Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ’ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ’ αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια.
Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
- Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω, λέει το τζίνι.
Ο Λευκαδίτης λέει:
- Ψαράς είμ’ εγώ, ψαράς είν’ ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιος μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια.
- Έγινε, λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
Ο Κερκυραίος, έκθαμβος, λέει:…
- Θέλω έναν τείχος γύρω απ’ όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα.
Μ’ ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
Ο Κεφαλονίτης ρωτάει:
- Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;
- Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από εκεί, του λέει το τζίνι.
- Εντάξει, λέει ο Κεφαλονίτης. Γέμισέ το με νερό τώρα!!!