Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Άρθρο του Ν. Μαραντζίδη για τη διαχείριση του θυμωμένου ψηφοφόρου του ΣΥΡΙΖΑ


Η διαχείριση του θυμωμένου ψηφοφόρου του ΣΥΡΙΖΑ
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
Σε αντίθεση με την οικονομία, όπου ο ορθολογισμός και το λελογισμένο ρίσκο αποτελούν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των ανθρώπων, στην πολιτική τα πάθη και τα σύμβολα βρίσκονται στο επίκεντρο πολλών εξελίξεων. Οποιος πολιτικός τα υποβαθμίσει, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Αντίθετα, όποιος έχει την ικανότητα να τα χειριστεί προς όφελός του, τότε αποκτά ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του.
Η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Τα πιο πρόσφατα από αυτά μας δείχνουν πώς οι λαϊκιστές στην Ευρώπη μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν εκλογικά την ανασφάλεια, τη δυσαρέσκεια, καθώς και προϋπάρχουσες φοβίες και προκαταλήψεις των ψηφοφόρων τους. Παρατηρώντας, ας πούμε, το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, πολλοί θα αναρωτήθηκαν τι είχαν στο μυαλό τους οι Βρετανοί που υποστήριξαν το Brexit. Δεν είμαι βέβαιος πως στο κεφάλι τους είχαν πολλά πράγματα, όμως στην καρδιά τους είχαν άφθονα: ανησυχίες, φόβους, κάποιοι από αυτούς ίσως και μίσος.
Στην Ελλάδα της χρεοκοπίας, τα συναισθήματα ξεχείλισαν και χύθηκαν στον δημόσιο χώρο. Καθώς μάλιστα η κρίση έπιασε εξαπίνης τους Ελληνες πολίτες, πολλοί εκ των οποίων άργησαν να αντιληφθούν το γεγονός πως δεν θα μπορούσαν να ζουν όπως τον παλιό καλό καιρό. Ο θυμός και η αγανάκτηση για το σπάταλο και διεφθαρμένο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον υπήρξαν ο κοινός παρονομαστής της ελληνικής κοινωνίας. Δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί ένιωθαν απογοητευμένοι από το καθιερωμένο πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα τα κόμματα εξουσίας. Δεν χρεοκόπησε μόνο η χώρα, συμπαρέσυρε μαζί της και το πολιτικό σύστημα.
Σε εκείνη τη φάση, αναδείχτηκαν δυνάμεις που όχι μόνο επιδίωξαν να εκφράσουν τον θυμό αλλά προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον ενισχύσουν, από τη στιγμή μάλιστα που αντιλήφθηκαν πόσο επικερδής αυτός ήταν. Η χώρα γέμισε από θεωρίες συνωμοσίας ανάμεικτες με αντιιμπεριαλιστικές και αντιαποικιακές ρητορικές. Σε αυτήν τη δραστηριότητα κάποια κόμματα αποδείχτηκαν εξαιρετικά ικανά. Αναμφίβολα, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που αναδείχτηκε πρωταθλητής σε αυτό το άθλημα. Ιδιαίτερα ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να πιάσει τον σφυγμό ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας.

Η ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων των πολιτών δεν είναι βέβαια προνόμιο του ΣΥΡΙΖΑ ή του Αλέξη Τσίπρα μόνο. Τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς ένας μεγάλος αριθμός επαγγελματιών της πολιτικής καταφέρνει να χειριστεί τα συναισθήματα των πολιτών, ειδικά σε συνθήκες κρίσης. Ομως είναι λάθος να υποτιμήσει κανείς αυτήν την ικανότητα. Απαιτεί ειδικά αντανακλαστικά και στρατηγικές προσαρμογής στα δεδομένα της πολιτικής αγοράς και των ψηφοφόρων.
Η ικανότητα προσαρμογής στα δεδομένα της πολιτικής αγοράς και του νόμου της «προσφοράς και της ζήτησης» εξηγεί, βέβαια, γιατί κάποιο κόμμα καταφέρνει να εκμεταλλευτεί μια πολιτική ευκαιρία και να εκτοξεύσει τα εκλογικά του ποσοστά. Ομως, υψηλή ικανότητα διαχείρισης συναισθημάτων δεν σημαίνει απαραιτήτως κυβερνητική αποτελεσματικότητα. Οι υψηλές προσδοκίες που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο στους δικούς της ψηφοφόρους αλλά ουσιαστικά στην πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας –δεν είναι τυχαίο πως τους πρώτους μήνες οι δημοσκοπήσεις εκτόξευσαν τη δημοτικότητα του Αλ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του σε θεόρατα ύψη, πράγμα που φαίνεται να ξεχνούν σήμερα τα στελέχη του που ειδικεύονται στην κριτική των δυσάρεστων δημοσκοπήσεων– διαψεύστηκαν με τη ρεαλιστική στροφή του περυσινού καλοκαιριού.
Κάπως έτσι, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σήμερα σε μια κατάσταση «απομάγευσης». Οπως ένας ερωτευμένος που μια μέρα ξυπνάει και ανακαλύπτει πως το ταίρι του έχει όλα τα ελαττώματα του κόσμου και αναρωτιέται πώς και δεν τα είχε δει μέχρι εκείνη την ώρα. Οποια έρευνα κοινής γνώμης κι αν κοιτάξουμε αυτήν την περίοδο, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του περασμένου Σεπτεμβρίου όχι απλώς είναι δυσαρεστημένο από την κυβέρνηση, αλλά πολλοί από αυτούς αισθάνονται θυμωμένοι ή και οργισμένοι. Ετσι «ξαφνικά» ο χαρισματικός, νέος, άφθαρτος, γοητευτικός, ελπιδοφόρος ηγέτης Τσίπρας έπαψε να είναι τόσο γοητευτικός και χαρισματικός. Ο πρωθυπουργός δυσκολεύεται να πείσει σήμερα την πλειονότητα της κοινής γνώμης πως ο δρόμος που ακολουθεί είναι ο σωστός και πως θα βγάλει τη χώρα από τη κρίση.
Ο θυμός δεν είναι απλώς μια κατάσταση που εκφράζει δυσαρέσκεια και διαφωνία για την κυβερνητική διαχείριση. Κουβαλάει μια δύναμη που υπό συνθήκες μπορεί να ενεργοποιήσει πολύ πιο αρνητικές για την κυβέρνηση συμπεριφορές, κάνοντας τον ψηφοφόρο ανεξέλεγκτο και την πολιτική αστάθεια και πάλι παρούσα. Αν αυτά τα συναισθήματα εκδηλωθούν στον δημόσιο χώρο, τότε ο δρόμος για την κυβέρνηση θα είναι χωρίς επιστροφή. Μέχρι τότε, η ίδια μπορεί να ελπίζει πως υπάρχει ακόμη ένα περιθώριο αλλαγής του πολιτικού κλίματος και αποφυγής της ήττας σε μελλοντικές εκλογές· ολοένα και πιο μικρό είναι αλήθεια, αλλά ακόμη υπαρκτό.

*Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.