουν βγει απότομα από την αυτάρεσκη αδιαφορία τους, έχει έρθει η ώρα για να επινοήσουν πιο εφαρμόσιμες λύσεις για τα προβλήματα που δεν μπορούν πλέον να αρνηθούν ή να αγνοήσουν.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ
Τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει ακόμα πιο δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι τα εισοδήματα έχουν περιπέσει σε στασιμότητα για τους περισσότερους πολίτες των ΗΠΑ, ακόμη και καθώς οι ελίτ τα πηγαίνουν καλύτερα από ποτέ, δημιουργώντας αυξανόμενη ανισότητα σε όλη την αμερικανική κοινωνία. Ορισμένα βασικά γεγονότα, όπως το εξαιρετικά αυξημένο μερίδιο του εθνικού πλούτου που λαμβάνεται από το κορυφαίο ένα τοις εκατό, και μάλιστα το κορυφαίο 0,1%, είναι όλο και πιο μη αμφισβητούμενα. Αυτό που είναι καινούργιο σε αυτόν τον πολιτικό κύκλο είναι ότι η προσοχή έχει αρχίσει να στρέφεται από τις υπερβολές της ολιγαρχίας στις δυσχερείς συνθήκες εκείνων που μένουν πίσω.
Δύο πρόσφατα βιβλία – το Coming Apart του Charles Murray [7] και το Our Kids του Robert Putnam [8]- περιγράφουν τη νέα κοινωνική πραγματικότητα με οδυνηρές λεπτομέρειες. Ο Murray και ο Putnam βρίσκονται στα αντίθετα άκρα του πολιτικού φάσματος, ο ένας φιλελεύθερος συντηρητικός και ο άλλος ένας φιλελεύθερος της επικρατούσας τάσης, αλλά τα δεδομένα στα οποία αναφέρονται είναι σχεδόν ταυτόσημα. Τα εισοδήματα της εργατικής τάξης έχουν μειωθεί κατά την τελευταία γενιά, πιο δραματικά για τους λευκούς άνδρες με μέση ή κατώτερη εκπαίδευση. Για αυτή την ομάδα, το σύνθημα του Τραμπ, «Κάνε Αμερική Μεγάλη πάλι!» (Make America Great Again!) έχει πραγματικό νόημα. Αλλά οι παθολογίες από τις οποίες υποφέρουν πηγαίνουν πολύ πιο βαθιά και αποκαλύπτονται σε δεδομένα σχετικά με την εγκληματικότητα, την χρήση ναρκωτικών και τις μονογονεϊκές οικογένειες.

09112016-1.jpg
Οπαδοί χαιρετούν τον Σάντερς σε μια συγκέντρωση στο Carson, στην Καλιφόρνια, τον Μάιο του 2016. LUCY NICHOLSON / REUTERS

Πίσω στην δεκαετία του 1980, υπήρξε μια ευρεία εθνική συζήτηση για την ανάδυση μιας αφροαμερικανικής κατώτερης τάξης -δηλαδή, μιας μάζας υποαπασχολούμενων και με χαμηλές δεξιότητες ανθρώπων των οποίων η φτώχεια φαίνεται αυτοαναπαραγόμενη επειδή οδήγησε σε διαλυμένες οικογένειες που δεν ήταν σε θέση να διαβιβάσουν τα είδη των κοινωνικών προτύπων και συμπεριφορών που απαιτούνται για να ανταγωνιστούν στην αγορά εργασίας. Σήμερα, η λευκή εργατική τάξη είναι σχεδόν στην ίδια θέση όπως ήταν τότε η μαύρη κατώτερη τάξη.
Κατά την διάρκεια της προετοιμασίας για τις προκριματικές [εκλογές] στο Νιου Χαμσάιρ -μια πολιτεία που είναι τόσο λευκή και αγροτική όσο οποιαδήποτε άλλη στην χώρα- πολλοί Αμερικανοί είχαν μάλλον εκπλαγεί από το γεγονός ότι η πιο σημαντική ανησυχία των ψηφοφόρων ήταν ο εθισμός στην ηρωίνη. Στην πραγματικότητα, ο εθισμός στα οπιοειδή και την μεθαμφεταμίνη έχει γίνει τόσο επιδημικός στις αγροτικές κοινότητες των λευκών σε πολιτείες όπως η Ιντιάνα και το Κεντάκι όπως ήταν το κρακ στα κέντρα των πόλεων πριν από μια γενιά. Μια πρόσφατη μελέτη από τους οικονομολόγους Anne Case και Angus Deaton έδειξε ότι τα ποσοστά θανάτου για τους λευκούς μη-ισπανόφωνους μεσήλικες άνδρες στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν μεταξύ του 1999 και του 2013, ακόμη και ενώ έπεφταν για σχεδόν κάθε άλλη πληθυσμιακή ομάδα σε κάθε άλλη πλούσια χώρα. Οι αιτίες αυτής της αύξησης φαίνεται να είναι οι αυτοκτονίες, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ -σχεδόν μισό εκατομμύριο επιπλέον θάνατοι πάνω από ό, τι θα αναμενόταν. Και τα ποσοστά εγκληματικότητας σε αυτή την ομάδα έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, επίσης.
Αυτή η όλο και πιο ζοφερή πραγματικότητα, όμως, μόλις και μετά βίας απασχόλησε τις αμερικανικές ελίτ -αν μη τι άλλο, επειδή κατά την ίδια περίοδο, οι ίδιες πήγαιναν αρκετά καλά. Οι άνθρωποι με τουλάχιστον κολεγιακή εκπαίδευση έχουν δει τις περιουσίες τους να αυξάνονται κατά την διάρκεια των δεκαετιών. Τα ποσοστά των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών έχουν μειωθεί σε αυτή την ομάδα, τα εγκλήματα της γειτονιάς έχουν μειωθεί σταθερά, οι πόλεις έχουν ανακτηθεί για τους νέους κατοίκους των πόλεων, και οι τεχνολογίες όπως το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν τροφοδοτήσει την κοινωνική εμπιστοσύνη και νέες μορφές εμπλοκής με την κοινότητα. Για την ομάδα αυτή, οι υπερπροστατευτικοί γονείς αποτελούν μεγαλύτερο πρόβλημα από ό, τι τα μοναχικά παιδιά.
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Λόγω του τεράστιου μεγέθους της κοινωνικής αλλαγής που έχει συμβεί, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λαϊκισμό το 2016, αλλά γιατί η έκρηξη [του λαϊκισμού] δεν είχε συμβεί πολύ νωρίτερα. Και εδώ υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα εκπροσώπησης στους αμερικανικούς θεσμούς: Κανένα πολιτικό κόμμα δεν έχει υπηρετήσει καλά την ομάδα που διολισθαίνει.
Τις τελευταίες δεκαετίες, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπήρξε ένας δύσκολος σύμμαχος των επιχειρηματικών ελίτ και των κοινωνικά συντηρητικών, με τους πρώτους να παρέχουν χρήματα και τους δεύτερους κυρίως ψήφους. Οι επιχειρηματικές ελίτ, εκπροσωπούμενες από την σελίδα των άρθρων γνώμης της εφημερίδας The Wall Street Journal, υπήρξαν οι ηθικοί υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού: Ελεύθερες αγορές, ελεύθερο εμπόριο, και ανοικτή μετανάστευση. Ήταν οι Ρεπουμπλικάνοι που παρείχαν τις ψήφους για να περάσουν νόμοι για το εμπόριο, όπως η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA) και η πρόσφατη Αρχή προώθησης του εμπορίου (ευρύτερα γνωστή ως «fast track»). Οι επιχειρηματικοί υποστηρικτές τους επωφελούνται σαφώς τόσο από την εισαγωγή ξένου εργατικού δυναμικού, ειδικευμένου και ανειδίκευτου, όσο και από ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα που τους επιτρέπει να εξάγουν και να επενδύουν σε όλο τον κόσμο. Οι Ρεπουμπλικάνοι πίεσαν για την διάλυση του συστήματος των τραπεζικών ρυθμίσεων της εποχής της Ύφεσης, κάτι που έθεσε τις βάσεις για την κατάρρευση των subprime δανείων [στμ: δάνεια μειωμένης εξασφάλισης) και την επακόλουθη οικονομική κρίση του 2008. Και υπήρξαν ιδεολογικά δεσμευμένοι στην μείωση των φόρων για τους πλούσιους Αμερικανούς, υπονομεύοντας την ισχύ των εργατικών συνδικάτων, και περικόπτοντας τις κοινωνικές υπηρεσίες που υπήρχαν προς όφελος των λιγότερο ευκατάστατων.
Αυτή η ατζέντα λειτούργησε σε αντίθεση με τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Οι αιτίες της παρακμής της εργατικής τάξης είναι σύνθετες, και έχουν να κάνουν τόσο με τις τεχνολογικές αλλαγές όσο και με παράγοντες που επηρεάστηκαν από την δημόσια πολιτική. Και όμως είναι αναμφισβήτητο ότι η στροφή υπέρ της αγοράς που προωθείται από τις ρεπουμπλικανικές ελίτ των τελευταίων δεκαετιών έχει ασκήσει καθοδική πίεση στα εισοδήματα της εργατικής τάξης, τόσο με την έκθεση των εργαζομένων στον πιο αδίστακτο τεχνολογικό και παγκόσμιο ανταγωνισμό όσο και αναστέλλοντας διάφορες προστασίες και κοινωνικά οφέλη που είχαν απομείνει από το New Deal. (Χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες έχουν κάνει περισσότερα για την προστασία των εργαζομένων τους, δεν έχουν δει συγκρίσιμες αυξήσεις στην ανισότητα). Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ο μεγαλύτερος και πιο συναισθηματικός αγώνας φέτος είναι αυτός που λαμβάνει χώρα μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, καθώς η εργατική τάξη που ανήκει στην εκλογική βάση του εκφράζει σαφή προτίμηση για περισσότερο εθνικιστικές οικονομικές πολιτικές.
Οι Δημοκρατικοί, από την πλευρά τους, παραδοσιακά βλέπουν τους εαυτούς τους ως υπέρμαχους του απλού ανθρώπου και μπορούν ακόμα να υπολογίζουν στην συρρικνούμενη βάση των μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων για να τους βοηθήσουν να πάρουν ψήφους. Αλλά έχουν επίσης αποτύχει για αυτό το εκλογικό σώμα. Από την άνοδο του «τρίτου δρόμου» του Μπιλ Κλίντον, οι ελίτ στο Δημοκρατικό Κόμμα έχουν αγκαλιάσει την μετα-Ρέιγκαν συναίνεση σχετικά με τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου και της μετανάστευσης. Ήταν συνένοχοι στην διάλυση των ρυθμίσεων για τις τράπεζες στην δεκαετία του 1990 και προσπάθησαν να εξαγοράσουν, παρά να υποστηρίξουν, το εργατικό κίνημα παρά τις αντιρρήσεις του για τις εμπορικές συμφωνίες.
Αλλά το πιο σημαντικό πρόβλημα με τους Δημοκρατικούς είναι ότι το κόμμα έχει αγκαλιάσει τις πολιτικές ταυτότητας ως βασική αξία του. Το κόμμα έχει κερδίσει τις πρόσφατες εκλογές κινητοποιώντας έναν συνασπισμό τμημάτων του πληθυσμού: Γυναίκες, αφροαμερικανοί, νέοι αστοί, ομοφυλόφιλοι και οικολόγοι. Εκείνη η ομάδα που έχει χάσει εντελώς την επαφή είναι η ίδια λευκή εργατική τάξη που ήταν το θεμέλιο του συνασπισμού του New Deal του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Η λευκή εργατική τάξη άρχισε να ψηφίζει Ρεπουμπλικανούς στην δεκαετία του 1980 για πολιτιστικά ζητήματα όπως ο πατριωτισμός, τα δικαιώματα οπλοφορίας, η άμβλωση και η θρησκεία. Ο Κλίντον κέρδισε πίσω αρκετούς από αυτούς στην δεκαετία του 1990 για να εκλεγεί δύο φορές (με σχετική πλειοψηφία κάθε φορά), αλλά έκτοτε έχουν γίνει ένα πιο αξιόπιστο εκλογικό σώμα για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές πολιτικές των ελίτ των Ρεπουμπλικάνων έρχονται σε αντίθεση με τα οικονομική τους συμφέροντα. Για τον λόγο αυτό, σε μια έρευνα του Πανεπιστημίου Quinnipiac [9] που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, το 80% των υποστηρικτών του Trump που ρωτήθηκαν είπαν ότι αισθάνθηκαν ότι «η κυβέρνηση έχει υπερβάλλει στην ενίσχυση των μειονοτικών ομάδων» και το 85% συμφώνησαν ότι «η Αμερική έχει χάσει την ταυτότητά της».
Η εμμονή των Δημοκρατικών με την ταυτότητα εξηγεί ένα από τα μεγάλα μυστήρια της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής -γιατί οι λευκοί της εργατικής τάξης της υπαίθρου, ιδιαίτερα στις νότιες πολιτείες με περιορισμένες κοινωνικές υπηρεσίες, έχουν καταφύγει κάτω από την ταμπέλα των Ρεπουμπλικανών, ακόμη κι αν ήταν από τους μεγαλύτερους ωφελημένους των προγραμμάτων που ήταν αντίθετα με τους Ρεπουμπλικάνους όπως το Affordable Care Act [10] του Μπαράκ Ομπάμα [11]. Ένας λόγος είναι η αντίληψή τους ότι το Obamacare σχεδιάστηκε για να ωφελήσει ανθρώπους εκτός από αυτούς -εν μέρει επειδή οι Δημοκρατικοί έχουν χάσει την ικανότητά τους να μιλούν σε τέτοιους ψηφοφόρους (σε αντίθεση με την δεκαετία του 1930, όταν οι λευκοί της υπαίθρου του νότου ήταν οι βασικοί υποστηρικτές των πρωτοβουλιών κοινωνικής πρόνοιας του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Tennessee Valley Authority).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ;
Οι διακηρύξεις της πολιτικής του Trump είναι συγκεχυμένες και αντιφατικές, καθώς προέρχονται από έναν νάρκισσο χειριστή των μέσων ενημέρωσης χωρίς σαφή υποκείμενη ιδεολογία. Αλλά το κοινό θέμα που τον έχει κάνει ελκυστικό σε τόσους πολλούς Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους [στις προκριματικές εκλογές] είναι κάτι που μοιράζεται σε κάποιο βαθμό με τον Sanders: Μια οικονομική εθνικιστική ατζέντα που αποσκοπεί στην προστασία και την αποκατάσταση των θέσεων εργασίας των Αμερικανών εργατών. Αυτό εξηγεί και την αντίθεσή του με την μετανάστευση -όχι μόνο την παράνομη μετανάστευση αλλά και εκείνη των ειδικευμένων εργαζομένων που έρχονται με βίζες H1B- και το ότι καταδικάζει τις αμερικανικές εταιρείες που μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στο εξωτερικό για να εξοικονομήσουν κόστος εργασίας. Επέκρινε όχι μόνο την Κίνα για την χειραγώγηση του νομίσματός της, αλλά και φιλικές χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα για την υπονόμευση της μεταποιητικής βάσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Και φυσικά είναι τελείως εναντίον της περαιτέρω ελευθέρωσης του εμπορίου, όπως η Trans-Pacific Partnership [12] στην Ασία και η Transatlantic Trade and Investment Partnership με την Ευρώπη.
Όλο αυτό ακούγεται σαν τελείως αιρετικό σε όποιον έχει λάβει μια βασική σειρά μαθημάτων κολεγιακού επιπέδου στην θεωρία του εμπορίου, όπου τα μοντέλα, από εκείνο του Ricardo με το συγκριτικό πλεονέκτημα μέχρι την θεωρία των παραγωγικών συντελεστών των Heckscher-Ohlin, λένε ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι μια υπόθεση win-win για τους εμπορικούς εταίρους, αυξάνοντας το συνολικό εισόδημα όλων των χωρών. Και πράγματι, η παγκόσμια παραγωγή εξερράγη κατά τις τελευταίες δύο γενιές, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο και οι επενδύσεις έχουν απελευθερωθεί υπό το ευρύ πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade, GATT) και στην υπό συνέχεια τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αυξανόμενα στο τετραπλάσιο μεταξύ 1970 και 2008. Η παγκοσμιοποίηση ήταν υπεύθυνη για την άρση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων από την φτώχεια σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία και έχει προκαλέσει απροσμέτρητα ποσά πλούτου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, αυτή η συναίνεση σχετικά με τα οφέλη της οικονομικής φιλελευθεροποίησης, από κοινού από τις ελίτ και στα δύο πολιτικά κόμματα, δεν είναι απρόσβλητη από την κριτική. Ενσωματωμένο σε όλα τα υφιστάμενα εμπορικά μοντέλα είναι το συμπέρασμα ότι η απελευθέρωση του εμπορίου, ενώ θα ενισχύει το συνολικό εισόδημα, θα έχει ενδεχομένως αρνητικές αναδιανεμητικές συνέπειες -με άλλα λόγια, θα δημιουργεί νικητές και ηττημένους. Μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι ο ανταγωνισμός των εισαγωγών από την Κίνα ήταν υπεύθυνος για την απώλεια μεταξύ 2 και 2,4 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ από το 1999 ως το 2011.
Η τυπική απάντηση από τους οικονομολόγους [υπέρ] του εμπορίου είναι να υποστηρίζουν ότι τα κέρδη από το εμπόριο επαρκούν για κάτι περισσότερο από την ικανοποιητική αποζημίωση των χαμένων, ιδανικά μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης που θα τους εξοπλίσει με νέες δεξιότητες. Και ως εκ τούτου, κάθε σημαντικό κομμάτι της εμπορικής νομοθεσίας έχει συνοδευτεί από μια σειρά από μέτρα επανεκπαίδευσης εργαζομένων, καθώς και μια σταδιακή εισαγωγή των νέων κανόνων που θα δώσουν στους εργαζομένους χρόνο για να προσαρμοστούν.
Στην πράξη, ωστόσο, η προσαρμογή αυτή συχνά απέτυχε να υλοποιηθεί. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει τρέξει 47 ασυντόνιστα ομοσπονδιακά προγράμματα επανεκπαίδευσης εργαζομένων (τα οποία ενοποιήθηκαν σε περίπου δώδεκα), επιπλέον αμέτρητων άλλων σε πολιτειακό επίπεδο. Αυτά έχουν συλλογικά αποτύχει να μετακινήσουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων σε θέσεις υψηλότερης ειδίκευσης. Αυτό είναι εν μέρει μια αποτυχία εφαρμογής, αλλά είναι επίσης μια αποτυχία σχεδιασμού: Δεν είναι σαφές τι είδους εκπαίδευση μπορεί να μετατρέψει έναν 55χρονο εργαζόμενο σε αλυσίδα συναρμολόγησης σε έναν προγραμματιστή υπολογιστών ή σε έναν σχεδιαστή ιστότοπων. Ούτε η καθιερωμένη θεωρία του εμπορίου λαμβάνει υπόψη της την πολιτική οικονομία των επενδύσεων. Το κεφάλαιο είχε πάντα το πλεονέκτημα της συλλογικής δράσης έναντι της εργασίας, επειδή είναι πιο συγκεντρωμένο και πιο εύκολο να συντονιστεί. Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα επιχειρήματα υπέρ του συνδικαλισμού, ο οποίος έχει υποστεί σοβαρή διάβρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες από την δεκαετία του 1980. Και τα πλεονεκτήματα του κεφαλαίου μόνο αυξάνονται με τον υψηλό βαθμό της κινητικότητας των κεφαλαίων που έχει προκύψει στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Η εργασία έχει γίνει πιο κινητική επίσης, αλλά είναι πολύ πιο περιορισμένη. Τα πλεονεκτήματα διαπραγμάτευσης των συνδικάτων γρήγορα υπονομεύονται από τους εργοδότες οι οποίοι μπορούν να απειλήσουν να μετεγκατασταθούν όχι μόνο σε μια πολιτεία με νόμους για το δικαίωμα στην εργασία [στμ: δηλαδή που υποβαθμίζουν την πρακτική σημασία της σχέσης των συνδικάτων με τους εργαζομένους], αλλά και σε μια εντελώς διαφορετική χώρα.
Οι διαφορές στο κόστος εργασίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών είναι τόσο μεγάλη, ώστε είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι είδους πολιτικές θα μπορούσαν τελικά να προστατεύσουν την μεγάλη μάζα των θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης. Ίσως ούτε καν ο Trump να μην πιστεύει ότι τα παπούτσια και τα πουκάμισα θα πρέπει να εξακολουθούν να φτιάχνονται στην Αμερική. Κάθε βιομηχανικό έθνος στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πολύ πιο προσηλωμένα στην προστασία των παραγωγικών τους βάσεων όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, έχει δει μια μείωση του σχετικού μεριδίου της παραγωγής κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Και ακόμη και η ίδια η Κίνα [13] αρχίζει να χάνει θέσεις εργασίας από την αυτοματοποίηση και από παραγωγούς χαμηλού κόστους σε μέρη όπως το Μπαγκλαντές και το Βιετνάμ.
Και όμως η εμπειρία μιας χώρας όπως η Γερμανία δείχνει ότι η διαδρομή που ακολουθείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν αναπόφευκτη. Η γερμανική επιχειρηματική ελίτ ποτέ δεν προσπάθησε να υπονομεύσει την ισχύ των συνδικάτων˙ μέχρι σήμερα, οι μισθοί καθορίζονται σε όλη την γερμανική οικονομία μέσω των διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων υπό την αιγίδα της κυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα, το γερμανικό κόστος εργασίας είναι περίπου 25% υψηλότερο από το αντίστοιχο αμερικανικό. Και όμως η Γερμανία παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγέας στον κόσμο, και το μερίδιο της μεταποιητικής απασχόλησης στην Γερμανία, αν και μειώνεται, παραμένει σταθερά υψηλότερο από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αντίθεση με τους Γάλλους και τους Ιταλούς, οι Γερμανοί δεν επεδίωξαν να προστατεύσουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας μέσα από ένα δάσος εργασιακών νόμων˙ στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της Ατζέντας 2010 του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, έγινε πιο εύκολο να απολυθούν οι πλεονάζοντες εργαζόμενους. Και όμως η χώρα έχει επενδύσει σημαντικά στην βελτίωση των δεξιοτήτων της εργατικής τάξης μέσω προγραμμάτων μαθητείας και άλλων δραστικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας. Οι Γερμανοί προσπάθησαν επίσης να προστατεύσουν περισσότερο την αλυσίδα εφοδιασμού της χώρας από το ατελείωτο outsourcing [στμ: εξωτερική ανάθεση εργασιών] συνδέοντας το μυθικό Mittelstand, δηλαδή τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, με τους μεγάλους εργοδότες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, οικονομολόγοι και δημόσιοι διανοούμενοι απεικόνισαν την μετάβαση από μια μεταποιητική οικονομία σε μια μεταβιομηχανική οικονομία βασισμένη στις υπηρεσίες ως αναπόφευκτη, ακόμα και ως κάτι που θα πρέπει να χαιρετιστεί και να επιταχυνθεί. Όπως και οι κατασκευαστές μαστιγίων παλιά, υποτίθεται ότι οι εργαζόμενοι της μεταποίησης θα επανεξοπλίζονταν, θα γίνονταν εργάτες της γνώσης σε μια ευέλικτη, εξωτερικά ανατιθέμενη, μερικής απασχόλησης νέα οικονομία, όπου οι νέες δεξιότητές τους θα τους εξασφάλιζαν υψηλότερους μισθούς. Παρά τις περιστασιακές κινήσεις, ωστόσο, κανένα πολιτικό κόμμα δεν πήρε την ατζέντα του επανεξοπλισμού στα σοβαρά, ως κεντρικό στοιχείο μιας αναγκαίας διαδικασίας προσαρμογής, ούτε επένδυσε σε κοινωνικά προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύσουν την εργατική τάξη καθώς προσπαθούσε να προσαρμοστεί. Και έτσι οι λευκοί εργαζόμενοι, όπως οι Αφροαμερικανοί σε προηγούμενες δεκαετίες, αφέθηκαν μόνοι τους.

09112016-2.jpg
Ένας ψηφοφόρος πηγαίνει για να ψηφίσει στις προεδρικές προκριματικές εκλογές του Wisconsin σε ένα εκλογικό κέντρο στο Μιλγουόκι, στις 5 Απριλίου 2016. REUTERS/Jim Young

Η πρώτη δεκαετία του αιώνα θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ διαφορετικά. Οι Κινέζοι σήμερα δεν χειραγωγούν το νόμισμά τους για την τόνωση των εξαγωγών˙ αν μη τι άλλο, έχουν προσπαθήσει πρόσφατα να στηρίξουν την αξία του γουάν, προκειμένου να αποφευχθεί η φυγή κεφαλαίων. Αλλά σίγουρα χειραγώγησαν το νόμισμά τους στα χρόνια μετά την ασιατική οικονομική κρίση το 1997-98 και την συντριβή των dot-com το 2000-2001. Θα ήταν απολύτως εφικτό τότε για την Ουάσιγκτον να έχει απειλήσει ή όντως να επιβάλλει δασμούς κατά των κινεζικών εισαγωγών ως απάντηση. Αυτό θα συνεπαγόταν κινδύνους: Οι τιμές καταναλωτή θα αυξάνονταν και τα επιτόκια θα είχαν ανέβει αν οι Κινέζοι αντιδρούσαν με το να μην αγοράζουν το χρέος των ΗΠΑ. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη από τις ελίτ των ΗΠΑ, για τον φόβο ότι θα ξεκινήσει μια διολίσθηση στον κατήφορο του προστατευτισμού. Ως αποτέλεσμα, περισσότερες από δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν στην επακόλουθη δεκαετία.
ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ;
Ο Trump ίσως προσδέθηκε σε κάτι πραγματικό στην αμερικανική κοινωνία, αλλά αυτός είναι ένα μοναδικά ακατάλληλο μέσο για να επωφεληθεί από την ευκαιρία μεταρρύθμισης που αντιπροσωπεύει αυτή η εκλογική αναταραχή. Δεν μπορείς να διαλύσεις 50 χρόνια απελευθέρωσης του εμπορίου με την επιβολή μονομερών δασμών ή την άσκηση ποινικών διώξεων εις βάρος των αμερικανικών πολυεθνικών που αναθέτουν εργασίες στο εξωτερικό. Σε αυτό το σημείο, η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι τόσο αλληλένδετη με εκείνη του υπόλοιπου κόσμου που οι κίνδυνοι μιας παγκόσμιας υποχώρησης στον προστατευτισμό είναι πολύ πραγματικοί. Οι προτάσεις του Trump για την κατάργηση του Obamacare θα πετάξουν εκατομμύρια Αμερικανούς της εργατικής τάξης εκτός της ασφάλισης υγείας, και οι προτεινόμενες από αυτόν φορολογικές περικοπές θα προσθέσουν περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια στο έλλειμμα κατά την επόμενη δεκαετία, ενώ θα επωφελούνται μόνο οι πλούσιοι. Η χώρα χρειάζεται ισχυρή ηγεσία, αλλά από έναν μεταρρυθμιστή των θεσμών που να μπορεί να κάνει την κυβέρνηση πραγματικά αποτελεσματική, όχι από έναν ιδιοσυγκρασιακό δημαγωγό ο οποίος είναι πρόθυμος να αψηφήσει τους καθιερωμένους κανόνες.
Παρ’ όλα αυτά, αν οι ελίτ ευαγγελίζονται ότι ανησυχούν πραγματικά για την ανισότητα και την διολίσθηση της εργατικής τάξης, θα πρέπει να επανεξετάσουν ορισμένες από τις μακροχρόνιες θέσεις τους σχετικά με την μετανάστευση, το εμπόριο και τις επενδύσεις. Η πνευματική πρόκληση είναι να δούμε αν είναι δυνατόν να απομακρυνθούμε από την παγκοσμιοποίηση, χωρίς να βλάψουμε τόσο την εθνική όσο και την παγκόσμια οικονομία, με στόχο να ανταλλαχθεί ένα μικρό συνολικό εθνικό εισόδημα για μια μεγαλύτερη εγχώρια εισοδηματική ισότητα.
Σαφώς, ορισμένες αλλαγές είναι περισσότερο εφαρμόσιμες από όσο άλλες, με την μετανάστευση να είναι στην κορυφή της θεωρητικά εφικτής λίστας. Η ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση της μετανάστευσης είναι στα σκαριά για περισσότερο από μια δεκαετία και έχει αποτύχει για δύο λόγους. Πρώτον, οι αντίπαλοι αντιτίθενται σε μια «αμνηστία», δηλαδή, να δοθεί στους υπάρχοντες μετανάστες χωρίς χαρτιά μια διέξοδος προς την υπηκοότητα. Αλλά ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την επιβολή: Οι επικριτές επισημαίνουν ότι η υπάρχουσα νομοθεσία δεν επιβάλλεται και ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις για την επιβολή της δεν έχουν τηρηθεί.
Η ιδέα ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να απελάσει 11 εκατομμύρια ανθρώπους από την χώρα, πολλοί από αυτούς με παιδιά που είναι πολίτες των ΗΠΑ, φαίνεται εξαιρετικά απίθανη. Έτσι κάποια μορφή αμνηστίας φαίνεται αναπόφευκτη. Οι επικριτές της μετανάστευσης έχουν δίκιο, ωστόσο, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πολύ χαλαρές στην επιβολή. Το να γίνει αυτό σωστά θα απαιτήσει όχι ένα τείχος, αλλά κάτι σαν ένα εθνικό βιομετρικό δελτίο ταυτότητας, μεγάλες επενδύσεις στα δικαστήρια και την αστυνομία, και, πάνω απ’ όλα, πολιτική βούληση για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που παραβιάζουν τους κανόνες. Η μετάβαση σε μια πολύ πιο περιοριστική πολιτική για την νόμιμη μετανάστευση, στην οποία κάποιας μορφής αμνηστία για τους υφιστάμενους μετανάστες θα ανταλλαγεί με τις ειλικρινείς προσπάθειες για την επιβολή νέων και αυστηρότερων κανόνων, δεν θα ήταν οικονομικά καταστροφική. Όταν η χώρα το έκανε αυτό πριν, το 1924, από ορισμένες απόψεις έστρωσε τον δρόμο για την χρυσή εποχή της ισότητας στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1940 και του 1950.
Είναι δύσκολο να δούμε έναν δρόμο προς τα εμπρός για το εμπόριο και τις επενδύσεις άλλον εκτός από την μη επικύρωση των υπαρχουσών συμφωνιών όπως η Trans-Pacific Partnership –κάτι που δεν θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Ο κόσμος είναι όλο και περισσότερο κατοικημένος από οικονομικούς εθνικιστές, και μια αντιστροφή πορείας από την Ουάσιγκτον -η οποία έχει οικοδομήσει και συντηρήσει το σημερινό φιλελεύθερο διεθνές σύστημα- θα μπορούσε να προκαλέσει για τα καλά ένα παλιρροϊκό κύμα αντιποίνων. Ίσως μια αρχή είναι να βρεθεί ένας τρόπος να πεισθούν οι πολυεθνικές των ΗΠΑ, οι οποίες επί του παρόντος κάθονται πάνω σε μετρητά αξίας πάνω από δυο δισεκατομμύρια δολάρια έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, να φέρουν στην πατρίδα τα χρήματά τους για εγχώριες επενδύσεις. Οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ είναι μεταξύ των υψηλότερων στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)˙ μια μεγάλη μείωσή τους ενώ θα εξαλείφονται παράλληλα οι μυριάδες φορολογικές επιδοτήσεις και απαλλαγές που οι εταιρείες έχουν διαπραγματευθεί για τον εαυτό τους, είναι μια πολιτική που θα μπορούσε να βρει υποστήριξη και στα δύο κόμματα.
Μια άλλη πρωτοβουλία θα ήταν μια μαζική εκστρατεία για την ανοικοδόμηση της αμερικανικής υποδομής. Η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών εκτιμά ότι θα χρειαστούν 3,6 τρισεκατομμύρια δολάρια για την επαρκή αναβάθμιση των υποδομών της χώρας ως το 2020. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να δανειστούν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια όσο τα επιτόκια είναι χαμηλά και να το χρησιμοποιήσουν για να χρηματοδοτήσουν μια μαζική πρωτοβουλία για τις υποδομές που θα δημιουργήσει τεράστιο αριθμό θέσεων εργασίας ενώ θα αυξήσει την παραγωγικότητα των ΗΠΑ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η Χίλαρι Κλίντον έχει προτείνει δαπάνες 275 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ο αριθμός αυτός είναι πολύ μετριοπαθής.
Αλλά οι προσπάθειες να επιτευχθεί είτε ο ένας είτε ο άλλος στόχος θα προσκρούσει στις πιο συνήθεις δυσλειτουργίες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, όπου η «βετοκρατία» εμποδίζει και την φορολογική μεταρρύθμιση και τις επενδύσεις σε υποδομές. Το αμερικανικό σύστημα καθιστά πολύ εύκολο στις καλά οργανωμένες ομάδες συμφερόντων να εμποδίζουν νομοθεσίες και να «συλλαμβάνουν» νέες πρωτοβουλίες για τους δικούς τους σκοπούς. Έτσι, το να επιδιορθωθεί το σύστημα ώστε να μειωθούν τα σημεία του βέτο και το να εξορθολογιστεί η λήψη αποφάσεων, θα πρέπει να είναι μέρος της ίδιας της μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Οι απαραίτητες αλλαγές θα πρέπει να περιλαμβάνουν τόσο την εξάλειψη των εμποδίων από την Γερουσία και της συνήθους χρήσης της κωλυσιεργίας, όσο και την ανάθεση του προϋπολογισμού και της διαμόρφωσης σύνθετης νομοθεσίας σε μικρότερες, πιο ειδικές ομάδες που μπορούν να παρουσιάσουν συνεκτικά πακέτα στο Κογκρέσο για ψηφοφορίες στην Γερουσία ή στην Βουλή των Αντιπροσώπων.
Αυτός είναι ο λόγος που η απροσδόκητη εμφάνιση του Trump και του Sanders μπορεί να σημάνει μια μεγάλη ευκαιρία. Παρ’ όλα τα ελαττώματά του, ο Trump τα έχει σπάσει με την Ρεπουμπλικανική ορθοδοξία που έχει επικρατήσει από την εποχή του Ronald Reagan, μια χαμηλής φορολογίας και μικρού διχτυού ασφαλείας ορθοδοξία που ωφελεί τις επιχειρήσεις πολύ περισσότερο από τους εργαζομένους τους. Ο Sanders ομοίως έχει κινητοποιήσει την αντίδραση από την αριστερά που έχει τόσο εμφανώς λείψει από το 2008.
«Ο λαϊκισμός» είναι η ετικέτα που οι πολιτικές ελίτ αποδίδουν στις πολιτικές που υποστηρίζονται από τους απλούς πολίτες και δεν τους αρέσουν. Δεν υπάρχει βέβαια κανένας λόγος για τον οποίον οι δημοκρατικοί ψηφοφόροι θα πρέπει πάντα να επιλέγουν με σύνεση, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση κάνει τις πολιτικές επιλογές τόσο πολύπλοκες. Αλλά ούτε οι ελίτ δεν επιλέγουν πάντα σωστά, και η απόρριψη των δημοφιλών επιλογών από αυτές συχνά καλύπτει την γύμνια των δικών τους θέσεων. Οι λαϊκές κινητοποιήσεις δεν είναι ούτε εγγενώς κακές ούτε εγγενώς καλές˙ μπορούν να κάνουν σπουδαία πράγματα, όπως κατά την διάρκεια της εποχής της Προόδου και του New Deal, αλλά και φοβερά, όπως στην Ευρώπη κατά την διάρκεια του 1930. Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει στην πραγματικότητα υποφέρει από σημαντική φθορά, και δεν θα διορθωθεί εκτός αν η λαϊκή οργή συνδυαστεί με σοφή ηγεσία και καλές πολιτικές. Ακόμα δεν είναι πολύ αργά για να προκύψει κάτι τέτοιο.

* Ο FRANCIS FUKUYAMA είναι βασικός συνεργάτης στο Freeman Spogli Institute for International Studies και διευθυντής του Center on Democracy, Development, and the Rule of Law του FSI στο Πανεπιστήμιο Stanford. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @FukuyamaFrancis.


Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-06-13/america...

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2014-08-18/america...
[2] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=2016+presidential+election
[3] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=republican+party
[4] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=donald+trump
[5] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=hillary+clinton
[6] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=bernie+sanders
[7] http://www.penguinrandomhouse.com/books/119020/coming-apart-by-charles-m...
[8] http://books.simonandschuster.com/Our-Kids/Robert-D-Putnam/9781476769905
[9] https://www.qu.edu/news-and-events/quinnipiac-university-poll/national/r...
[10] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=barack+obama
[11] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=affordable+care+act
[12] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=trans-pacific+partnership
[13] https://www.foreignaffairs.com/search?qs=china