Το Σχέδιο Μάρσαλ
Συνέβαλε ουσιαστικά στην οργάνωση και αναμόρφωση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δύσης 64 χρόνια πριν
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_11/12/2011_465794)
Επιμέλεια: Στεφανος Xελιδονης
Την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γηραιά Ηπειρος, με τις εξαθλιωμένες μάζες της, διαλυμένη και διαιρεμένη, μετρούσε τις πληγές της. Η ΕΣΣΔ είχε επιβάλει τη βούλησή της στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ ως προς τη Δυτική Ευρώπη, το μέλλον παρουσιαζόταν ζοφερό:
Ο βαρύς χειμώνας του 1946-47 δημιουργούσε φόβους για την πορεία των οικονομιών και επιβάρυνε ένα ήδη δυσμενές ψυχολογικό κλίμα, τόσο ώστε να φοβούνται οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις μια εσωτερική αναταραχή στις χώρες τους ή και ενίσχυση των κομμουνιστών. Ωστόσο, η Δυτική Ευρώπη παρέμενε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα ισχύος ακόμη και μεταπολεμικά. Διέθετε μεγάλο πληθυσμό, ήταν τεχνολογικά προηγμένη, ένα από τα επίκεντρα της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, ενώ αρκετές από τις χώρες ήλεγχαν εκτεταμένες περιοχές πέραν της ηπείρου, μέσω των αποικιακών τους εδαφών. Η διατήρηση κέντρων ισχύος εκτός της σφαίρας επιρροής της ΕΣΣΔ ήταν εκ των σημαντικότερων πτυχών της αμερικανικής πολιτικής ανάσχεσης του σοβιετικού συστήματος. Και σε τούτο ακριβώς αποσκοπούσε το σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών για την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, που διακηρύχθηκε στις 5 Ιουνίου 1947 από τον υπουργό Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ και έλαβε έκτοτε το όνομά του. Το Σχέδιο Μάρσαλ εφαρμόστηκε από το 1948 έως το 1952, με εντυπωσιακή επιτυχία.
Δεκαεπτά δισ. δολάρια σε μία τετραετία
Του Ευάνθη Xατζηβασιλείου*
Στις 5 Ιουνίου 1947, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διακήρυξε ότι η Ουάσιγκτον ήταν πρόθυμη να χορηγήσει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες εκτεταμένη οικονομική βοήθεια -έφθασε τελικά τα 17 δισεκατομμύρια δολάρια- ώστε να ανακάμψουν από τις καταστροφές του πολέμου. Οι Αμερικανοί έθεσαν ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της βοήθειας το ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα συνεργάζονταν στη χρήση της, έτσι ώστε να προκύψουν εθνικά προγράμματα συμβατά μεταξύ τους. Το καλοκαίρι του 1947, η Μόσχα απαγόρευσε στα «ανατολικά» (υπό σοβιετικό έλεγχο) κράτη να αποδεχθούν τη βοήθεια. Το Σχέδιο Μάρσαλ -European Recovery Programme, ERP- εφαρμόστηκε από το 1948 έως το 1952: επέφερε την ανάκαμψη της Δυτικής Ευρώπης (τη «χρυσή εποχή» της ανάπτυξης, 1950-1973), καθώς και την έναρξη της ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας, που θα εξελισσόταν, από το 1950, στο κίνημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Εκτοτε, το Σχέδιο Μάρσαλ επανέρχεται συχνά στη δημόσια συζήτηση. Οι πρώτες κριτικές διατυπώθηκαν στη δεκαετία του 1960 από την αμερικανική αριστερή «αναθεωρητική» ιστοριογραφία, η οποία περιέγραψε τo σχέδιο ως ένα ιμπεριαλιστικό εγχείρημα, που στόχευε στo να ελέγξουν οι ΗΠΑ τους ευρωπαϊκούς πόρους και το διεθνές εμπόριο· κατά την άποψη αυτή, οι ΗΠΑ, με το Σχέδιο Μάρσαλ, προσπάθησαν επίσης να «εξαγοράσουν» τους συμμάχους των Σοβιετικών στην Ανατολική Ευρώπη, και επομένως εξώθησαν τη Μόσχα σε μια πολιτική άμυνας έναντι του αμερικανικού επεκτατισμού· άρα, κατέληγαν οι αναθεωρητές, οι ΗΠΑ ήταν αποκλειστικά υπεύθυνες για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Το πρόβλημα με τους αναθεωρητές, ωστόσο, ήταν ότι εξέφραζαν λογικοφανείς υποθέσεις -κυρίως βασισμένοι στις πολιτικές τους βεβαιότητες- χωρίς όμως να έχουν κάνει έρευνα στις σχετικές αρχειακές πηγές, αμερικανικές και ευρωπαϊκές. Οταν οι τελευταίες κατέστησαν διαθέσιμες στη δεκαετία του 1970, η νέα («μετα-αναθεωρητική») ιστοριογραφία κατέδειξε τα ακριβώς αντίθετα: οι ΗΠΑ δεν είχαν πρόθεση να επιβάλουν δικό τους έλεγχο στη Δυτική Ευρώπη· αντίθετα, ήταν οι Ευρωπαίοι αυτοί που επίμονα προσκαλούσαν τους Αμερικανούς να παρέμβουν και να προσφέρουν βοήθεια· βασική στρατηγική των Αμερικανών ήταν να ενισχύσουν τις εθνικές δομές και δυνάμεις στη Γηραιά Ηπειρο έναντι του σοβιετικού/κομμουνιστικού διεθνισμού, ο οποίος εθεωρείτο η πραγματική «αυτοκρατορική» πρόκληση. Σήμερα, οι ιστορικοί δύσκολα αποκρύπτουν την ειρωνεία τους έναντι των αναθεωρητών της δεκαετίας του 1960, των οποίων «ο ενθουσιασμός για ριζοσπαστικές απόψεις ήταν μερικές φορές μεγαλύτερος από τις ερευνητικές ικανότητες» (Odd Arne Westad).
Η σύγχρονη ιστοριογραφία επισημαίνει ότι το Σχέδιο Μάρσαλ είχε πολύμορφους στόχους και αντίστοιχα πολυεπίπεδα αποτελέσματα. Το άμεσο πρόβλημα που επιχειρούσε να αντιμετωπίσει ήταν ο επώδυνος οικονομικός φαύλος κύκλος που εδημιουργείτο από το λεγόμενο «χάσμα δολαρίων» (dollar gap): οι δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, κατεστραμμένες από τον πόλεμο, αδυνατούσαν να κερδίσουν το αναγκαίο συνάλλαγμα για να αγοράσουν τα αμερικανικά μηχανήματα που χρειάζονταν για την ανασυγκρότηση· αλλά χωρίς την ανασυγκρότηση, δεν μπορούσαν να κερδίσουν αρκετά δολάρια, άρα δεν μπορούσαν να αγοράσουν τα αναγκαία μηχανήματα, και ούτω καθεξής. Στο κλίμα του 1947, τούτο δημιουργούσε τεράστιους κινδύνους για τη σταθερότητα των δυτικοευρωπαϊκών Δημοκρατιών: η Γαλλία και η Ιταλία αντιμετώπιζαν κυβερνητική αστάθεια, μια επώδυνη ανακύκλωση της εξαθλίωσης και την ύπαρξη ισχυρών κομμουνιστικών κομμάτων που εκμεταλλεύονταν αυτή την κατάσταση· στις δυτικές ζώνες κατοχής στη Γερμανία, η εξαθλίωση ήταν ακόμη χειρότερη. Οι Αμερικανοί διέβλεπαν ότι χωρίς την ανάκαμψη της Γερμανίας, θα αποδεικνυόταν αδύνατη η οικονομική ανάκαμψη όλης της Ευρώπης. Στο σενάριο αυτό, οι Σοβιετικοί θα κατάφερναν να ελέγξουν τη Γηραιά Ηπειρο χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουν - επειδή τα δυτικοευρωπαϊκά καθεστώτα θα κατέρρεαν από μέσα... Γι' αυτό όμως, ήταν αναγκαίο να προσφερθεί η βοήθεια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες: ήταν αδύνατον να δοθεί οικονομική αρωγή στις υπό δυτική κατοχή ζώνες της Γερμανίας χωρίς να προσφερθεί, αντιστοίχως, στους πρώην συμμάχους στην Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία, ΕΣΣΔ). Σε κάθε περίπτωση, η έλευση της αμερικανικής βοήθειας διέρρηξε τον φαύλο κύκλο του «χάσματος δολαρίων», εξασφάλισε την ανάκαμψη των δυτικών ζωνών κατοχής στη Γερμανία (βάση και της δημοκρατικής εξέλιξης της χώρας στις επόμενες δεκαετίες) και έδωσε αποφασιστική ώθηση στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Το Σχέδιο Μάρσαλ αποτέλεσε το σημαντικότερο παράδειγμα επιτυχούς εφαρμογής αυτού που στη σύγχρονη ορολογία ονομάζουμε soft power.
Ευρύτερα τα επιτεύγματα του Προγράμματος
Θα ήταν, όμως, λάθος να περιοριστεί η αποτίμηση του Σχεδίου Μάρσαλ μόνον στο πεδίο της οικονομίας. Το σχέδιο ήταν κάτι πολύ περισσότερο.
Πρώτον, η συνεργασία, στο πλαίσιό του, μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα για την ανάδυση μιας οργανωμένης Δύσης - ενός δυτικού κόσμου βασισμένου σε κοινές αξίες και στόχους, που πρόβαλλε μια στιβαρή πολιτική και πολιτισμική ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και επεκτάθηκε στα επόμενα χρόνια.
Δεύτερον, η Δυτική Ευρώπη δεν αντιμετώπιζε μόνον ένα οικονομικό πρόβλημα ή ένα πρόβλημα ασφαλείας. Ταλανιζόταν από κάτι πολύ πιο επικίνδυνο: από μια τεράστια -και δυνητικά μοιραία- κρίση νομιμοποίησης. Μετά το σοκ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 είχε προκαλέσει την ουσιαστική κατάρρευση του παλαιού καπιταλισμού του laissez faire και είχε διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην καταστροφή της γερμανικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην άνοδο του Χίτλερ· είχε ουσιαστικά απονομιμοποιήσει τη δυτική, φιλελεύθερη διακυβέρνηση στην Ευρώπη. Η κρίση αυτή δεν είχε ξεπεραστεί - αντίθετα, είχε γίνει χειρότερη με τις καταστροφές και τις αποτυχίες του πολέμου. Με άλλα λόγια, η Δυτική Ευρώπη χρειαζόταν κάτι παραπάνω από χρήματα: χρειαζόταν μια θετική προοπτική - μια εκτεταμένη αναμόρφωση των μηχανισμών της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης.
Στο πεδίο αυτό, οι ΗΠΑ διέθεταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα: την κληρονομιά του New Deal, που συνέβαλε καθοριστικά στην υπέρβαση της κρίσης του '29 στην αμερικανική οικονομία και κοινωνία. Και αυτό ακριβώς έκαναν οι Αμερικανοί με το Σχέδιο Μάρσαλ το 1948-52: εκτός από την απτή χρηματική βοήθεια, μεταλαμπάδευσαν στη Δυτική Ευρώπη τις μεθοδολογίες του New Deal, ενίσχυσαν τις αντίστοιχες μεταρρυθμιστικές φιλελεύθερες δυνάμεις στη Γηραιά Ηπειρο (τότε ακριβώς ανήλθαν οι νέες δυνάμεις της χριστιανοδημοκρατίας) και έτσι συνέβαλαν στη δημιουργία ενός νέου «μεταρρυθμισμένου καπιταλισμού» (reformed capitalism), ικανού να προσελκύσει πολύ ευρύτερη νομιμοποίηση. Υπό αυτή την έννοια, το Σχέδιο Μάρσαλ δεν ήταν απλώς ένας σταθμός στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου· μέσω της γενναίας ανανέωσης της φιλελεύθερης διακυβέρνησης, ήταν παράλληλα και ένας ουσιώδης μηχανισμός που εξασφάλισε, τελικά, την ίδια τη νίκη της Δύσης σε αυτή τη σύγκρουση. Και τούτο -όπως τονίζει η σύγχρονη επιστήμη- επειδή η νίκη της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο οφειλόταν στην ικανότητά της να αντιμετωπίσει προκλήσεις που απέρρεαν όχι τόσο από την ίδια την ισχύ της Σοβιετικής Ενωσης όσο «από την κληρονομιά της παγκόσμιας κρίσης και τους δύο παγκοσμίους πολέμους, καθώς και από τη δομή του διεθνούς συστήματος» (Melvyn Leffler).
Κληρονομιές και παρεξηγήσεις το 2011
Στη δημόσια συζήτηση των ημερών μας σχετικά με την Ελλάδα, γίνεται μία εν πολλοίς ανεπαρκής επίκληση του Σχεδίου Μάρσαλ για να περιγραφούν στοχοθεσίες που αφορούν την υπό εξέλιξη (2011) κρίση. Ωστόσο, σήμερα δεν ακολουθείται καθόλου το πρότυπο του Σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο ήταν μια ευρύτερη σύλληψη για την αναμόρφωση της δυτικής οικονομίας, αλλά και της πολιτικής και της κοινωνίας· όχι ένας μηχανισμός, έστω αναγκαίος, που αφορά την πληρωμή τόκων. Τούτο -η συνολική και δημιουργική ανανέωση του καπιταλισμού και της δυτικής διακυβέρνησης- δεν φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να αποτελεί στόχο των ηγεσιών της διεθνούς κοινότητας.
Πέραν τούτου, ας αναφερθεί το εντυπωσιακό γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί την τελευταία δυτική χώρα στην οποία, έως σχετικά πρόσφατα, οι απόψεις των Αμερικανών αναθεωρητών της δεκαετίας του 1960 (ότι δηλαδή το Σχέδιο Μάρσαλ αποτελούσε εκδήλωση του αμερικανικού νεοϊμπεριαλισμού) ήταν κυρίαρχες, και ίσως είναι ακόμη, στο επίπεδο της δημόσιας ιστορίας... Αυτό, άλλωστε, ήταν τμήμα του ευρύτερου πνευματικού υπόβαθρου που μας έφερε στην παρούσα κρίση, και που δεν έχει ακόμη αλλάξει.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δρομολόγησε την ευρωπαϊκή ενοποίηση
Της Κωνσταντίνας Ε. Μπότσιου*
Με το Δόγμα Τρούμαν, τον Μάρτιο του 1947, οι ΗΠΑ διακήρυξαν την ηθική τους ευθύνη να προασπίζονται την ελευθερία λαών ενάντια σε βίαιες απειλές. Το πρόγραμμα ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης, που ανήγγειλε στις 5 Ιουνίου 1947 στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ, αποσκοπούσε στο να διαμορφώσει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις όπου θα ρίζωνε αυτή η ελευθερία.
Αν το Δόγμα Τρούμαν ήταν το πρώτο αμερικανικό «όχι» στις μεταπολεμικές σοβιετικές πιέσεις προς την Ευρώπη, το «Σχέδιο Μάρσαλ», όπως πολιτογραφήθηκε το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης (European Recovery Programme, ERP) καλούσε τη Μόσχα να αποφανθεί επί της προοπτικής αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας. Εκ των πραγμάτων, επιβεβαίωσε την πορεία προς τον Ψυχρό Πόλεμο.
Παρότι είχε υποστεί βιβλική καταστροφή, η Σοβιετική Ενωση αρνήθηκε την αμερικανική βοήθεια, αποκλείοντας επίσης την Ανατολική Ευρώπη. Αποδοχή θα σήμαινε ένταξη σε ένα φιλελεύθερο οικονομικό και πολιτικό σύστημα υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, το οποίο θα διέβρωνε το αντι-φιλελεύθερο σοβιετικό υπόδειγμα, όπου κυριαρχούσαν ο συγκεντρωτικός έλεγχος πολιτικής και οικονομίας. Οι σοβιετικές επιδιώξεις κυριαρχίας ήταν ασύμβατες με το Σχέδιο Μάρσαλ. Δεν αποτελούσε απλώς ένα πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, αλλά σύλληψη βαθύτατα πολιτική. Η μοναδικότητα και η επιτυχία του οφείλονταν σε σειρά παραγόντων.
Πρώτον, προέβλεπε ιλιγγιώδη ανασυγκρότηση αυστηρά εντός τετραετίας (1948-1952). Είχε γίνει μάθημα η αργόσυρτη ανασυγκρότηση μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έφερε ανοχύρωτη την Ευρώπη στο Κραχ του 1929 καταδικάζοντας την ίδια στον φασισμό και την ανθρωπότητα σε έναν πολύ χειρότερο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν υπήρχε πολιτικός χρόνος το 1947. Το Σχέδιο Μάρσαλ αποσκοπούσε σε μια Ευρώπη ικανή να πει «όχι» τόσο στον εθνικισμό όσο και στον κομμουνισμό.
Δεύτερον, η ανοικοδόμηση προχώρησε μαζί με τη φιλελευθεροποίηση των εθνικών οικονομιών. Η αμερικανική χορηγία προσέφερε στη Δυτική Ευρώπη δίχτυ ασφαλείας ώστε να τολμήσει αποπληθωρισμό, δασμολογικές μειώσεις, ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, νομισματική μεταρρύθμιση, στερέωση της τραπεζικής πίστης. Το ζητούμενο ήταν να αναχαιτιστεί η ύφεση χωρίς επιστροφή στον οικονομικό εθνικισμό. Η γρήγορη ανάπτυξη εξέθρεψε το κράτος πρόνοιας. Πρότυπο ήταν το κεϊνσιανικό αμερικανικό New Deal, όχι οι σοσιαλιστικές αρχές περί αναδιανομής του πλούτου.
Τρίτον, το Σχέδιο Μάρσαλ συνέδεσε την οικονομική ανασυγκρότηση με πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οπου εφαρμόστηκε, καταρτίστηκαν νέα δημοκρατικά Συντάγματα, ανανεώθηκαν ριζικά τα κομματικά συστήματα, στερεώθηκε η δημόσια ασφάλεια και προωθήθηκε η εκπαίδευση ως μοχλός παραγωγικότητας και κοινωνικής κινητικότητας. Οι νέες ευρωπαϊκές δυνάμεις (π.χ. Χριστιανοδημοκράτες) αντανακλούσαν ευρύτατες διακομματικές και διαταξικές συμμαχίες για τον χαρακτήρα του κράτους και τους στόχους του έθνους, γεγονός που ευνόησε τον δικομματισμό αμερικανικού τύπου.
Τέταρτον, οι ΗΠΑ διατήρησαν την υψηλή εποπτεία του προγράμματος. Απέδιδαν τη βοήθεια σε δόσεις ασκώντας παρεμβατικό έλεγχο με κριτήριο την αποτελεσματικότητα (conditionality). Οι χώρες όπου εκδηλώθηκε υψηλή αμερικανική παρεμβατικότητα σημείωσαν τη μεγαλύτερη πρόοδο (π.χ. Ελλάδα, Γερμανία). Συχνά το τίμημα ήταν η ανάδυση αντιαμερικανικών ρευμάτων, τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά, που προτιμούσαν ως χορηγό μια αποστασιοποιημένη Αμερική.
Πέμπτον, οι 17 χώρες που αποδέχθηκαν τη βοήθεια Μάρσαλ -η οποία τελικά ανήλθε σε 17 δισεκατομμύρια δολάρια (περίπου 6,2% του αμερικανικού ΑΕΠ το 1948)- υποχρεώθηκαν να τη συνδιαχειριστούν μέσω θεσμικών συνεργειών. Τον Απρίλιο του 1948 συγκρότησαν τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (Organization for European Economic Co-operation, OEEC), πρόδρομο του ΟΟΣΑ (1961), αλλά και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της δεκαετίας του 1950.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά, το Σχέδιο Μάρσαλ οριστικοποίησε τον Ψυχρό Πόλεμο, θεσμοποίησε το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας και δρομολόγησε την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Ανοικοδόμηση παράλληλα με τον Εμφύλιο
Στην Ελλάδα υπήρχε μια κρίσιμη πρόσθετη ιδιαιτερότητα: η μεταπολεμική ανασυγκρότηση δεν υπονομευόταν μόνο από «την πείνα, τη φτώχεια, την απελπισία και το χάος», που περιέγραφε ο Τζορτζ Μάρσαλ το 1947, αλλά κυρίως από έναν εμφύλιο πόλεμο με διεθνείς διαστάσεις. Εδώ η ανοικοδόμηση έπρεπε να προχωρήσει παράλληλα και παρά τον πόλεμο. Σε αυτόν τον διμέτωπο αγώνα δύσκολα διαχωρίζονταν τα στρατιωτικά από τα οικονομικά έργα. Καλλιεργήθηκε έτσι η αντίληψη ότι η ανασυγκρότηση θυσιάστηκε για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Πρόκειται για θέση δεσπόζουσα στην αριστερόστροφη ιστοριογραφία της Μεταπολίτευσης, που αντιμετωπίζει το Σχέδιο Μάρσαλ ως αμιγώς οικονομικό πρόγραμμα. Αλλά η Ελλάδα αποτελούσε κλασική περίπτωση οικονομικής κατάρρευσης για πολιτικούς λόγους, το είδος που ερχόταν να αντιμετωπίσει το Σχέδιο Μάρσαλ.
Ο Εμφύλιος διαιώνιζε μια πολεμική οικονομία με αστρονομικό πληθωρισμό, μαύρη αγορά, τεράστια ελλείμματα και εξωτερικό χρέος απαγορευτικό για δανεισμό. Ελειπαν στοιχειώδη μέσα παραγωγής και πρώτες ύλες. Η ύπαιθρος ερήμωνε από τη βία, στις πόλεις θέριζαν η πείνα, οι αρρώστιες και η ανεργία. Η οικονομική βοήθεια αποτελούσε το 50%-60% του συνολικού Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα. Τη μερίδα του λέοντος (50%) έλαβε το πρόγραμμα σίτισης. Το υπόλοιπο χρηματοδότησε μισθούς, συντάξεις, δαπάνες υγείας και τη συντήρηση των ανταρτόπληκτων προσφύγων. Λόγω της αργής προόδου τον πρώτο χρόνο, η Αμερικανική Αποστολή (American Mission for Aid to Greece, AMAG) αύξησε τον αριθμό και την παρεμβατικότητα των στελεχών της, ενώ αξιοποίησε νέους Ελληνες τεχνοκράτες. Η παρεμβατικότητα αυξανόταν όσο επέμεναν η διαφθορά, οι πελατειακές εξυπηρετήσεις ψηφοφόρων και εκλογικών περιφερειών, η διασπάθιση της βοήθειας για καταναλωτικά αγαθά αντί βασικών ειδών διατροφής και παραγωγής. Αμερικανοί σύμβουλοι συμμετείχαν με δικαίωμα ψήφου σε κομβικές υπηρεσίες, όπως η Νομισματική Επιτροπή, η Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής, η Διοίκηση Εξωτερικού Εμπορίου, η Επιτροπή Ενέργειας, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, το ΙΚΑ κ.ά.
Ο πόλεμος της Κορέας (1950-1953) ανέκοψε τη φιλελευθεροποίηση και την εκβιομηχάνιση που προωθούσε το τετραετές πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης του 1948 ως αντιστάθμισμα των καθυστερήσεων του Εμφυλίου. Το 1951-52 το Σχέδιο Μάρσαλ συνολικά αναπροσανατολίστηκε κατά προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Κεφαλαιώδης υπήρξε η αναδιοργάνωση και διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ευάλωτες περιοχές: την Ελλάδα και την Τουρκία το 1952, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1955.
Η στρατιωτική βοήθεια απορρόφησε το 40%-50% του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα. Κατευθύνθηκε κυρίως στην αποκατάσταση υποδομών, επικοινωνιών και μεταφορών (ηλεκτρισμός, ύδρευση, οδοποιία, λιμάνια, αεροδρόμια) και στην αναδιοργάνωση του εθνικού στρατού. Στο τέλος του Εμφυλίου το ελληνικό κράτος διέθετε τις ισχυρότερες Ενοπλες Δυνάμεις στην ιστορία του, αξιόμαχες για την Ατλαντική Συμμαχία και ικανές να επιβάλουν την εσωτερική τάξη. Στη μεταπολεμική τους αναβάθμιση συνετέλεσε η αμερικανική επιμονή να κρατηθεί ο Στρατός μακριά από την πολιτική και η πολιτική μακριά από τον Στρατό – το πραξικόπημα του 1967 αποτέλεσε εν προκειμένω ιστορική ειρωνεία. Πολύτιμο σύμμαχο βρήκαν στον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο ως αρχιστράτηγο (1949-1951) και ως πρωθυπουργό (1952-1955). Ο Παπάγος απέτρεψε την πολιτικοποίηση του Στρατού «στερώντας» τον από τα Ανάκτορα και τα κόμματα του Εθνικού Διχασμού, που τον έβλεπαν ως όργανο ισχύος έναντι των εσωπολιτικών αντιπάλων τους.
Ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος
Η ευόδωση του Σχεδίου Μάρσαλ περνούσε μέσα από τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος. Από τα έργα ανασυγκρότησης αναδείχθηκαν ανερχόμενοι πολιτικοί: Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ευάγγελος Αβέρωφ, Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης, Δημήτριος Γόντικας, Γεώργιος Καρτάλης, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Γεώργιος Μαύρος, Ιωάννης Ζίγδης κ.ά. Παράλληλα, η Αμερικανική Αποστολή ενεθάρρυνε πολιτικές δυνάμεις που πρέσβευαν τη «λήθη» και στρέφονταν προς το μέλλον αντιλαμβανόμενες τις ψυχροπολεμικές προκλήσεις: αρχικά την κεντροαριστερή ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα (1950-51), στη συνέχεια τον κεντροδεξιό Ελληνικό Συναγερμό του Παπάγου (1951-52). Οπως συνέβη ευρύτερα στη ζώνη Μάρσαλ, η πολιτική ανανέωση στηρίχθηκε σε εκλογικούς νόμους που επέτρεπαν κοινοβουλευτική πολυφωνία, αλλά εξασφάλιζαν πρωτίστως αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Αμερικανική πίεση για συναίνεση ασκήθηκε ήδη στον Εμφύλιο προς τις παρατάξεις του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος Φιλελευθέρων ώστε να συγκυβερνήσουν, ανεξαρτήτως της νωπής εντολής της Λαϊκής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη (1946). Στις συμμαχικές κυβερνήσεις υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη (1947-1949), οι Λαϊκοί ανέλαβαν τα υπουργεία ανασυγκρότησης, ενώ οι Φιλελεύθεροι τα υπουργεία για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Η αμερικανική πίεση ματαίωσε προσπάθειες του Στέμματος και παλαιοκομματικών μερίδων να αναβάλουν τις μετεμφυλιακές εκλογές του 1950 μέσω μεταβατικών κυβερνήσεων. Ισχυρότερη πίεση άσκησε τον Μάρτιο του 1952, έπειτα από δύο έτη βραχύβιων κυβερνήσεων, ο Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι, ώστε να υιοθετηθεί το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που υποσχόταν κυβερνητική αποτελεσματικότητα. Η σχετική δημόσια τοποθέτησή του έγινε συνώνυμο της αμερικανικής παρεμβατικότητας στα εσωτερικά της χώρας.
Το μέσον πίεσης των ΗΠΑ ήταν ακατανίκητο: η διακοπή της αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας. Χωρίς αυτήν δεν μπορούσε να επιβιώσει η Ελλάδα, πολύ λιγότερο οι πολιτικές της δυνάμεις. Αλλά η οικονομική υπανάπτυξη και η απειλή του κομμουνισμού ήταν τα όπλα που χρησιμοποίησαν με τη σειρά τους οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις για να αντλούν συνεχώς πόρους αναβάλλοντας τις απαραίτητες γενναίες μεταρρυθμίσεις. Η διακοπή της αμερικανικής βοήθειας το 1962 αναμενόταν ως σοκ για την ελληνική οικονομία. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή το αντιμετώπισαν προνοητικά με εντατικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και, κυρίως, διασφαλίζοντας τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ (1961/62).
Προοπτικές
Συνολικά, οι ΗΠΑ έκριναν επιτυχή την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα. Στις δεκαετίες 1950-1960, η Ελλάδα ακολουθούσε από απόσταση, αλλά με προοπτικές, τις χώρες του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Η δικτατορία εκδηλώθηκε ως άρνηση προς την πορεία εκσυγχρονισμού. Αρνηση που μεταγγίστηκε σε πολιτικά και κοινωνικά στρώματα και μετά το 1974, παρά την επίσημη ελληνική πολιτική εξευρωπαϊσμού. Αν ο Εμφύλιος αποτέλεσε την πρώτη μεταπολεμική πράξη στο μακρόσυρτο δράμα της ελληνικής ταυτότητας, το Σχέδιο Μάρσαλ έδωσε σημαντική ώθηση προς τον εκδυτικισμό και τον εξευρωπαϊσμό. Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν η πλήρης συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.