Ο Διογένης βλέποντας κάποιον να δείχνει ερωτευμένος με μια πλούσια γριά, είπε:
«Σ' αυτήν δεν κάρφωσε τα μάτια του, αλλά τα δόντια του».
Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν.
Ο φιλόσοφος απάντησε:
«Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν».
Πλησίασε ένας τον Δημοσθένη, του είπε ότι χτυπήθηκε από κάποιον και τον παρακαλούσε να τον υπερασπιστεί ως συνήγορος.
Ο Δημοσθένης του είπε:
«Τίποτα δεν έπαθες».
Όταν ο άνθρωπος άρχισε να φωνάζει, ο Δημοσθένης παρατήρησε:
«Τώρα ακούω πραγματικά τη φωνή ενός αδικημένου ανθρώπου».
Κάποτε ο Διογένης φώναζε:
«Ελάτε εδώ, άνθρωποι!»
Και όταν μαζεύτηκαν πολλοί, τους κυνήγησε με το μπαστούνι του, λέγοντας:
«Ανθρώπους κάλεσα, όχι καθάρματα!»
Ένας φαλακρός έβριζε τον Διογένη. Ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε:
«Δεν σου ανταποδίδω τις βρισιές, αλλά θα ήθελα να πω ένα "μπράβο" στις τρίχες σου, γιατί απαλλάχτηκαν από ένα κακορίζικο κεφάλι».
Έτρωγε κάποτε ο Διογένης σε λαϊκό μαγειρείο. Σε μια στιγμή βλέπει να περνά απέξω ο ρήτορας Δημοσθένης. Τον φώναξε να πάει μέσα. Εκείνος αρνήθηκε για λόγους αξιοπρέπειας.
Τότε ο Διογένης του λέει:
«Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι. Και ο κύριός σου (δηλ. ο λαός) έρχεται συχνά εδώ».