Ο Κωστίκας ήθελε να αγοράσει γυαλιά ηλίου και πήγε στο μεγαλύτερο κατάστημα της Θεσσαλονίκης. Δοκίμασε όλα τα σχέδια που είχε το μαγαζί, αλλά κανένα δεν του ταίριαζε.
Λίγο πριν φύγει απογοητευμένος λέει στη πωλήτρια να του κατεβάσει κι ένα τελευταίο ζευγάρι που ήταν στην άκρη της βιτρίνας.
- Αυτό, λέει η πωλήτρια, είναι ειδικό μοντέλο και είναι πανάκριβο.
- Δεν πειράζει, λέει ο Κωστίκας, φέρτο να το δοκιμάσω.
Πράγματι το φοράει ο Κωστίκας και … "τρελαίνεται". Βλέπει απέναντί του τη πωλήτρια... γυμνή! Βγάζει τα γυαλιά βλέπει με ρούχα την πωλήτρια, τα ξαναφοράει πάλι γυμνή!
- Αυτά θα πάρω, λέει, όσο κι αν πληρώσω.
- Αυτά, κύριε, κάνουν 5.000 ευρώ, λέει η πωλήτρια.
- Δεν πειράζει κοπέλα μου, λέει ο Κωστίκας, δώστα γρήγορα, γιατί βιάζομαι να πιω ένα καφέ στην Αριστοτέλους!!
Παίρνει τα γυαλιά, τα φοράει και ξεκινάει για βόλτα, μια φορώντας τα, μια βγάζοντάς τα, κι απολαμβάνει το… θέαμα.
Κάθεται για καφέ σε καφετέρια με πολύ "περατζάδα" και την... έχει "καταβρεί".
Τηλεφωνεί στη Σουμέλα για να της πει ότι κάτι του … έτυχε και δε θα πάει το μεσημέρι στο σπίτι.
Πέρασαν αρκετές ώρες κι ο Κωστίκας άρχισε να βαριέται. Αποφάσισε τελικά να πάει σπίτι να κάνει και έκπληξη στη Σουμέλα.
Μπαίνοντας στο σπίτι, φοράει τα γυαλιά, αλλά σοκάρεται με αυτό που βλέπει!
Βλέπει στον καναπέ τη Σουμέλα και τον κουμπάρο γυμνούς και αγκαλιά!!!
Βγάζει τα γυαλιά… πάλι γυμνοί.
Tα ξαναφοράει, πάλι γυμνοί…
Βγαίνει έξω από το σπίτι και γεμάτος απογοήτευση λέει:
- Και το σκέφτηκα, ρε γαμώτο, βάλε - βγάλε τόσες ώρες, θα τα χαλάσω ...!!!